Επιλογή γλώσσας

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ


Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε στις 4 Απρίλη 1949, όταν οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας, της Ισλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Νορβηγίας, της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας υπέγραψαν, στην Ουάσιγκτον, το Σύμφωνο του Βορείου Ατλαντικού και ίδρυσαν τον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, το γνωστό μας ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization). Να σημειωθεί ότι το ΝΑΤΟ προηγήθηκε της ίδρυσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Η Ελλάδα, αν και αποτελούσε χώρο στρατηγικής σημασίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, δεν κλήθηκε να είναι ιδρυτικό μέλος. Η Ελλάδα μπήκε τελικά στο ΝΑΤΟ, ταυτόχρονα με την Τουρκία, τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του. Η ταυτόχρονη ένταξη των δύο χωρών - πέραν των άλλων, φανερώνει τη γεωστρατηγική αντίληψη των ΗΠΑ για την περιοχή - ακολούθησε, τυπικά, τρία στάδια. Αρχικά το συμβούλιο της Ατλαντικής Συμμαχίας, στη συνοδό του στην Οτάβα του Καναδά, στις 20 Σεπτέμβρη του 1951, αποφάσισε να κάνει δεχτή την είσοδο των δύο χωρών.

Στη συνέχεια, στο διάστημα 17-22 Οκτώβρη του ιδίου έτους, υπογράφηκε στο Λονδίνο το πρωτόκολλο του Βορειοατλαντικού Συμφώνου για την προσχώρηση των δύο χωρών στη Συμμαχία. Η διαδικασία της προσχώρησης ολοκληρώθηκε με την έγκριση των σχετικών αποφάσεών της, τόσο από τα κοινοβούλια των χωρών - μελών της, όσο και από τα Κοινοβούλια των δύο ενδιαφερόμενων χωρών.

Η ελληνική Βουλή συζήτησε το θέμα και ενέκρινε το σχετικό νομοσχέδιο, της κυβέρνησης Πλαστήρα - Βενιζέλου, για την προσχώρηση της χώρας στο ΝΑΤΟ, στις 18 Φλεβάρη 1952. Το νομοσχέδιο ψήφισαν όλα τα, εντός Βουλής, κόμματα - πλην της ΕΔΑ και του βουλευτή Μιχ. Κύρκου, που εκπροσωπούσε το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα.

Η ομιλία στη Βουλή του τότε πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα είναι ένα μνημείο υποτέλειας και ραγιαδισμού, που δίνει το μέτρο της διαχρονικότητας της υποτέλειας:

«Η κυβέρνησις - είπε - είναι ευτυχής σήμερον, διότι με την ψήφισιν, σχεδόν ομοφώνως, από τη Βουλήν του νομοσχεδίου περί εισόδου της Ελλάδος εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον, επικυρώνεται γεγονός χαρμόσυνον και πολύ σοβαρόν... Δεν πρέπει να γίνεται λόγος, ότι η Ελλάς ημπορεί να ακολουθήση άλλην πολιτικήν... Είναι μία μεγάλη επιτυχία το ότι εισήλθεν η Ελλάς εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον, διότι τιμάται ούτως από τους ομόφρονας και δημοκρατικούς λαούς του Ατλαντικού Συνασπισμού... Δεν ημπορεί κανείς να μην παραδεχτεί, ότι όταν η Ελλάς συμμετέχει εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον μετά των Μεγάλων Δυνάμεων αι οποίαι κατοικούνται από ελεύθερους δημοκρατικούς λαούς, αισθάνεται εαυτήν ασφαλεστέρα... Αι άλλαι θεωρίαι περί ουδετερότητος και ειρηνεύσεων είναι θεωρίαι αι οποίαι δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με το γεγονός αυτό. Θα επεθύμουν εν προκειμένω να περιορισθή η συζήτησις της Βουλής, διότι έχομεν και άλλα έργα με τα οποία πρέπει να ασχοληθούμε».

Ίδρυση του ΝΑΤΟ


Δευτέρα 4 Απριλίου 1949. Ωρα, τοπική, 3 μ.μ.1 Στην αίθουσα τελετών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στην Ουάσιγκτον, επικρατεί κλίμα εορταστικό χάριν της εκδήλωσης που μόλις είχε αρχίσει κι έμελλε να συνδεθεί με ένα γεγονός που θα σημάδευε με τις πιο μελανές σελίδες την ιστορία του 20ού αιώνα. Οι παραβρισκόμενοι, όλοι, ήταν σημαίνουσες προσωπικότητες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Ισως τότε ακόμη δεν ήταν εύκολο να αντιληφθεί κανείς πλήρως τι θα σήμαινε για την ανθρωπότητα, για τους λαούς του κόσμου, το γεγονός ότι εκείνη τη μέρα οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας, της Ισλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Νορβηγίας, της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας υπέγραψαν το Σύμφωνο του Βορείου Ατλαντικού και ίδρυσαν τον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization), το γνωστό σε όλους μας ΝΑΤΟ.

Η εκδήλωση κράτησε μέχρι τις 5 μ.μ.2, ενώ το πολιτικό της στίγμα φρόντισε να το δώσει με την ομιλία του ο Αμερικανός Πρόεδρος Χ. Τρούμαν. «Με την εξουσιοδότησίν μου - είπε ανάμεσα σε άλλα ο Χ. Τρούμαν - και κατόπιν οδηγιών μου, το υπουργείον Εξωτερικών απεσαφήνισε προσφάτως ότι η προσχώρησις των Ηνωμ. Πολιτειών εις το σύμφωνον αυτό δε σημαίνει κατ' ανάγκη την χαλάρωσιν του αμερικανικού ενδιαφέροντος διά την ασφάλειαν και ευημερίαν άλλων περιοχών, ως η Εγγύς Ανατολή3». Η επισήμανση αυτή δεν υπογράμμιζε μόνο την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, αλλά και την πρόθεσή τους να μην κλειστούν μέσα στα στενά όρια δράσης και λειτουργίας του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Ετίθετο βεβαίως το ερώτημα πού αποσκοπούσε η ίδρυση του ΝΑΤΟ;

«Τις παραμονές της ανακοίνωσης για τη δημιουργία του ΝΑΤΟ και τα επόμενα χρόνια - παρατηρούν οι Σοβιετικοί ιστορικοί4 - οι ιδεολόγοι της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ προπαγάνδιζαν την άποψη ότι η δημιουργία της Βορειοατλαντικής Ενωσης ήταν τάχα αναγκαίο μέτρο άμυνας εναντίον της "σοβιετικής απειλής"». Ο Τρούμαν όμως, μιλώντας στην πανηγυρική εκδήλωση για την ίδρυση του ΝΑΤΟ, δεν ανέφερε ούτε μια φορά το όνομα της Σοβιετικής Ενωσης, αν και με σαφείς υπαινιγμούς, από την αρχή ως το τέλος, δεν άφησε την παραμικρή αμφιβολία ότι το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο ένα και μόνο στόχο είχε: την ΕΣΣΔ, τις νεοσύστατες Λαϊκές Δημοκρατίες και το διεθνές επαναστατικό κίνημα.

«Ιστορικά, οι συμμαχίες - γράφει ο Henry Kissinger5 - σπάνια ονόμαζαν τις χώρες κατά των οποίων στρέφονταν. Αντί γι' αυτό, περιέγραφαν τις συνθήκες που θα έπρεπε να ισχύουν για να τεθεί σε εφαρμογή η συμμαχία - ακριβώς το ίδιο που έκανε και ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Επειδή το 1949 η Σοβιετική Ενωση ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία ταίριαζε αυτός ο ρόλος, η ανάγκη να αναφερθούν ονόματα ήταν ακόμα μικρότερη από το παρελθόν».

Πριν περάσουμε να δούμε αναλυτικότερα το χαρακτήρα του ΝΑΤΟ και τους σκοπούς για τους οποίους ιδρύθηκε, ας δούμε εν συντομία τι προηγήθηκε της ίδρυσής του και πώς αυτή προετοιμάστηκε.

Τα προεόρτια της Ατλαντικής Συμμαχίας

Η ίδρυση του ΝΑΤΟ ήταν αποτέλεσμα του ψυχρού πολέμου που άρχισε σχεδόν αμέσως με τη λήξη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, όταν πια η αντιχιτλερική συμμαχία ανάμεσα στην ΕΣΣΔ, την Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ έμπαινε σε δεύτερη μοίρα για να πάψει πολύ γρήγορα να υπάρχει. «Είναι, πράγματι, διαλεκτικώς λογικόν και ιστορικώς πιστοποιημένον - γράφει ο Claude Delmas6 - ότι, μία συμμαχία διαλύεται μόλις παύση να έχη συγκεκριμένον αντικειμενικόν σκοπόν, διότι δεν είναι δυνατόν να διατηρηθή με μόνην την ισχύν των αναμνήσεών της. Από της ενάρξεως της διασκέψεως του Κεμπέκ7 ήρχισε προαγγελλόμενος ο "ψυχρός πόλεμος", ενώ επισήμως δεν εγένετο λόγος ει μη περί του "ακαταλύτου της συμμαχίας". Την ημέρα καθ' ην τα ρωσσικά και τα αμερικανικά στρατεύματα συνηντώντο επί του ποταμού Ελβα η Ευρώπη καθίστατο "no man's land" - νεκρή ζώνη μεταξύ των δύο αντίπαλων παρατάξεων...».

Το σύνθημα για τον ψυχρό πόλεμο επισήμως το έδωσε ο Ουίν. Τσόρτσιλ στις 5 Μάρτη του 1946, όταν παρουσία του Χ. Τρούμαν, μιλώντας στο Φούλτον του Μιζούρι των ΗΠΑ, σημείωνε μεταξύ άλλων ότι «από το Στεττίνο στη Βαλτική μέχρι την Τεργέστη στην Αδριατική ένα σιδηρούν παραπέτασμα έχει απλωθεί κατά μήκος της ηπείρου»8. Σε κείνη την ομιλία του ο Βρετανός πολιτικός ηγέτης είχε πει επίσης ότι «η στενή συμμαχία αγγλόφωνων λαών, η οργανωμένη αεροπορική και ναυτική συνεργασία των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας αποτελούν τη μόνη οδό των ελευθεριών μας» και κατέληξε με το σύνθημα πως «μαζί αδελφικά ενωμένοι, θα είμαστε οι κύριοι του μέλλοντος». Ετσι αν μη τι άλλο αποσαφήνισε πως αν ο καπιταλιστικός κόσμος επιθυμούσε πραγματικά να αντιμετωπίσει το διεθνές επαναστατικό κίνημα και την ΕΣΣΔ, θα έπρεπε να στηριχθεί σε μια στρατιωτικοπολιτική συμμαχία, πρωτίστως αγγλοαμερικανική.

Στη συνέχεια, το Μάρτη του 1947, οι Ηνωμένες Πολιτείες διακήρυξαν το Δόγμα Τρούμαν και τρεις μήνες μετά, στις 5 Ιουνίου του 1947, το Σχέδιο Μάρσαλ, που αποτελούσαν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος9 ή όπως ίδιος ο Χ. Τρούμαν έλεγε για το δόγμα που έφερε το όνομά του και το Σχέδιο Μάρσαλ «το εν και το άλλο αποτελούν τα δύο ήμισυ του ιδίου καρυδιού»10.

Με την εμφάνιση του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ, αλλά και αργότερα όταν πια αρχίζει η εφαρμογή τους, σε Ευρώπη και Αμερική παρατηρούνται κινήσεις κρατών, για τη συγκρότηση στρατιωτικοπολιτικών και οικονομικών συμμαχιών, που αξίζει να προσεχθούν. Οι κινήσεις αυτές που προηγούνται της ίδρυσης του ΝΑΤΟ θα έχουν ως τελική τους κατάληξη την Ατλαντική Συμμαχία, όχι γιατί εκεί αποσκοπούσαν από την αρχή, αλλά επειδή σε μια πορεία φάνηκε καθαρά πως τίποτα δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη σφραγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αναλυτικότερα οι κινήσεις αυτές έχουν ως εξής:

Στις 4 Μάρτη του 1947, οκτώ μέρες πριν την διακήρυξη του Δόγματος Τρούμαν, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία υπέγραφαν τη Συνθήκη της Δουνκέρκης, διάρκειας 50 ετών, που προέβλεπε την υποχρέωση των δύο μερών να αντιμετωπίσουν από κοινού μια ενδεχόμενη μελλοντική γερμανική επίθεση. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν το πρόσχημα, δεδομένου ότι μια νέα γερμανική επίθεση στη Δυτική Ευρώπη - ύστερα από τη συντριβή της Γερμανίας στο Β` Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατοχή των εδαφών της από τα συμμαχικά στρατεύματα - ήταν απίθανη και μπορούσε με βεβαιότητα να αποκλειστεί για πολλά χρόνια μετά. Στην πραγματικότητα η Συνθήκη αποσκοπούσε στο πλησίασμα των δύο χωρών και στην από κοινού δράση τους - οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά - στο διεθνή στίβο, αφού μεταξύ άλλων προέβλεπε τη λύση των οποιωνδήποτε διαφορών τους - παρόντων και μελλοντικών - μέσω της διπλωματικής οδού, με συχνές διμερείς επαφές, καθώς και τη λήψη όλων εκείνων των μέτρων για την από κοινού δράση τους στα πλαίσια του ΟΗΕ.

Στη Συνθήκη της Δουνκέρκης οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν με τη Συνθήκη του Ρίο, που υπογράφηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1947 από τις ΗΠΑ και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η Συνθήκη προέβλεπε την υποχρέωση της συλλογικής άμυνας των συμβαλλόμενων μερών εναντίον πάσης επιθέσεως απ' οπουδήποτε κι αν προερχόταν. Ετσι, μ' αυτό τον τρόπο, οι ΗΠΑ έβαζαν πρώτα μια τάξη στην αυλή τους, θέτοντας την αμερικανική ήπειρο υπό τον έλεγχό τους. Ταυτόχρονα προδιέγραφαν και τον τύπο των σύγχρονων στρατιωτικών συμμαχιών που επιθυμούσαν. «Από της στιγμής εκείνης - γράφει ο Claude Delmas, αναφερόμενος στη Συνθήκη του Ρίο11 - απερρίπτετο η σκοπιμότης μιας συμμαχίας συναπτομένης με μοναδικόν σκοπόν την αποφυγήν του κινδύνου γερμανικής επιθέσεως, δεδομένου ότι η σοβιετική πολιτική είχεν αποδείξει την ύπαρξιν άλλων πολύ σοβαρότερων και αμεσότερων επιθετικών κινδύνων».

Το μήνυμα από την Ευρώπη είχε ληφθεί και μέσα στο 1948 θα λάβει χώρα η σπουδαιότερη κίνηση συγκρότησης στρατιωτικοπολιτικού συνασπισμού πριν την ίδρυση του ΝΑΤΟ. Συγκεκριμένα στις 4 Μαρτίου 1948 - ύστερα από βρετανική πρωτοβουλία που είχε εκδηλωθεί το Γενάρη του ιδίου έτους - συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες, για να συζητήσουν τους όρους σύναψης συνθήκης αμοιβαίας βοήθειας οι υπουργοί Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας. Στις 17/3 υπογράφηκε τελικά η Συνθήκη των Βρυξελλών με την οποία συγκροτήθηκε η «Δυτική Ενωση» των 5 προαναφερόμενων κρατών. Βάσει της συνθήκης, η διάρκεια της οποίας ορίστηκε στα 50 χρόνια, τα πέντε κράτη αναλάμβαναν την υποχρέωση να συγκροτήσουν κοινό αμυντικό σύστημα και να ενισχύσουν τους πολιτικούς και οικονομικούς τους δεσμούς. Ανώτατο μόνιμο όργανο της «Δυτικής Ενωσης» ορίστηκε ένα «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο» το οποίο θα αποτελούσαν οι 5 υπουργοί Εξωτερικών. Επίσης συγκροτήθηκε μια «Επιτροπή Εθνικής Αμυνας», που θα υπαγόταν στο «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο» αποτελούμενη από τους υπουργούς Αμύνης των χωρών της Συμμαχίας.

Το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο

Η ίδρυση της «Δυτικής Ενωσης», όπως ήταν φυσικό, υποχρέωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να πάρουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ηγηθούν των προσπαθειών για τη συγκρότηση μιας ευρύτερης στρατιωτικοπολιτικής συμμαχίας σε παγκόσμια επίπεδο. Για του λόγου το αληθές, αρκεί να αναφέρουμε ότι οι σχετικές συζητήσεις του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στρατηγού Μάρσαλ με τους συναδέλφους του της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας χρονολογούνται από την επομένη της Συνθήκης των Βρυξελλών. Η ταχύτητα δε, με την οποία οι Αμερικανοί προωθούν αυτή την πολιτική τους είναι αξιοπρόσεχτη.

Στις 11 Ιουνίου 1948 η Αμερικανική Γερουσία πήρε την επονομαζόμενη «απόφαση Βάντεμπεργκ», βάσει της οποίας η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξουσιοδοτούνταν να συνάπτει, εν καιρώ ειρήνης, συμμαχίες έξω από την αμερικανική ήπειρο. Επρόκειτο για μια απόφαση που έδινε το «πράσινο φως» για τη συγκρότηση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Ετσι, τον Ιούλιο του 1948 άρχισαν στην Ουάσιγκτον οι προκαταρκτικές συζητήσεις μεταξύ του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, των πρεσβευτών των χωρών της «Δυτικής Ενωσης» και του πρεσβευτή του Καναδά. Τα αποτελέσματα των συζητήσεων που ανακοινώθηκαν τον Οκτώβρη του ιδίου έτους συμπυκνώνονταν στη διαπίστωση ότι υπήρξε ταυτότητα αντιλήψεων για τη σύναψη ενός Ατλαντικού Συμφώνου. Από εκεί και ύστερα οι διαπραγματεύσεις των επτά κρατών πέρασαν στο στάδιο της εξειδίκευσης των θεμάτων, δηλαδή στη διαμόρφωση των όρων του συμφώνου και ταυτόχρονα έγιναν οι κατάλληλες διπλωματικές κινήσεις ώστε να δημιουργηθεί το έδαφος για τη συμμετοχή στο Ατλαντικό Σύμφωνο και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Το Σύμφωνο της Ατλαντικής Συμμαχίας είχε οριστικοποιηθεί από το Μάρτιο του 1949, ενώ στις 15 του μήνα οι επτά χώρες κάλεσαν από κοινού τη Νορβηγία, τη Δανία, την Ισλανδία, την Πορτογαλία και την Ιταλία να προσχωρήσουν σ' αυτό.

Η εξέλιξη αυτή, όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσε παρά να ανησυχήσει την ΕΣΣΔ που έβλεπε πεντακάθαρα τους προσανατολισμούς και το χαρακτήρα της σχεδιαζόμενης Ατλαντικής Συμμαχίας. Κι όταν πια η εν λόγω συμμαχία είχε καταστεί αναπότρεπτο γεγονός, η Σοβιετική Ενωση με «Ρηματική Διακοίνωση» διαμαρτυρίας που επέδωσε στις κυβερνήσεις της Δυτικής Ενωσης, των ΗΠΑ και του Καναδά στις 31/3/1949, μεταξύ άλλων υπογράμμισε ότι το Ατλαντικό Σύμφωνο είναι ένας καθαρός επιθετικός συνασπισμός, που στρέφεται εναντίον της ΕΣΣΔ κι ότι η συγκρότησή του είναι αντίθετη προς τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ακόμη στη Διακοίνωσή της η ΕΣΣΔ σημείωσε πως το Σύμφωνο αυτό παραβίαζε τις συμφωνίες ΕΣΣΔ - Μ. Βρετανίας και ΕΣΣΔ - Γαλλίας που είχαν υπογραφεί πριν ή κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, όπως επίσης και τις συμφωνίες που είχαν υπογράψει οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της αντιχιτλερικής συμμαχίας ειδικότερα στη Γιάλτα και στο Πότσδαμ. Τέλος στη Διακοίνωση αναφερόταν ότι ο αποκλεισμός της ΕΣΣΔ από το Σύμφωνο του Ατλαντικού αποδείκνυε ότι αυτό είχε αντισοβιετικό χαρακτήρα, ενώ αποκάλυπτε ότι με το Σύμφωνο αυτό η αγγλοαμερικανική ομάδα δυνάμεων στόχευε στην παγκόσμια κυριαρχία12.

Το πόσο δίκιο είχε η ΕΣΣΔ σ' όλες αυτές τις επισημάνσεις της, σήμερα πια κανένας δεν αμφιβάλλει. Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι εκείνη ακριβώς την εποχή αποκαλυπτικότατες και συνάμα κυνικότατες δηλώσεις για το ρόλο του Ατλαντικού Συμφώνου είχαν γίνει κι από την άλλη πλευρά. Συγκεκριμένα, την ίδια ημέρα που η ΕΣΣΔ επέδωσε την προαναφερόμενη Ρηματική της Δακοίνωση, μιλώντας στη Βοστόνη, ο Ουίν. Τσόρτσιλ δεν άφησε κανένα περιθώριο για παρανοήσεις: «Εχομεν - είπε - ως κυριαρχούντα γεγονότα το περίφημον Σχέδιον Μάρσαλ υπέρ μίας νέας ενότητος της Δυτικής Ευρώπης και την στιγμήν αύτην το Ατλαντικόν Σύμφωνον (...). Υπό την πίεσιν του κομμουνισμού όλα τα ελεύθερα έθνη συνεσπειρώθησαν όσον ουδέποτε άλλοτε εις εν σύνολον (...). Ας προχωρήσωμεν ομού εις την εκπλήρωσιν της αποστολής μας και του καθήκοντός μας, φοβούμενοι τον θεόν και ουδέν άλλο»13. Στην πραγματικότητα βέβαια οι Αγγλοαμερικανοί, στην εκπλήρωση της... αποστολής τους, φοβούνταν μόνο την ΕΣΣΔ, το διεθνές επαναστατικό κίνημα και τους λαούς, όπου Γης. Σήμερα που δεν υπάρχει σοσιαλιστικό στρατόπεδο ουδείς αμφιβάλλει ότι ο θεός ουδέποτε αποτέλεσε φόβο γι' αυτούς. Αφού από την ίδρυσή του ως τα σήμερα, ιδιαίτερα δε μετά την εφαρμογή του «νέου δόγματός του», το ΝΑΤΟ είναι ο βασικός στρατιωτικοπολιτικός μοχλός των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων ενάντια σε χώρες και λαϊκά κινήματα που αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό. Γι' αυτό το σκοπό άλλωστε ιδρύθηκε.

1. 10 μ.μ. ώρα Ελλάδος.                     

2. Ωρα Ελλάδος μεσάνυχτα.

3. «Καθημερινή», 5/4/1949.

4. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ - Ινστιτούτο Γενικής Ιστορίας: «Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ με βάση την αμερικανική ιστοριογραφία», εκδόσεις ΣΕ σελ. 212.

5. Henry Kissinger: «Διπλωματία», Εκδόσεις Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη, σελ. 513.

6. Claude Delmas: «Η Ατλαντική Συμμαχία», Διεύθυνση Στρατιωτικών Εκδόσεων ΓΕΣ, Αθήναι 1965, σελ. 163-164.

7. Σ.σ. πρόκειται για τη Συνάντηση Κορυφής μεταξύ του Βρετανού πρωθυπουργού Τσόρτσιλ και του Αμερικανού Προέδρου Ρούσβελτ στο Κεμπέκ του Καναδά στις 11-19/9/1944.

8. David Horovitz: «Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ», εκδόσεις Κάλβος σελ. 85, Ραιημόν Καρτιέ: «Μεταπολεμική Παγκόσμιος Ιστορία»/2, ΒΙΠΕΡ, σελ. 17-18 κ.α.

9. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ - Ινστιτούτο Γενικής Ιστορίας: «Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ με βάση την αμερικανική ιστοριογραφία», εκδόσεις ΣΕ σελ. 207-208.

10. Π. Οικονόμου - Γκούρα: «Το Δόγμα Τρούμαν και η αγωνία της Ελλάδος», Αθήναι 1957, σελ. 119.

11. Claude Delmas: στο ίδιο σελ. 175.

12. «Καθημερινή» 2/4/1949.

13. «Καθημερινή» 1/4/1949.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου