Επιλογή γλώσσας

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Η πάλη εναντίον του ναζισμού




Η σοβιετική διπλωματία 
κατά την περίοδο 1933-1939*
 
Προλεγόμενα:

Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) συνέβαλε τα μέγιστα για τη συντριβή των ναζιστών. Στο Ανατολικό Μέτωπο καταστράφηκαν ολοσχερώς 607 γερμανικές
μεραρχίες. 28 εκατομμύρια σοβιετικοί άνθρωποι θυσιάστηκαν για την απελευθέρωση της ΕΣΣΔ και της Ευρώπης, τη στιγμή που οι Βρετανοί
θρήνησαν κατά προσέγγιση 375.000 ανθρώπους και οι Γάλλοι 405.000 αντίστοιχα. Η ΕΣΣΔ υπέστη επίσης τρομακτική καταστροφή: 1.710 πόλεις ισοπεδώθηκαν, 32.000 βιομηχανικές επιχειρήσεις καταστράφηκαν, 98.000 κολχόζ λεηλατήθηκαν και 5.000 σοβχόζ καταληστεύτηκαν. Στη σημερινή συγκυρία ο ρόλος του Κόκκινου Στρατού και της Σοβιετικής Ένωσης υποβαθμίζονται συστηματικά. Ο λόγος της αποσιώπησης της σοβιετικής συμβολής ενάντια στον ναζισμό εδράζεται, μεταξύ άλλων, και στο ακόλουθο γεγονός : Έως το 1944 ο Κόκκινος Στρατός αντιμετώπιζε τη Βέρμαχτ και τα SS ουσιαστικά μόνος. Μόνο όταν τον Ιούνιο του 1944 κατέστη σαφές ότι η ΕΣΣΔ θα μπορούσε να καταλάβει, από μόνη της, τη Γερμανία επιχειρήθηκε επιτυχώς η δυτική απόβαση στη Νορμανδία και στη συνέχεια οι δυτικές χώρες επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για την κατάληψη στρατηγικών θέσεων εντός του γερμανικού εδάφους.

Το ιστορικό πλαίσιο: 

Η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών (Ιούνιος 1919) αντανακλούσε τις τεκτονικές κοινωνικές, οικονομικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις που συντελέστηκαν στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο από το 1871 και ύστερα. Οι ανωτέρω ραγδαίες μεταλλάξεις όχι μόνο δεν λύθηκαν, αλλά απεναντίας επιδεινώθηκαν μετά τη λήξη του «Μεγάλου Πολέμου». Επιπλέον, η γερμανική ενοποίηση υπό τον Μπίσμαρκ (Otto von Bismarck), ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτέλεσαν το ιστορικό προοίμιο των συμβάντων που σχετίζονται με την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ρωσική Επανάσταση (των Μπολσεβίκων) πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν η τσαρική Ρωσία, μαζί με τους συμμάχους της (το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και αργότερα τις ΗΠΑ), αντιμετώπιζε τις Κεντρικές Δυνάμεις (Τετραπλή Συμμαχία), ήτοι τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία. Αμέσως μετά, στις 8 Νοεμβρίου 1917, το δεύτερο Πανρωσικό Συμβούλιο των Σοβιέτ υιοθέτησε το «Διάταγμα για την Ειρήνη». Ο Λένιν έγραφε σχετικά: «… H πάλη για την ειρήνη είναι εν εξελίξει. Θα είναι μια δύσκολη μάχη. Ο διεθνής ιμπεριαλισμός κινητοποιεί όλες τις δυνάμεις του εναντίον μας…».i Σαν απάντηση οι συμμαχικές δυνάμεις της Εγκάρδιας συνεννόησης (Entente) συνασπίστηκαν εναντίον των Μπολσεβίκων. Στις 12 Νοεμβρίου 1918, η ηγεσία της συμμαχικής δυτικής διοίκησης δήλωσε : «Ο μπολσεβικισμός πρέπει να καταστραφεί… Είναι επίσης σημαντικό να ληφθούν απαρέγκλιτες εγγυήσεις σχετικά με τα χρέη της Ρωσίας απέναντι στην Entente».ii Εν συνεχεία, οι μεγάλες δυνάμεις της Entente αποφάσισαν τη στρατιωτική επέμβασή τους εναντίον της Ρωσίας: Η Γαλλία ανέλαβε τη συγκρότηση πολωνικού στρατού και τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία και στη Σιβηρία, η Ιταλία δεσμεύτηκε για τη συμμετοχή της στις ουκρανικές επιχειρήσεις, οι ΗΠΑ θα αναλάμβαναν τη διεύθυνση των συμμαχικών επιχειρήσεων στα πολωνικά εδάφη και η Μεγάλη Βρετανία επιφορτίστηκε με το στρατιωτικό έλεγχο της Βόρειας Ρωσίας, των Βαλτικών χωρών και την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Πολωνία.

Στις 3 Φεβρουαρίου 1918, οι Μπολσεβίκοι αποφάσισαν τη μονομερή διαγραφή του εξωτερικού και εσωτερικού δημόσιου χρέους της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η βαθύτερη αιτία δεν είχε ιδεολογική βάση: Οι Μπολσεβίκοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως να αποφύγουν την οποιαδήποτε παραχώρηση προς τις δυτικές δυνάμεις διότι γνώριζαν ότι οι τελευταίες επιθυμούσαν διακαώς τον αφανισμό τους. Έκτοτε επιδιώχθηκε παράλληλα και η προσπάθεια σύναψης διακριτών συνθηκών ειρήνης προκειμένου η σοβιετική Ρωσία να αντιμετωπίσει, ει δυνατόν ένα και μόνο συνασπισμό εχθρικών δυνάμεων. Η έξοδος της σοβιετικής Ρωσίας από τον Πόλεμο ολοκληρώθηκε με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ (3 Μαρτίου 1918). Επρόκειτο για μια άκρως δυσμενή διεθνή συμφωνία για τη Ρωσία, διότι αναγκάστηκε να παραδώσει σειρά ρωσικών εδαφών. Αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, της Γεωργίας και της Φινλανδίας, αποσύρθηκε από τα εδάφη της Πολωνίας και της Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία), τα οποία εφεξής θα ελέγχονταν από τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, και παραχώρησε στην Τουρκία τις περιοχές Καρς, Αρνταχάν και Μπατούμι. Η Ρωσία έχασε περίπου ένα εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ ο πληθυσμός της συρρικνώθηκε σημαντικά καθώς οι Ρώσοι που κατοικούσαν στις ανωτέρω περιοχές δεν αριθμούσαν μικρότερο ποσοστό από το ένα τρίτο του πληθυσμού επί τω συνόλω της Ρωσικής επικράτειας. Η χώρα απώλεσε επίσης το 33% της καλλιεργούμενης γεωργικής γης, το 27% των σιδηροδρομικών υποδομών, το 73% του σιδήρου και του χάλυβα, το 89% του υπό εξόρυξη άνθρακα, το 90% της παραγόμενης ζάχαρης.iii 

Ο Λένιν ερμήνευσε με τα ακόλουθα λόγια την ανωτέρω συμφωνία: «Κάναμε μια τρομακτική παραχώρηση στον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Ταυτόχρονα, κάνοντας αυτό, προφυλαχθήκαμε από την καταδίωξη και των δύο ιμπεριαλισμών».iv Πράγματι, οι όροι που επιβλήθηκαν στη Ρωσία ήταν πολύ σκληρότεροι από τους αντίστοιχους της Συνθήκης των Βερσαλλιών εις βάρος του Βερολίνου, τους οποίους η Γερμανία δεν σταμάτησε ποτέ να καταγγέλλει ως ασυμβίβαστους με την εθνική ασφάλειά της. Οι διαστάσεις που προκύπτουν, περιπλέκουν ακόμη περισσότερο το σύνθετο πολιτικό σκηνικό, φθάνοντας μέχρι τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο (Гражда́нская война́ в Росси́и), που σε συνδυασμό με τις ξένες επεμβάσεις αποτελεί ίσως την αιματηρότερη εμφύλια σύρραξη του 20ου αιώνα.

Προς το τέλος Οκτωβρίου 1918, η πτώση του Κάιζερ και του μοναρχικού καθεστώτος οδήγησε τη Γερμανία σε σοβαρή και παρατεταμένη πολιτική κρίση. Οι σοσιαλδημοκράτες και οι Κομμουνιστές αναδείχτηκαν σε πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία. Το 1919, οι μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις στο Βερολίνο κατέληξαν σε αποτυχία, με αποκορύφωμα την εξέγερση των Σπαρτακιστών και τέλος την εκτέλεση του Λίμπκνεχτ (Karl Liebknecht) και της Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg), επιφανών ηγετών του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που είχε αποσχισθεί από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Στις 13 Απριλίου 1919, σαν απάντηση στις ανεπάρκειες της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» συστάθηκε στο Μόναχο, αφού αποσχίστηκε από αυτή, η βραχύβια «Βαυαρική Σοβιετική Δημοκρατία» η οποία τελικά κατέρρευσε στις 5 Μαΐου 1919. 
Η πολιτική αναταραχή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια στη Γερμανία. Το 1923 ένα νέο κύμα βίας ξέσπασε από τη δυσαρέσκεια των εργατικών μαζών : Από τις 23 έως τις 25 Οκτωβρίου 1923, οι ταραχές έπληξαν το Αμβούργο. Στις 8 και 9 Νοεμβρίου, ο Αδόλφος Χίτλερ και το γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα αποτόλμησαν την εγκαθίδρυση δικτατορίας στο Μόναχο.

Οι ακριβείς λόγοι ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία είναι αδύνατο να εκτεθούν επαρκώς στα πλαίσια του παρόντος σημειώματος. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, όμως, να παρουσιάσουμε την άποψη του Γερμανού δικτάτορα για την εξωτερική πολιτική. «Εμείς οι Εθνικοσοσιαλιστές», γράφει ο Χίτλερ, «συνειδητά χαράσσουμε μια γραμμή κάτω από την εξωτερική πολιτική της προπολεμικής περιόδου. Επανεκκινούμε από εκεί που διακόψαμε εξακόσια χρόνια πριν. Σταματάμε την ατέλειωτη γερμανική κίνηση προς το νότο και τη δύση και γυρίζουμε το βλέμμα προς τη γη της Ανατολής. Επιτέλους διακόπτουμε την αποικιακή και εμπορική προπολεμική πολιτική και περνάμε στην εδαφική πολιτική του μέλλοντος. Και αν μιλάμε για εδάφη στην Ευρώπη, δεν μπορούμε να έχουμε τίποτα άλλο κατά νου παρά μόνο τη Ρωσία και τα υποτελή της συνοριακά κράτη».v Το εν λόγω χωρίο περιγράφει ευδιάκριτα τη χιτλερική αντιδραστική ουτοπική αντίληψη για την επέκταση της Γερμανίας στην Ανατολή σε βάρος της Ρωσίας. Πρόκειται για τη χιτλερική μετεξέλιξη της παλαιότερης θεωρίας του ζωτικού χώρου (Lebensraum), έννοια που αναπτύχθηκε στη Γερμανία από τον γεωπολιτικό αναλυτή και πολιτικό Χαουσχόφερ (Karl Ernst Haushofer).

Η σοβιετική πολιτική συλλογικής ασφάλειας: 1933-1938

Στις 8 Νοεμβρίου 1917, στο «Διάταγμα για την Ειρήνη», ο Λένιν δεσμεύτηκε για την κατάργηση της μυστικής διπλωματίας και τη διεξαγωγή ανοιχτών διαπραγματεύσεων ενώπιον του λαού. Στις 8 Ιανουαρίου 1919, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον (Thomas Woodrow Wilson) εισηγήθηκε στο Κογκρέσο δεκατέσσερα σημεία με σκοπό τον τερματισμό του πολέμου και τη χάραξη μιας νέας στρατηγικής από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ειδικότερα, στο πρώτο σημείο, γινόταν αναλυτική μνεία στις ανοιχτές μη ιδιωτικές διπλωματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κυρίαρχων κρατών. H συνακόλουθη ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ, Ιανουάριος 1920) έθεσε στη διακήρυξή της ως στόχο την οικουμενική προώθηση των ανωτέρω αξίων αναζητώντας τρόπους επίλυσης των ένοπλων συρράξεων μεταξύ των κρατών.

Το τέλος του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου, η ολοκλήρωση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής της σοβιετικής κυβέρνησης και η υλοποίηση του Πρώτου Πεντάχρονου Πλάνου (1928-1932) της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού της ΕΣΣΔ συνέβαλαν στη μετατροπή της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ) από αγροτική χώρα σε σύγχρονη για την εποχή εκείνη βιομηχανική δύναμη. Την ίδια περίοδο, στη Δύση, τα οικονομικά και διπλωματικά διλήμματα των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου διαδέχτηκε η Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση, μετά το κραχ της Γουόλ Στρίτ το 1929. Η ήττα των Κομμουνιστών στη Γερμανία, τα τεράστια οικονομικά προβλήματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (ο καλπάζων πληθωρισμός, κλπ), ο ανταγωνισμός μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας, ο νέος ρόλος που επιθυμούσαν να διαδραματίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον κόσμο, και ποικίλες λοιπές αιτίες οικονομικής και πολιτικής φύσης, συνέτειναν στην άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία της Γερμανίας, τον Ιανουάριο 1933. Η ναζιστική Γερμανία δεν απέκρυψε ποτέ την αναθεωρητική στάση της απέναντι στο status quo της συνθήκης των Βερσαλλιών. Το ζήτημα ήταν έναντι τίνος θα στρεφόταν κύρια η ενδεχόμενη επακόλουθη γερμανική επιθετικότητα.

Η σταδιακή επιδείνωση των γερμανο-σοβιετικών σχέσεων επιβαρύνθηκε περαιτέρω από την τετραπλή συμμαχία της Ρώμης (15 Ιουλίου 1933), των ακόλουθων χωρών: Γαλλίας, Αγγλίας, Ιταλίας και Γερμανίας, με άμεσο στόχο την αναθεώρηση του συστήματος των Βερσαλλιών. Αν και η Γαλλία δεν επικύρωσε τη συνθήκη, η Μόσχα εξέλαβε την ανωτέρω διπλωματική κίνηση ως μια προσπάθεια απομόνωσής της από την αρχιτεκτονική ασφάλεια στην Ευρώπη. Η Σοβιετική Ένωση έθεσε πλέον ως αρχικό στόχο την άρση της διεθνούς απομόνωσής της, απόρροια της επανάστασης και του εμφυλίου που επακολούθησε μετά την αποτυχημένη διεθνή επέμβαση των δυτικών χωρών στα ρωσικά εδάφη. Στις 29 Δεκεμβρίου 1933, λίγες μέρες πριν την έναρξη του 17ου Συνεδρίου του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος Μπολσεβίκων (26 Ιανουαρίου 1934), o Λαϊκός Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ, Λιτβίνοφ (Макси́м Макси́мович Литви́нов), εξέθεσε τις νέες κατευθύνσεις της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής: α. μη επέμβαση και ουδετερότητα έναντι οιασδήποτε ένοπλης σύρραξης, β. πολιτική ειρήνευσης απέναντι στην Ιαπωνία και στη Γερμανία παρά την καταφανή επιθετικότητα των εν λόγω κρατών κατά της ΕΣΣΔ, γ. συμμετοχή στην πολιτική συλλογικής ασφάλειας της ΚτΕ, δ. επιδίωξη βελτίωσης των σχέσεων της ΕΣΣΔ με τα δυτικά ευρωπαϊκά κράτη. Αρχικά, η πολιτική αυτή είχε θετικά αποτελέσματα για τους Σοβιετικούς. Τον Νοέμβριο 1933, η Σοβιετική Ένωση αναγνωρίστηκε διπλωματικά από τις ΗΠΑ. Οι διπλωματικές σχέσεις της Μόσχας αποκαταστάθηκαν επίσης και με την Ισπανία (Ιούλιος 1933). Τον Ιούνιο 1934, η Τσεχοσλοβακία και η Ρουμανία αναγνώρισαν την κρατική υπόσταση της ΕΣΣΔ. Ακολούθησαν η Ουγγαρία, η Βουλγαρία και η Αλβανία, ενώ το 1935 το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Κολομβία υιοθέτησαν την ίδια γραμμή πλεύσης αναγνωρίζοντας διπλωματικά τη Σοβιετική Ένωση. Τον Σεπτέμβριο 1934, η ΕΣΣΔ εντάχθηκε στην ΚτΕ και έγινε άμεσα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου της. 

Αυτή η εξέλιξη σήμαινε πρακτικά ότι η Σοβιετική Ένωση αντικαθιστούσε επίσημα ως μεγάλη δύναμη την πρώην Ρωσική Αυτοκρατορία εντός της διεθνούς κοινότητας, η οποία την είχε αποβάλλει από τις τάξεις της δεκαέξι χρόνια νωρίτερα.

Το βασικό πρόβλημα της διατήρησης της Ειρήνης απασχολούσε τη Γηραιά Ήπειρο καθόλη τη δεκαετία του 1920.vi Στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες το θεώρημα των περιφερειακών –τοπικών- πολέμων διαδιδόταν με γοργούς ρυθμούς. Απέναντι σε αυτές τις θεωρητικές προσεγγίσεις, η ΕΣΣΔ αντέταξε την ιδέα της ενιαίας και αδιαίρετης ειρήνης. Η φράση «η ειρήνη είναι αδιαίρετη» σήμαινε ότι ο μικρότερος περιφερειακός πόλεμος, και ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο, θα μπορούσε να μετατραπεί σε παγκόσμιο. Η σοβιετική εξωτερική πολιτική εκκινούσε από δύο αρχές: α. τη συλλογική ασφάλεια μέσω της ΚτΕ, β. την περιφερειακή διατήρηση της ειρήνης μέσω κατάλληλων αμοιβαίων τοπικών συμμαχιών σε περίπτωση όπου η ΚτΕ αδυνατούσε να υιοθετήσει και να επιβάλει μέτρα εις βάρος των επιτιθέμενων κρατών.

Η όλη αρχιτεκτονική συλλογικής ασφάλειας της Κοινωνίας των Εθνών υπέστη πολύ γρήγορα σοβαρές δοκιμασίες σε επίπεδο διεθνών σχέσεων κατά τη δεκαετία του 1930. Στις 14 Δεκεμβρίου 1933, η Σοβιετική Ένωση πρότεινε στην Πολωνία ένα σχέδιο συνεννόησης σχετικά με τις Χώρες της Βαλτικής, επιδιώκοντας τη διαφύλαξη της ειρήνης στην Ανατολική Ευρώπη. Στις 19 Δεκεμβρίου 1933, η Πολωνική Κυβέρνηση απάντησε ότι αποδέχεται επί της αρχής τη σοβιετική πρωτοβουλία. 

Ωστόσο, στις 26 Ιανουαρίου 1934 υπεγράφη μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας «Διακήρυξη μη επιθετικότητας». Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, ο Λιτβίνοφ ενημέρωσε τον Πολωνό Υπουργό Εξωτερικών Μπεκ (Józef Beck) ότι η σοβιετική κυβέρνηση αξιολογούσε το γερμανο-πολωνικό σύμφωνο μη επίθεσης ως σοβαρή απειλή για την ασφάλειά της.

Απέναντι σε αυτό τον κίνδυνο, η Γαλλία και η Ρωσία δεν θα μπορούσαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο τη γαλλορωσική συμμαχία (1891-1917) του 1891, όταν οι δύο χώρες είχαν δεσμευθεί να υποστηριχθούν αμοιβαίως στρατιωτικά σε περίπτωση που θα δέχονταν επίθεση από μία εκ των χωρών της Τριπλής Συμμαχίας (1882-1914), ήτοι τη Γερμανική Αυτοκρατορία, την Αυστοουγγαρία και το Βασίλειο της Ιταλίας; Προς τα τέλη του Μάϊου 1934, ο Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Μπαρτού (Jean Louis Barthou) υπέβαλε στη σοβιετική κυβέρνηση δύο προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Η πρώτη στόχευε στην ανάσχεση της γερμανικής επιθετικότητας μέσω μιας συνθήκης που θα συμπεριλάμβανε τις ακόλουθες χώρες: Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Γερμανία, Χώρες της Βαλτικής, Φιλανδία και Σοβιετική Ένωση.vii Η δεύτερη προέβλεπε τη σύναψη γαλλο-σοβιετικού συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας. Όμως ο αιφνίδιος θάνατος του Μπαρτού (9 Οκτωβρίου 1934) στη Μασσαλία, υπό συνθήκες που δεν έχουν ακόμα διαλευκανθεί πλήρως από την ιστορική έρευνα, ανέκοψε την προσπάθεια σύναψης ειρήνης στην Ανατολική Ευρώπη. Η δεύτερη, ωστόσο, εισήγησή του κατέληξε στο γαλλο-σοβιετικό σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας (2 Μάϊου 1935). Σε αντίθεση, όμως, με τη γαλλορωσική συμμαχία του 1891, η τελευταία δεν εμπεριείχε καμία στρατιωτική δέσμευση.

Η επικύρωση της ανωτέρω Συνθήκης από τη Γαλλία αποτέλεσε την αφορμή επαναστρατιωτικοποίησης της Ρηνανίας από τη ναζιστική Γερμανία. Η κίνηση αυτή του Χίτλερ, με την ανοχή της Αγγλίας και της Γαλλίας, τροποποίησε ριζικά όλες τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη. Η επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας καθιστούσε αναξιόπιστες πλέον τις εγγυήσεις της Γαλλίας απέναντι στην ΕΣΣΔ στο βαθμό όπου ο γαλλικός στρατός δεν διέθετε πλέον καμία ευχέρεια κινήσεων απέναντι στη Γερμανία. Οι δεσμεύσεις της γαλλικής κυβέρνησης έναντι των ανατολικών χωρών τίθονταν εν αμφιβόλω καθώς οιαδήποτε παροχή γαλλικής βοήθειας θα σήμαινε πρακτικά τη διέλευση του γαλλικού στρατού από γερμανικά εδάφη, καθιστώντας επισφαλή τη στρατιωτική θέση ακόμα και της ίδιας της Γαλλίας. Η βοήθεια προς μία εκ των χωρών της κεντρικής ή ανατολικής Ευρώπης εξαρτάτο εφεξής από ένα μελλοντικό διακανονισμό μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. 

Εξάλλου, η Πολωνία αρνείτο κατηγορηματικά να επιτρέψει την είσοδο ξένων στρατευμάτων στο έδαφος της για την προστασία οποιασδήποτε άλλης χώρας.

Το σύστημα συλλογικής ασφάλειας της ΚτΕ έμελλε, όμως, να δεχτεί ένα ακόμα ισχυρό πλήγμα. Για τους ιθύνοντες της ΕΣΣΔ, η επέμβαση της Ιταλίας στην Αβησσυνία (Αιθιοπία, 1935-1936) και η αδυναμία επιβολής κυρώσεων από την ΚτΕ αποτέλεσε μια σαφέστατη ένδειξη των ορίων της «συλλογικής ασφάλειας» καθιστώντας αναγκαία την εκπόνηση μιας νέας στρατηγικής από το Κρεμλίνο. Σε αυτά τα γεγονότα προστέθηκε και ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος (Ιούλιος 1936-Απρίλιος 1939). Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική των άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενων μεγάλων δυνάμεων, η εμφύλια σύρραξη στην Ισπανία είχε μόνο για τους αγωνιζόμενους ιδεολογικό ενδιαφέρον, ενώ για τους κυβερνώντες το διακύβευμα ήταν περισσότερο γεωπολιτικό. Η στήριξη του στρατηγού Φράνκο από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι κατά των Δημοκρατικών Δυνάμεων σήμαινε ότι ο εμφύλιος πόλεμος μετατρεπόταν σε ένα στρατιωτικό εργαστήριο πειραματισμού όπου η Γερμανία θα μπορούσε να αξιολογήσει την πρόοδο των προγραμμάτων επαναστρατιωτικοποίησής της και την αποτελεσματικότητα του εξοπλισμού της. Επιπλέον, τον Νοέμβριο 1936, υπεγράφη στο Βερολίνο η συνθήκη Γερμανίας και Ιαπωνίας που στρεφόταν εναντίον της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) και είχε ως στόχο την ανάσχεση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στον κόσμο. Τον Νοέμβριο 1937, η φασιστική Ιταλία, εντάχθηκε με τη σειρά της στο σύμφωνο Αντί-Κομιντέρν.

Από τον «αντιμπολσεβικισμό» στη Συμφωνία του Μονάχου (1938)

Τον Μάιο 1937, ο Τσάμπερλειν (Arthur Neville Chamberlain) διορίστηκε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας. Ο μετέπειτα υπουργός εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Λόρδος Χάλιφαξ (Edward Frederick Lindley Wood, 1st Earl of Halifax), ο οποίος αντικατέστησε τον Ήντεν (Robert Anthony Eden) στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αγγλίας στις 20 Φεβρουαρίου 1938, μετέβη στη Γερμανία τον Νοέμβριο 1937 ως εκπρόσωπος της αγγλικής κυβέρνησης, κατόπιν πρότασης του Γκαίρινγκ (Hermann Göring). Ο Λόρδος Χάλιφαξ αναζήτησε την εγκαθίδρυση διαύλων προσωπικής επικοινωνίας με τον Χίτλερ για την καλύτερη αμοιβαία κατανόηση μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας. 

Το ζήτημα αυτό απασχόλησε τους δύο πολιτικούς άνδρες τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Η ακόλουθη, άκρως απόρρητη, συνομιλία, η οποία απόκειται στα Προεδρικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, είναι χαρακτηριστική: «Λόρδος Χάλιφαξ:… Και άλλα μέλη της βρετανικής κυβέρνησης αναγνωρίζουν ότι ο Φύρερ πέτυχε πολλά περισσότερα από όσα η ίδια η Γερμανία: Ως αποτέλεσμα της καταστροφής του κομμουνισμού στη χώρα του, μπλόκαρε την πορεία του τελευταίου προς τη Δυτική Ευρώπη, και ως εκ τούτου η Γερμανία μπορεί δικαίως να θεωρηθεί ως οχυρό της Δύσης ενάντια στον μπολσεβικισμό. Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας είναι της άποψης ότι υπάρχει πλέρια δυνατότητα επίλυσης του θέματος (αμοιβαίας κατανόησης, Ν.Π) μέσω ανοικτής ανταλλαγής απόψεων. Ακόμα και πολύπλοκα προβλήματα μπορούν να απλοποιηθούν διαμέσου αμοιβαίας καλής πίστης. Εάν η Γερμανία και η Αγγλία κατορθώσουν να επιτύχουν μία συμφωνία, ή έστω να την προσεγγίσουν, τότε, κατά την άποψη της Αγγλίας, θα ήταν αναγκαίο να κληθούν στις συζητήσεις κι εκείνες οι χώρες οι οποίες πολιτικώς βρίσκονται κοντά στη Γερμανία και στην Αγγλία. 
Στην περίπτωση αυτή, αναφερόμαστε στην Ιταλία και τη Γαλλία, και πρέπει, ευθύς εξαρχής, να καταστεί σαφές ότι η αγγλο-γερμανική συνεργασία δεν σημαίνει κατ’ ουδένα τρόπο μηχανορραφία εναντίον της Ιταλίας ή της Γαλλίας. Δεν πρέπει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο άξονας Βερολίνου-Ρώμης ή οι καλές σχέσεις μεταξύ Λονδίνου και Παρισίου υφίστανται ζημία λόγω της γερμανο-αγγλικής προσέγγισης. Πέραν τούτου, όταν η γερμανο-αγγλική προσέγγιση θα έχει προετοιμάσει το έδαφος, οι τέσσερεις μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις οφείλουν από κοινού να δομήσουν τη βάση επί της οποίας μπορεί να εγκαθιδρυθεί διαρκής ειρήνη στην Ευρώπη. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει ουδεμία εκ των τεσσάρων δυνάμεων να εκπέσει από αυτή τη συνεργασία, δοθέντος ότι, σε μία τέτοια περίπτωση, η αβέβαιη κατάσταση που βιώνουμε τώρα δεν πρόκειται να λάβει οριστικό τέλος».viii

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι «η συντριβή του κομμουνισμού» στη Γερμανία από τον Χίτλερ θα έπρεπε να μετατραπεί σε ξεκάθαρη διεθνή και δεσμευτική συμμαχία μεταξύ των ως άνω αναφερόμενων δυτικών δυνάμεων, ήτοι Γερμανία, Ιταλία, Αγγλία και Γαλλία. Είναι πρόδηλο ότι ο συνειδητός αποκλεισμός της ΕΣΣΔ από την «ευρωπαϊκή συλλογική ασφάλεια» ερμηνεύθηκε από το Κρεμλίνο ως συντονισμένη προσπάθεια απομόνωσης της Μόσχας από τη Δύση, και κατ’ επέκταση ως θανάσιμος κίνδυνος για τη βιωσιμότητα της Σοβιετικής Ένωσης. Μολονότι η Βρετανία θέλησε να χρησιμοποιήσει τον Χίτλερ ως «πληρεξούσιο» της αντικομμουνιστικής σταυροφορίας των δυτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο Γερμανός δικτάτορας επιθυμούσε την ανατροπή ολόκληρου του υπάρχοντος status quo, κάτι που απειλούσε ευθέως τόσο τα οικονομικά όσο και τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα της Αγγλίας και των λοιπών δυτικών ευρωπαϊκών κρατών. Η απάντησή του Χίλτερ στον Λόρδο Χάλιφαξ δεν αφήνει ουδεμία παρερμηνεία: «… Φύρερ: Η τραγωδία εδράζεται στο ότι η Αγγλία και η Γαλλία ακόμα δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι η Γερμανία, η οποία δυνάμει της τάξης της Βεστφαλίας ήταν καταδικασμένη να μην υφίσταται παρά μόνο ως θεωρητική έννοια για 250 χρόνια, έγινε πραγματικότητα τα τελευταία 50 χρόνια».ix

Όπως προκύπτει από τα ως άνω αναφερόμενα, ο Αδόλφος Χίλτερ δεν ήταν ένας παρανοϊκός, ανόητος, δικτάτορας. Τουναντίον, κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του χρησιμοποίησε επιδέξια το «εθνικό γερμανικό ζήτημα», αποτέλεσμα του διαμελισμού της Γερμανικής Αυτοκρατορίας μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η μετέπειτα παθητικότητα των δυτικών δυνάμεων απέναντι στην ένωση της Γερμανίας με την Αυστρία (Anschluss, Μάρτιος 1938) εδράζονταν στο ίδιο αντισοβιετικό πλαίσιο που περιέγραψε ο Λόρδος Χάλιφαξ στον Χίτλερ. Τον Μάρτιο 1938, η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε τη σύναψη μιας διεθνούς συνδιάσκεψης για τη μελέτη «των πρακτικών μέτρων ενάντια στην ανάπτυξη της επιθετικότητας και τον κίνδυνο μιας νέας παγκόσμιας αιματοχυσίας». Η Γαλλία αρνήθηκε να απαντήσει και η Βρετανία αξιολόγησε το αίτημα ως ανεπίκαιρο. Υπό το φως των ανωτέρω συμβάντων, η συνακόλουθη επιθετικότητα της Γερμανίας απέναντι στην Τσεχοσλοβακία συνιστούσε μία πράξη πολιτικού εκβιασμού : Την άνοιξη του 1938, ο γερμανικός τύπος, που εξυμνούσε τις ειρηνικές νίκες του Χίτλερ, διεξήγαγε μια δυναμική εκστρατεία απαιτώντας την υλοποίηση των αιτημάτων των Γερμανών που ζούσαν στη Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας. Το Σουδητικό Γερμανικό Κόμμα, με επικεφαλής τον Κόνραντ Χένλαϊν (Konrad Ernst Eduard Henlein), πρωτοστάτησε στην ιδέα της «επιστροφής όλων των Γερμανών σε ένα ενιαίο Ράιχ». H συμφωνία του Μονάχου (29-30 Σεπτεμβρίου 1938) μεταξύ των μεγάλων δυτικών δυνάμεων (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία) –ακριβώς όπως την είχε εμπνευστεί ο Λόρδος Χάλιφαξ- σηματοδότησε τον ενταφιασμό του συστήματος συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη. Τα νέα ορισθέντα τσεχοσλοβάκικα σύνορα ακολουθούσαν πρωτίστως στρατηγικές επιδιώξεις και όχι εθνογραφικά γεωγραφικά όρια. Οι Τσεχοσλοβάκοι υποχρεώθηκαν να παραδώσουν την περιοχή Τέσχεν στην Πολωνία, η οποία έσπευσε να εισβάλλει, και να αποδεχτούν την παροχή σημαντικών σλοβακικών εδαφών στην Ουγγαρία. Ένας νέος γεωγραφικός διακανονισμός των τσεχοσλοβάκικων εδαφών, μεταξύ Σλοβάκων και Ούγγρων, τελούσε πλέον υπό την εποπτεία της φασιστικής Γερμανίας και Ιταλίας. Η Συνθήκη του Μονάχου -στην οποία η Μόσχα ουδέποτε προσκλήθηκε- αποτέλεσε τη διπλωματική carte blanche για τη μετέπειτα γερμανική επιθετικότητα. Ως προς την εν λόγω συμφωνία αξίζει να παραθέσουμε τις σκέψεις του Χίτλερ λίγο πριν την αυτοκτονία του, στο Βερολίνο, τον Φεβρουάριο 1945: «Έπρεπε να εισέλθουμε στον πόλεμο το 1938. Παρόλο ότι δεν ήμασταν οι ίδιοι πλήρως προετοιμασμένοι, ήμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι από τον εχθρό. Ο Σεπτέμβριος 1938 θα ήταν η πιο ευνοϊκή ημερομηνία. Και τι τύχη είχαμε να περιορίσουμε τη σύγκρουση».x

Η πολιτική «κατευνασμού» του Χίτλερ εκ μέρους των μεγάλων δυτικών δυνάμεων ισοδυναμούσε, στις πολιτικές συνθήκες του 1930, με εν λευκώ παρότρυνση της ναζιστικής Γερμανίας για εξάπλωση της προς την Ανατολή. Για την ΕΣΣΔ, η συμφωνία αυτή αποτέλεσε σημείο μη επιστροφής καθώς το καλοκαίρι του 1938 η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζε ήδη τα ιαπωνικά στρατεύματα, που είχαν εισβάλλει στην ανατολική Σιβηρία, εν συνεχεία στη Μογγολία, και ο κίνδυνος διαμελισμού της σοβιετικής Ρωσίας, από μια διμέτωπη σύγκρουση ήταν ορατός. Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, η Σοβιετική Ένωση τροποποίησε ριζικά την εξωτερική πολιτική της: Το Σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ (Αύγουστος 1939) αποτέλεσε την προσωπική διπλωματική απάντηση του Ιωσήφ Στάλιν στις χώρες της Δύσης, που πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να προσεταιριστούν τον Χίτλερ με ιδεολογικά αντικομμουνιστικά αιτήματα, ενώ το ναζιστικό quid pro quo στους δυτικούς πολιτικούς ήταν η επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Πολωνίας.

Το Σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ

Οι βαθύτερες αιτίες της υπογραφής του συμφώνου είναι πολιτικής φύσεως: Ο Χίτλερ επεδίωκε την αναθεώρηση του status quo ante (Συνθήκη των Βερσαλλίων) μέσω της αντισοβιετικής σταυροφορίας του. Σε περίπτωση νίκης του, μεγάλο τμήμα του ευρω-ασιατικού χώρου θα κυριαρχείτο από γερμανικά κεφάλαια και στρατιωτικές γερμανικές μονάδες, απειλώντας τόσο τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης όσο και τις ΗΠΑ. Αντίθετα, η ΕΣΣΔ εκκινούσε από θέσεις ενεργητικής άμυνας. Ο Στάλιν επεδίωκε την εξασφάλιση των σοβιετικών συνόρων, έστω και μέσω ενός «ιδιότυπου» fait accompli, τη συμμαχία με τη ναζιστική Γερμανία. Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία του συμφώνου : ο πολιτικός χρόνος και η γεωπολιτική. Η ναζιστική Γερμανία επιθυμούσε διακαώς τη δημιουργία των κατάλληλων γεωγραφικών και οικονομικών συνθηκών προκειμένου να επιτεθεί στην ΕΣΣΔ. Για τον Χίτλερ, η κατάληψη της Πολωνίας ήταν αναντίρρητα βασικός στόχος. Ταυτόχρονα η αποφυγή του πολέμου σε δύο μέτωπα ήταν μια ακόμα καίρια επιδίωξη της Γερμανίας. Εάν η Δύση δεν επιθυμούσε να συμμετάσχει στον διαμελισμό της Πολωνίας, η «αδρανοποίηση» της δυτικής Ευρώπης δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μιας συμφωνίας με τους Σοβιετικούς;

Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση δεν αμφέβαλε ούτε στιγμήxi –λόγω των κατασκοπευτικών της επιχειρήσεων αλλά και των προγενέστερων ανοικτών δηλώσεων μίσους του Αδόλφου Χίτλερ- για τα μελλοντικά στρατιωτικά επεκτατικά πλάνα της Βέρμαχτ εις βάρος της ΕΣΣΔ. Το βασικό ζητούμενο για τους ηγέτες του Κρεμλίνου ήταν η προσπάθεια αναβολής της γερμανικής στρατιωτικής επιχείρησης για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ήταν δυνατό, δοθέντος ότι ο Κόκκινος Στρατός είχε ήδη δεχθεί αξιοσημείωτα εσωτερικά πλήγματα κατά τη διάρκεια των σταλινικών κατασταλτικών επιχειρήσεων (1937-1938). Επίσης, η ανώτατη πολιτική σοβιετική ηγεσία αντιμετώπιζε ήδη στρατιωτικά την ιαπωνική προσπάθεια διείσδυσης στη Σιβηρία και επιζητούσε την αποφυγή ενός διμέτωπου πολέμου. Η γερμανική επιθετικότητα και η χιτλερική πολεμική διάθεση αναθεώρησης του ευρωπαϊκού χάρτη, με άλλα λόγια η βούληση βίαιης κατάργησης κάθε δυνητικής ισορροπίας εκ μέρους του Γερμανικού Τρίτου Ράιχ, ήταν ipso facto πραγματικότητες και ουδεμία σχέση έχουν με την υπογραφή της συμφωνίας Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ. Στις 11 Αυγούστου 1939, λίγο πριν την αναχώρηση του Ρίμπεντροπ για τη Μόσχα, ο Χίτλερ δήλωσε στον Κάρλ Μπρούκχαρτ (Carl Burckhardt), Ελβετό Επίτροπο της ΚτΕ στο διάδρομο του Ντάντσιχ στην Πολωνία: «… Ό,τι αναλαμβάνω, κατευθύνεται εναντίον των Ρώσων. Αν η Δύση είναι τόσο ηλίθια και τυφλή για να το καταλάβει, τότε θα υποχρεωθώ να καταλήξω σε συμφωνία με τους Ρώσους, να κτυπήσω τη Δύση και στη συνέχεια μετά την ήττα τους να στραφώ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης με όλες μου τις δυνάμεις. Χρειάζομαι την Ουκρανία έτσι ώστε να μη λιμοκτονήσουμε, όπως συνέβη στον τελευταίο πόλεμο».xii

Η δυνάμει αντιδραστική χιτλερική ουτοπική αντίληψη του Lebensraum τέθηκε σε εφαρμογή ύστερα από την καταστροφή κάθε συστήματος ευρωπαϊκής συλλογικής ασφάλειας. Την περίοδο 1933-1939 η βασική πολιτική του Χίτλερ καθορίστηκε από την επέκταση προς Ανατολάς. Η σοβιετική διπλωματία της ίδιας περιόδου δεν είχε επεκτατικές επιδιώξεις. Αντιθέτως, στόχευε στην ενεργητική ανάσχεση της γερμανικής επιθετικότητας με σκοπό την ασφάλεια της ΕΣΣΔ. Η σοβιετική Ρωσία πλήρωσε το μεγαλύτερο «φόρο» αίματος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: 28 εκατομμύρια νεκροί σε συνδυασμό με σημαντική καταστροφή των βιομηχανικών και οικονομικών υποδομών της χώρας. Ωστόσο, και οι λοιπές Ευρωπαϊκές δυτικές χώρες πλήρωσαν πολύ ακριβό τίμημα, τόσο σε επίπεδο ανθρωπίνων θυμάτων όσο και σε οικονομικό, για την προσπάθεια – άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα- σύμπλευσης με τη ναζιστική Γερμανία, ενάντια στην ΕΣΣΔ. Κατά συνέπεια, πριν τη διατύπωση τελεολογικών θέσεων, η ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απαιτεί συνδυαστική μελέτη αντιτιθέμενων αρχειακών πηγών και, συνακόλουθα, κατανόηση των διαφορετικών και πολύπλοκων οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών, γεωπολιτικών και τελικώς στρατιωτικών προτεραιοτήτων των άμεσα εμπλεκόμενων δυνάμεων.

Αντι επιλόγου:

Η προσπάθεια αμφισβήτησης της σοβιετικής συνεισφοράς εναντίον του ναζισμού ενέχει πολιτική σκοπιμότητα : Είναι ξεκάθαρο ότι επιχειρείται ο συμψηφισμός των θυτών με τα θύματα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ΕΣΣΔ κατά την περίοδο της σταλινικής διακυβέρνησης πλήρωσε βαρύ κοινωνικό τίμημα κατά τη διάρκεια της απαραίτητης παραγωγικής ανάπτυξης της χώρας. Ωστόσο, οι κοινωνικοί περιορισμοί, οι διώξεις, και η περίοδος καταστολής κατά την περίοδο 1936-1939 δεν δύναται να αποτελεί ένα διαρκές «άλλοθι» για πλήθος δυτικών χωρών, που ήδη από την περίοδο του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου, επιβουλεύονταν, οργάνωναν, χρηματοδοτούσαν και επιθυμούσαν διακαώς τον πλήρη αφανισμό της Σοβιετικής Ένωσης στα πλαίσια της αντικομμουνιστικής «σταυροφορίας» της εποχής. Η απόκρυψη των ευθυνών της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και συνακόλουθα της Δύσης αντισταθμίζεται από την προσφυγή στη θεωρία του «ολοκληρωτισμού». Η επανεγγραφή της ιστορίας είναι η μετεξέλιξη της παραχάραξης στη σημερινή συγκυρία. Είναι πράξη πολιτική καθώς ενέχει ξεκάθαρη πολιτική σκοπιμότητα. Η αναθεώρηση της ιστορίας στηρίζεται σε μια επίπλαστη θεωρητική κάλυψη χωρίς την αντίστοιχη επιστημονική τεκμηρίωση. Η αμφισβήτηση των ιστορικών θεσφάτων και η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας είναι πράξεις θεμιτές και αναγκαίες. Η μεθοδολογία που προστατεύει τους ιστορικούς ερευνητές από τα λάθη και τις παρερμηνείες και που ταυτόχρονα εμποδίζει την προσπάθεια ατεκμηρίωτης επανεγγραφής-αναθεώρησης της ιστορίας είναι η έρευνα βάσει συγκεκριμένου αρχειακού υλικού.
Ειδικότερα, οι σχετικώς πρόσφατες δηλώσεις Πολωνών αξιωματούχων αναφορικά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εντάσσονται σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική φαλκίδευσης της ιστορίας. 

Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου -[19 Σεπτεμβρίου 2019, 2019/2819 RSP]- «για τη σημασία της ευρωπαϊκής μνήμης για το μέλλον της Ευρώπης » συμπυκνώνει, διαρθρώνει και επικαθορίζει τόσο τις πολωνικές δηλώσεις όσο και τις ενωσιακές διαθέσεις απέναντι στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ανωτέρω ψήφισμα εκκινεί από την παραδοχή ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος «ξέσπασε ως άμεση συνέπεια του διαβόητου γερμανο-σοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης της 23ης Αυγούστου 1939». Η ενωσιακή πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της πολωνικής, διατείνεται ότι η συνθήκη μη επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας αποτέλεσε το εφαλτήριο της γερμανικής επιθετικότητας εναντίον της Πολωνίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα επιχειρήματα αυτού του επιπέδου δεν είναι διόλου αρτισύστατα: Ήδη από το 1939-1940 πολιτικοί αναλυτές και ιστορικοί της Δύσης προσπαθούσαν να κηλιδώσουν την πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης κατά την προσπάθεια προάσπισης των εθνικών της συμφερόντων και της στρατιωτικής ασφάλειάς της. Το Σύμφωνο Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ (Αύγουστος 1939), η τελευταία συνθήκη μη επίθεσης που υπέγραψε η ναζιστική Γερμανία πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτέλεσε τη διπλωματική απάντηση της Μόσχας στις χώρες της Δύσης. 

Στόχος: η αποφυγή έκθεσης της ΕΣΣΔ σε δύο μέτωπα, η καθυστέρηση της γερμανικής επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και τελικώς η σοβιετική πρόταση υπαγωγής των εθνικών διαφορών στον ρεαλισμό της ισορροπίας δυνάμεων, απαρέγκλιτη αρχή κάθε σχετικώς σταθερού συστήματος διεθνών κρατικών σχέσεων.

Η παρούσα ιστορική τάση επανεγγραφής της ιστορίας ως προς τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είναι ένα καινοφανές ακαδημαϊκό ζήτημα. Κατά τη δεκαετία του 1970 η ακαδημαϊκή κοινότητα ορισμένων δυτικών κρατών χρησιμοποίησε τις έρευνες του Γερμανού ιστορικού E. Nolte με άμεσο και μοναδικό πολιτικό σκοπό την αναθεώρηση της ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Η παρούσα λοιπόν τάση στηλίτευσης των αγώνων της Σοβιετικής Ένωσης κατά του φασισμού αντλεί και σταχυολογεί όλο τον επιχειρηματικό καμβά της από το ψυχροπολεμικό παρελθόν και ως προς αυτό δεν καινοτομεί. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους αξίζει να θυμόμαστε ότι η ήττα του Γ’ Ράιχ και των συμμάχων του δεν επήλθε από τον βαρύ ρωσικό χειμώνα αλλά από την τεράστια και γεμάτη αυταπάρνηση προσπάθεια και γενναιότητα του σοβιετικού λαού και του σοβιετικού κράτους.


- του Νίκου Παπαδάτου, επισκέπτη καθηγητή στο τμήμα Ιστορίας, πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών κινημάτων του Κρατικού Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας


*Ο Νίκος Παπαδάτος είναι επισκέπτης καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας, πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών κινημάτων του Κρατικού Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας

 *Τμήμα του εν λόγω άρθρου δημοσιεύτηκε από το περιοδικό θεωρίας και πολιτισμού ΟΥΤΟΠΙΑ, Αφιέρωμα στον Ισπανικό εμφύλιο Πόλεμο, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος 2019, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, Αθήνα 2020.
***
Στην κεντρική φωτογραφία του δημοσιεύματος η συμφωνία μη επίθεσης μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ, όπως ακριβώς αποχαρακτηρίστηκαν από το Υπουργείο Άμυνας της Ρωσικής Ομοσπονδίας το 2019.
Ακολουθεί το συμπληρωματικό-επιπρόσθετο πρωτόκολλο της ίδια συμφωνίας και αμέσως μετά η πρώτη σελίδα η πρώτη σελίδα περί της βελτίωσης των αγγλο-γερμανικών σχέσεων, απόσπασμα του οποίου αναφέρεται στο άρθρο. 



***
i V.I. Lenin, Collected works, Vol 26, Progress Publishers, Μόσχα, 1964, σ. 316.
ii From the History of the Civil War in the USSR, Documents and Materials, Vol. I, Μόσχα, 1960, σ. 57.
iii Ксенофонтов И. Н., Мир, которого хотели и который ненавидели : Докум. репортаж [о заключении Брест. мир. договора].   Политиздат, Μόσχα, 1991, σ. 363, 364.
iv V.I. Lenin, Collected works, Progress Publishers, Μόσχα, 1964, Vol 27, σ. 237.
v Adolph Hitler, Mein Kampf, Λονδίνο, 1974 (Μετάφραση Manheim), σ. 598. Η υπογράμμιση δική μας.
vi Μια διεξοδική ανάλυση των Συμφωνίων του Ραπάλλο – Απρίλιος 1922, του Λοκάρνο – Οκτώβριος 1925, της Συνθήκης των Παρισιών Κέλογκ-Μπριάν (Kellogg–Briand Pact) – Αύγουστος 1928 περί του αφοπλισμού, δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του παρόντος σημειώματος.
vii Η εν λόγω συμφωνία αποκαλέστηκε από τον Γάλλο εμπνευστή της, Μπαρτού, «Λοκάρνο της Ανατολής».
viiiАрхив Президента Российской Федерации (ΑΠΡΦ), 3/63/85, φ. 109–110. Αρχείο του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ρωσικό δακτυλογραφημένο κείμενο.
ix Ibidem, φ. 110.
x The Testament of Adolf Hitler: The Hitler-Bormann Documents, Λονδίνο, 1961, σ. 84-85.
xi Οι σοβιετικές διαβουλεύσεις περί της ακριβούς ημερομηνίας επίθεσης της Βέρμαχτ εναντίον της ΕΣΣΔ, προϊόν οξείας δυσπιστίας του Στάλιν απέναντι στα δίκτυα πληροφόρησης των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, δεν αναιρούν το αντικειμενικό γεγονός της γνώσης από τη Μόσχα των επιθετικών πλάνων του Βερολίνου εναντίον της ΕΣΣΔ.
xii Carl Burckhardt, Meine danziger Mission, 1937-1939, Μόναχο, 1969, σ. 272


2 σχόλια:

  1. Εξαιρετικό κείμενο. Κάνεις πολύ καλή ενημερωτική δουλειά με τις Αναρτήσεις. Ενα μεγάλο μπράβο και καλή δύναμη σύντροφε. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ Παναγιώτη
      Ένα μεγάλο ευχαριστώ και τον Νίκο Παπαδάτο, που έγραψε, αυτό το κείμενο- μελέτη

      Διαγραφή

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου