Επιλογή γλώσσας

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Η σφαγή του Τλατέλολκο


Η σφαγή του Τλατέλολκο, 2/10/1968.

Χιλιάδες Μεξικανοί διαδηλώνουν κατά των Ολυμπιακών Αγώνων που πρόκειται να αρχίσουν στην πρωτεύουσα της χώρας. Η αστυνομία επιτίθεται με ιδιαίτερη σφοδρότητα και ανοίγει πυρ: 260 διαδηλωτές πέφτουν νεκροί και 1.200 τραυματίζονται.

Ήταν η νύχτα της Τετάρτης 2 Οκτωβρίου 1968, μόλις 10 ημέρες πριν την έναρξη της 19ης Ολυμπιάδας, όταν οι μεξικανικές δυνάμεις ασφαλείας άνοιξαν πυρ κατά των φοιτητών που διαδήλωναν στην Πλάσα ντε λας Τρες Κουλτούρας στη συνοικία Τλατελόλκο της Πόλης του Μεξικού. Εκατοντάδες σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν στα αιματηρά γεγονότα που εξελίχθηκαν ακριβώς όπως τα περιγράφει το ο απεσταλμένος του αμερικανικού περιοδικού Time (12.10.68). «Προειδοποίηση δεν υπήρξε, πέρα από τα δυσοίωνα τόξα που διέγραψαν ψηλά στον ουρανό κάτι πράσινες φωτοβολίδες. Ένας φοιτητής κάλεσε από το μικρόφωνο τους 6.000 ακροατές του `να πάνε σπίτι μετά το τέλος της συγκέντρωσης, για να αποφευχθεί μια άσκοπη αιματοχυσία’. Ξαφνικά, από μια γωνιά της πλατείας ξεπρόβαλλαν οι στρατιώτες. Σχημάτισαν ένα κορδόνι γύρω από το πλήθος κι ύστερα άρχισαν να προελαύνουν, πυροβολώντας και λογχίζοντας καθώς προχωρούσαν. (….) Για δέκα λεπτά, μαζικοί πυροβολισμοί αντηχούσαν στην πλατεία, ενώ σποραδικά πυρά συνεχίστηκαν για μίαν ακόμη ώρα.».

 

Οι νεκροί ξεπέρασαν τελικά τους 400. Περισσότεροι από 1.300  συνελήφθησαν, ενώ πολλοί εξ αυτών βασανιστήκαν και εξαφανίστηκαν. Ο μεξικανικός στρατός μάζεψε τα πτώματα και με ελικόπτερα τα πέταξε στη θάλασσα…

 

Το πανίσχυρο φοιτητικό κίνημα με τις κινητοποιήσεις του συνιστούσε τη μεγαλύτερη απειλή έναντι του νόμου και της τάξης αλλά και του αναμενόμενου σόου των Ολυμπιακών της Coca Cola και των άλλων πολυεθνικών. Εξάλλου, η μεξικανική κυβέρνηση είχε ήδη ξοδέψει 150 εκατομμύρια δολάρια για την προετοιμασία των αγώνων, ποσό μεγαλύτερου του 1 δις σήμερα. Έτσι για να προστατευθεί η επένδυση και για να ευχαριστηθούν οι ολυμπιακοί επισκέπτες, η εντολή δώθηκε και από τις ριπές  των πολυβόλων το φοιτητικό κίνημα πνίγηκε στο ίδιο του αίμα και συνετρίβη. Η σφαγή του Τλατελόλκο συγκαλύφθηκε εν ριπή οφθαλμού, ακριβώς με το ίδιο τρόπο που εκατοντάδες πυροσβέστες και εργαζόμενοι στο δήμο της πρωτεύουσας ξέπλυναν αμέσως το αίμα από τους δρόμους.

 

Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή κώφευσε σε απέστρεψε το βλέμμα. Ούτε καν κάποια διαμαρτυρία από τις συμμετέχουσες χώρες. Πώς θα ήταν δυνατό άλλωστε από τη στιγμή που η κυβέρνηση ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, για μια έγκαιρη και αποφασιστική επίλυση του «προβλήματος ασφαλείας» της χώρας τους; Οι μοναδικές αντιδράσεις προήλθαν κυρίως από ανθρώπους της διανόησης παγκοσμίως και εγχωρίως, όπως του ποιητή Οκτάβιο Πας, που παραιτείται από πρεσβευτής στην Ινδία και στέλνει την διαμαρτυρία του υπό τη μορφή ποιήματος: «Οι υπάλληλοι του Δήμου/ξεπλένουν το αίμα/στην πλατεία των ανθρωποθυσιών».

 

«Είναι η πρώτη φορά στη μακρά σταδιοδρομία μου που βλέπω στρατιώτες να πυροβολούν εναντίον ενός πλήθους στριμωγμένου και ανυπεράσπιστου», έγραψε η Οριάνα Φαλάτσι, απεσταλμένη τότε του περιοδικού «Εuropeo», η οποία βρισκόταν κοντά στα μέλη της απεργιακής επιτροπής όταν άρχισε η σφαγή. Δέχτηκε τρεις σφαίρες, στην πλάτη και στο πόδι, από τα ίδια πυρά του στρατιωτικού ελικοπτέρου που θέρισε και την ηγεσία των φοιτητών. «Η πλατεία είχε γίνει μία ποντικοπαγίδα, ένα θεόκλειστο κλουβί»… «όπου και εάν κοίταζες, έβλεπες ανθρώπους να σωριάζονται, και πιο πολύ πάνω στη σκάλα, γιατί εκεί οι περισσότερες γυναίκες προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο σπρώχνοντας όλες μαζί, χωρίς ποτέ να κατορθώσουν να φτάσουν σώες ως το τέρμα. Νόμιζες πως έβλεπες μια σκηνή από το φιλμ, το Θωρηκτό Ποτέμκιν» θα γράψει αργότερα η Φαλάτσι στο βιβλίο της «Βιετνάμ», που είναι το χρονικό των αποστολών της ιταλίδας δημοσιογράφου στο “βρώμικο πόλεμο” της Ινδοκίνας αλλά έχει ως επίλογο τη σφαγή του Τλατελόλκο.

 

Μέχρι σήμερα, κανείς στρατιωτικός ή μέλος της κυβέρνησης δεν έχει κατηγορηθεί ή παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη για να λογοδοτήσει για τη σφαγή, η οποία ωστόσο στοιχειώνει ακόμη τη συλλογική μνήμη και συνείδηση του Μεξικού και της οικουμένης. Η συγκάλυψη συνεχίζεται,  παρά τις έρευνες που διεξήχθησαν εξαιτίας της συνεχιζόμενης κατακραυγής, από τους πρώην προέδρους Ερνέστο Σεντίγιο και Βινσέντε Φοξ. Ο μοναδικός που έχει παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για γενοκτονία, ήταν ο πρώην πρόεδρος Λουίς Ετσεβαρία, το 2006. Μετά από τρία χρόνια που η υπόθεση σερνόταν απορρίφθηκε από το δικαστήριο καθώς «δεν υπήρχαν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία».

 

Πως όμως φτάσαμε στην αιματηρή νύχτα;

 

Από τις αρχές του 1968, το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο-UNAM αποτελούσε το θέατρο συγκρούσεων ανάμεσα σε αριστερούς και προοδευτικούς φοιτητές και τις φασιστικές ομάδες. Πυροδότης των συγκρούσεων η κατασταλτική δράση και τα συνεχόμενα κρούσματα βίας από παρακρατικές φασιστικές οργανώσεις με κυριότερη το Πανεπιστημιακό Κίνημα Ανανεωτικού Προσανατολισμού (MURO). Εντούτοις, τα γεγονότα που οδήγησαν στη σφαγή του Τλατελόλκο,  ξεκίνησαν εν μέσω θέρους. Στις 22 Ιουλίου κατά τη διάρκεια σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ φοιτητών των προπαρασκευαστικών σχολείων και των φιασιστών, το κράτος αποφάσισε να δράσει στέλνοντας τους granaderos (επίλεκτα σώματα του στρατού, γρεναδιέροι), ώστε να τερματιστούν οι διήμερες συγκρούσεις. Η απόφαση της κυβέρνησης να κινητοποιήσει τους granaderos, που μέχρι τότε αναπτύσσονταν μόνο σε κοινωνικές αναταραχές ευρείας κλίμακας και εμφύλιους, στο πλευρό και προς ενίσχυση των φασιστικών οργανώσεων, πολιτικοποίησε ακόμη περισσότερο και πυρπόλησε το θέατρο συγκρούσεων, το οποίο τροφοδοτούνταν φυσικά από τη δομή και τη λειτουργία της «τέλειας δικτατορίας» του «Θεσμικού Επαναστατικού Κόμματος» (PRI), που βρισκόταν στην εξουσία χωρίς διακοπή από το 1929 χάρη σε ένα μίγμα αμείλικτης καταστολής, εκτεταμένων πελατειακών δικτύων και «εθνικά υπερήφανης» εξωτερικής πολιτικής. Εξάλλου το «μεξικανικό θαύμα» είχε προ πολλού γίνει καπνός και δεν μπορούσε να «πουλήσει» ούτε καν φρούδες ελπίδες. Η δημοκρατία, ακόμη και αυτή η αστική δημοκρατία, ήταν είδος προς εξαφάνιση. Το χάσμα φτωχών και πλουσίων συνεχώς διευρυνόταν. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του 1969, το ανώτερο οικονομικά 20% κατείχε πάνω από το 60% του πλούτου της χώρας. Σε συνδυασμό με την αχαλίνωτη διαφθορά και την ανισόμετρη ανάπτυξη η πλειονότητα των Μεξικανών έβλεπε την κοινωνικοοικονομική του θέση θα επιδεινώνεται χρόνο με το χρόνο.

 

Μετά τα γεγονότα της 22-24 Ιουλίου, η αντίδραση των φοιτητών ήταν άμεση. Στις 28 Ιουλίου εκπρόσωποι των φοιτητών των δύο μεγαλύτερων Πανεπιστημίων της πρωτεύουσας, του UNAM και του Εθνικού Πολυτεχνικού Ινστιτούτου-(IPN) συναντήθηκαν και αποφάσισαν την ένταση και διεύρυνση των κινητοποιήσεων και συντάσσει και ένα κείμενο έξι σημείων, που συνιστούσαν κατά κάποιον τρόπο ένα μίνιμουμ πρόγραμμα εκδημοκρατισμού της χώρας: διάλυση των ΜΑΤ, απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, κατάργηση του άρθρου 145 του Ποινικού Κώδικα περί «κοινωνικής έκλυσης», με βάση το οποίο διώκονταν κατά κανόνα οι αντιφρονούντες, παραίτηση της ηγεσίας της αστυνομίας και του δημάρχου της πρωτεύουσας, απόδοση ευθυνών για τις βιαιότητες των προηγούμενων ημερών, αποζημίωση των θυμάτων της καταστολής ή των οικογενειών τους. Στις 29 Ιουλίου, οι φοιτητές αυτό-οργανώνονται και εκλέγουν ομάδες περιφρούρησης των απεργιών τους ενώ ο αποφασιστικός λόγος για τη συνέχιση ή όχι της απεργίας ανήκει στις γενικές συνελεύσεις των φοιτητών, καθεμιά από τις οποίες εκπροσωπούνταν με 3 άτομα στο Εθνικό Απεργιακό Συμβούλιο (Consejo Nacional de Huelga, CNH), ένα συντονιστικό όργανο με 210 μέλη. Στις αρχές Αυγούστου, όλες οι σχολές έχουν καταληφθεί από τους φοιτητές, με την υποστήριξη μεγάλου μέρους των καθηγητών τους. Η «προσφορά» του προέδρου Ντίας Ορτάς απορρίπτεται και στις 13 Αυγούστου, γίνεται η πρώτη μεγάλη συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας Σόκαλο, με τη συμμετοχή πάνω από 150.000.  Γενικότερα, από τις 26 Ιουλίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου το κέντρο της μεξικανικής πρωτεύουσας συγκλονίζεται από βίαιες οδομαχίες ανάμεσα σε χιλιάδες νέους και τις δυνάμεις καταστολής, με αποτέλεσμα 8 τουλάχιστον νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες και πάνω από 1.000 συλλήψεις.

 

Στις 16 Αυγούστου ιδρύονται οι «μπριγάδες διαφωτισμού», για τη συγγραφή και διανομή προκηρύξεων αφισών κλπ. Ομάδες φοιτητών επισκέπτονται καθημερινά εργοστάσια και λαϊκές γειτονιές, συμπαραστέκονται στους αγώνες των χωρικών στα περίχωρα, απελευθερώνουν με τις κινητοποιήσεις τους μερικές εκατοντάδες συλληφθέντες μικροπωλητές. Σιγά-σιγά, η λαϊκή υποστήριξη προς το φοιτητικό κίνημα διευρύνεται κι αυτή. Στη μεσαία τάξη της πρωτεύουσας, που ευθύς εξαρχής συμπαραστέκεται ενεργά στους φοιτητές, προστίθενται σταδιακά -παρά την εργοδοτική τρομοκρατία και τις συκοφαντίες των κίτρινων συνδικάτων- κάποια πρωτοπόρα τμήματα του βιομηχανικού προλεταριάτου. Στις 27 Αυγούστου, δεύτερη γιγάντια μαζική διαδήλωση στην πλατεία Σόκαλο, με συμμετοχή πάνω από 300.000, ενώ την εμφάνισή τους κάνουν και τα πρώτα εργατικά μπλοκ.

 

Στο ετήσιο διάγγελμά του, την 1η Σεπτέμβρη, ο πρόεδρος Ντίας Ορντάς, αρνήθηκε την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων, απέρριψε τα αιτήματα των φοιτητών ενώ τονίζοντας ότι «υπήρξαμε ανεκτικοί μέχρι υπερβολής. Καθετί όμως έχει ένα όριο. Δε μπορούμε να επιτρέψουμε να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση…» αναφέρεται στο άρθρο του Συντάγματος του Μεξικού που επιτρέπει τη χρήση «όλων των στρατιωτικών δυνάμεων για την ασφάλεια της χώρας».  Οι φοιτητές απαντούν με νέες μαζικές διαδηλώσεις στις 13 Σεπτεμβρίου, ένα «βουβό» συλλαλητήριο. Την εβδομάδα 18 έως 24 Σεπτεμβρίου, ο στρατός πραγματοποιεί συντονισμένη επίθεση ανακατάληψης της Πανεπιστημιούπολης –όπου συστεγάζονται το UNAM και το IPN—και η οποία βρισκόταν δίπλα στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις.  Η ανακατάληψη από το στρατό επιτεύχθηκε, αλλά οι νεκροί ξεπερνούν τους 18. Το φοιτητικό κίνημα υπό διωγμό πια, επιχειρεί να αναδιπλωθεί παρά τη δεδομένη απόφαση του καθεστώτος για επιβολή της «τελικής λύσης». Δίνει ραντεβού στην Πλάσα ντε λας Τρες Κουλτούρας στις 2 Οκτωβρίου. Το ξημέρωμα της της 2ας Οκτώβρη, περίπου στις 6 πμ, τα στρατιωτικά ελικόπτερα θα ρίξουν τους προβολείς να φωτίσουν την πλατεία, αλλά και ρίχνουν τις πρώτες βολές.

 

Ο επίλογος γνωστός πια, γράφεται με αίμα. Σημαντική η συμβολή στη «γραφή« του επιλόγου και της παραστρατιωτικής δύναμης που είχε συσταθεί για την ασφάλεια(;) των Ολυμπιακών Αγώνων, της Οlympia Βattalion. Μέλη της αλλά και μέλη της προεδρικής φρουράς άνοιξαν πυρ ώστε να προκαλέσουν την «νομιμοποιημένη» αντίδραση του στρατού.  Καθώς επίσης και του αμερικανικού Πενταγώνουν, σύμφωνα με την Κέιτ Ντόυλ του National Security Archive. Βάσει αποχαρακτηρισμένων εγγράφων το Πεντάγωνο είχε αποστείλει στο Μεξικό, όπλα, ασυρμάτους και υλικό καταστολής διαδηλώσεων κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Οικοδόμος
 

1 σχόλιο:

  1. ...Απίστευτα... πράγματα. Δεν γίνονται στον καπιταλισμό αυτά δεν το πιστεύω... Αυτά γινόντουσαν μόνο στο ...σιδηρούν παραπέτασμα.... Φταίει το ότι δεν υπήρχε ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ στο Μεξικό να κάνει το καπιταλισμό ...ανθρώπινο..... Ελα Μανιαδάκη εξήγησε μας την παπάτζα.... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου