Οταν έχουμε πρόσφατο τον «νέο» αντιασφαλιστικό νόμο για την επικουρική ασφάλιση, τον «νέο» νόμο για το χτύπημα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και της απεργίας, τις «νέες» προσφορές τζάμπα εργασίας προς τους επιχειρηματίες - ακόμα και ανήλικων - με επιδότηση του αστικού κράτους, καταλαβαίνει κανείς και τι προετοιμάζει η κυβέρνηση για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), χρησιμοποιώντας και εδώ τον «φερετζέ» του «νέου».
Ο όρος «νέο» χρησιμοποιείται για να δημιουργηθούν αυταπάτες στον λαό ότι οι αλλαγές στο σύστημα Υγείας μπορεί να βελτιώσουν την άθλια κατάσταση που υπάρχει. Το γεγονός ότι στο περιεχόμενο του «νέου» συμφωνούν οι επιχειρηματικοί όμιλοι στην Υγεία, οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης και ένα τμήμα επιστημόνων που τα συμφέροντά τους συνδέονται με τους παραπάνω, είναι αρκετό για να βγουν τα αναγκαία συμπεράσματα από τον λαό, να οργανωθεί και να παλέψει με κριτήριο τις δικές του ανάγκες.
Στοιχείο που θα ισχυροποιεί αυτήν την πάλη είναι η απόρριψη του ιδεολογήματος ότι η Υγεία αποτελεί «εθνικό θέμα». Οσο θα ισχυροποιείται η αντίληψη ότι η Υγεία είναι κατ' εξοχήν ταξικό ζήτημα, τόσο θα ισχυροποιούνται τα «αντισώματα» απέναντι στη «λοιμώδη» προπαγάνδα της κυβέρνησης.
Αλλωστε, τίποτα στην οργάνωση της οποιασδήποτε κοινωνίας και των αναγκών της δεν μένει «ακίνητο», ούτε η ανάπτυξη του συστήματος Υγείας. Η νέα γνώση στην επιστήμη που σχετίζεται με την Υγεία, η ανάπτυξη νέων κλάδων και ειδικοτήτων, η έρευνα και η παραγωγή νέων φαρμάκων, εμβολίων και σύγχρονων θεραπειών, η εξέλιξη της ιατρικής τεχνολογίας, συνεχίζονται και διαμορφώνουν τη δυνατότητα ικανοποίησης των συνεχώς διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών στην πρόληψη, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας. Αυτή η «κίνηση» δεν είναι ταξικά ουδέτερη. Αντικειμενικά καθορίζεται από το ποια τάξη - η εργατική ή η αστική - έχει την εξουσία και καθορίζει τη γενικότερη ανάπτυξη, και στο πλαίσιό της και την ανάπτυξη του συστήματος Υγείας.
Στον καπιταλισμό - ανεξάρτητα από τη «συνταγή» που τον διαχειρίζεται - η εργατική δύναμη και οι εργασίες που απαιτούνται από το σύστημα Υγείας γι' αυτήν αποτελούν «κόστος» που εμποδίζει την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, δηλαδή έρχονται σε αντίθεση με τον σκοπό της παραγωγής. Αποτελούν «βάρος» στους κρατικούς προϋπολογισμούς, διότι αφαιρείται «ζεστό» χρήμα ή κίνητρα από τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων.
Γι' αυτόν τον λόγο στον καπιταλισμό οι δωρεάν και με κρατική ευθύνη παροχές πρόληψης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και νοσηλείας ήταν και θα συνεχίσουν να είναι σε απόκλιση από τις λαϊκές ανάγκες. Γι' αυτό η ίδια η ανάπτυξη του συστήματος Υγείας με τα κριτήρια της επιχειρηματικότητας, της εμπορευματοποίησης των εργασιών και του «κόστους - οφέλους», παρά τα τεράστια επιτεύγματα στην έρευνα, στις καινοτόμες θεραπείες, ακόμα και στις εξατομικευμένες φαρμακευτικές θεραπείες που συχνά - πυκνά διαφημίζονται, παρά τα πολυπροβεβλημένα «σύγχρονα και προηγμένα συστήματα Υγείας», καθόρισε το γεγονός ότι δεν ήταν προετοιμασμένα και έγιναν «φύλλο και φτερό» την περίοδο της πανδημίας.
Δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ως «αντικειμενικά» γεγονότα κατά την πανδημία η αναβολή των παιδικών εμβολιασμών κατά 70%, η μείωση του προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο κατά 90%, η αναβολή χειρουργείων και ογκολογικών θεραπειών. Βέβαια, αυτός ο άμεσος ή έμμεσος αποκλεισμός του λαού προϋπήρξε της πανδημίας και κατά τη διάρκειά της γιγαντώθηκε.
Αν ανατρέξουμε στην πορεία διαμόρφωσης του συστήματος Υγείας, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπήρξε κυβέρνηση που να μην πήρε μέτρα με επίκληση στις νέες συνθήκες, δοκιμάστηκαν όλες οι εκδοχές, σοσιαλδημοκρατικές και νεοφιλελεύθερες. Αυτά τα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχύονται μέσα στον λαό η άποψη «κάθε πέρσι και καλύτερα», η δικαιολογημένη αγανάκτηση, η «ατομική ευθύνη».
Τώρα η κυβέρνηση διακηρύσσει ένα νέο πακέτο αναδιαρθρώσεων στο δημόσιο σύστημα Υγείας, που το παρουσιάζει ως «ώριμη ανάγκη που επιβεβαιώθηκε την περίοδο της πανδημίας». Οι αναδιαρθρώσεις αυτές αφορούν τον τρόπο ανάπτυξης, χρηματοδότησης και λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων και της ΠΦΥ, των όρων δουλειάς και της «αξιολόγησης» των υγειονομικών, του τρόπου χρηματοδότησης των παρεχόμενων εργασιών προς τους ασφαλισμένους και την ενίσχυση της δράσης του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα της Υγείας, είτε αυτοτελώς είτε σε σύμπραξη με τον δημόσιο τομέα (ΣΔΙΤ). Πρόκειται για τις αναδιαρθρώσεις αυτές που με την υλοποίησή τους θα διαμορφωθεί το «νέο ΕΣΥ».
Η αλήθεια είναι ότι αυτό το πακέτο αναδιαρθρώσεων δεν αποτελεί κάτι το καινούργιο. Από τα προηγούμενα χρόνια ένα σημαντικό μέρος τους έχει μπει σε εφαρμογή. Ενδεικτικά θυμίζουμε ότι με το κριτήριο του «ποσοστού πληρότητας των νοσοκομειακών κλινών» και της «αλληλοκάλυψης» νοσοκομειακών τμημάτων και μονάδων της ΠΦΥ, είτε καταργήθηκαν είτε συγχωνεύτηκαν. Υπήρξε μείωση του υγειονομικού προσωπικού, ενισχύθηκε το τμήμα που εργάζεται με προσωρινές σχέσεις εργασίας, η κρατική χρηματοδότηση περιορίστηκε δραστικά. Εχει ήδη εφαρμοστεί ο «ενιαίος και προς τα κάτω» κανονισμός παροχών του ΕΟΠΥΥ προς όλους, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί η πληρωμή - εξολοκλήρου ή με το ποσοστό συμμετοχής - των λαϊκών οικογενειών.
Πρόκειται για μέτρα που έχουν σχεδιαστεί αρκετά χρόνια πριν, αποτελούν κατευθύνσεις της πολιτικής της ΕΕ, είναι μέτρα στρατηγικού χαρακτήρα για το κεφάλαιο, διότι αποτελούν προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Την κατεύθυνση των μέτρων τη γνωρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και επειδή συμφωνεί, πρότεινε υπουργό «κοινής αποδοχής». Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο...
Σε αυτό το σχέδιο αναδιαρθρώσεων προβλέπεται η παραπέρα συγχώνευση ή κατάργηση δημόσιων νοσοκομείων, κλινικών και μονάδων της δημόσιας ΠΦΥ, με το επιχείρημα ότι «περισσεύουν» γιατί είναι πολλές σε σχετικά κοντινές περιοχές, η μία μονάδα Υγείας επικαλύπτει τη δουλειά της άλλης, με αποτέλεσμα να υπάρχει «σπατάλη δυνάμεων», να είναι «κοστοβόρες». Ταυτόχρονα υπάρχει το επιχείρημα ότι σε περιοχές της χώρας και σε τομείς της διάγνωσης και θεραπείας όπου ήδη δραστηριοποιείται ο επιχειρηματικός τομέας, είναι καλύτερα να αξιοποιηθεί αυτός μέσω του ΕΟΠΥΥ παρά «για την ίδια δουλειά» να «σπαταλήσει» πόρους το κράτος για την ανάπτυξη αντίστοιχων υποδομών, τη στελέχωσή τους και τον εξοπλισμό τους. Το ίδιο επιχείρημα υπάρχει και για τις δημόσιες μονάδες Υγείας, όπου σε σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα θα μπορεί να του ανατεθεί η ανάπτυξη και λειτουργία ορισμένων τομέων χωρίς το κράτος να τις χρηματοδοτήσει. Επανέρχεται η πολιτική των μέτρων υπέρ των γεννόσημων φαρμάκων που θα μειώσει τις πληρωμές των ασθενών, όπως και της ανάπτυξης «αυτοδύναμων» μονάδων στην ΠΦΥ, της μείωσης των «υποχρεωτικών επιστροφών» της φαρμακοβιομηχανίας προς τον ΕΟΠΥΥ.
Αυτός ο αντιλαϊκός δρόμος περιέχει μετακινήσεις υγειονομικών από μονάδα σε μονάδα και όχι μόνιμες προσλήψεις, αποψιλωμένα δημόσια Κέντρα Υγείας, έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού για να στελεχώσει τις ανεπαρκείς σε αριθμό ΜΕΘ, επέκταση της λειτουργίας των δημόσιων μονάδων Υγείας ως «αυτοχρηματοδοτούμενων» επιχειρήσεων, η οποία θα οξύνει τη διαφοροποίησή τους και θα κρίνει τη «βιωσιμότητά» τους ανάλογα με τα έσοδα που θα έχουν. Αυτός ο αντιλαϊκός δρόμος υπαγορεύει στον ΕΟΠΥΥ να μειώνει τις παροχές και να αυξάνει τις συμμετοχές των ασθενών, να πετσοκόβεται η κρατική χρηματοδότηση και ταυτόχρονα να δίνονται τα «δωράκια» στους επιχειρηματίες με τα γνωστά νοσήλια κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το ελεύθερο να φτιάχνουν ΜΕΘ χωρίς καν τυπικό έλεγχο, το χάρισμα ποσών στους φαρμακοβιομήχανους από τη μη επιστροφή των χρωστούμενων στον ΕΟΠΥΥ, τις φοροαπαλλαγές από τις επενδύσεις στην έρευνα και την καινοτομία.
Η αξιολόγηση του συστήματος Υγείας και των επιμέρους μονάδων του έχει άλλο περιεχόμενο και στόχευση όταν έχει σαν κριτήριο να συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα και στην επιχειρηματική δράση, και άλλο όταν επιδιώκει να υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες. Γι' αυτό και οι «δείκτες αξιολόγησης» των μονάδων Υγείας που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση ταυτίζονται με τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας μιας επιχείρησης. Σύμφωνα με αυτούς, μία υγειονομική μονάδα μπορεί να χαρακτηριστεί «αντιπαραγωγική» και η χρηματοδότησή της «σπατάλη», παρότι η λειτουργία της καλύπτει υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες. Μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς τι επιπλέον αρνητικές επιπτώσεις θα έχει το κλείσιμο του δημόσιου νοσοκομείου του «διπλανού νομού» σε συνδυασμό με τη σχεδόν ανύπαρκτη ΠΦΥ, και πόσο περισσότερο υπονομεύεται η ανάγκη για υπηρεσίες Υγείας έγκαιρα, αποτελεσματικά και κοντά στον τόπο κατοικίας.
Ο ανορθολογισμός στην ανάπτυξη των δημόσιων μονάδων Υγείας υπάρχει, και αφορά τη σοβαρή έλλειψη στην εκπαίδευση ικανού αριθμού νοσηλευτικού προσωπικού και ιατρικών ειδικοτήτων για τη στελέχωση των αναγκαίων κρεβατιών ΜΕΘ. Ανορθολογισμός είναι το κριτήριο του «ποσοστού πληρότητας» των κλινών ενός τμήματος για τη «βιωσιμότητά» τους και όχι η πρόβλεψη για εφεδρεία κλινών και προσωπικού που να αντιμετωπίζουν τακτικές και έκτακτες συνθήκες.
Οι εξελίξεις στον τομέα της Υγείας επιβεβαιώνουν ότι δύο δρόμους ανάπτυξης έχει μπροστά του ο λαός. Τον δρόμο που θα έχει ως κριτήριο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και τον σημερινό, που αντιμετωπίζει την Υγεία ως εμπόρευμα. Από την έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης θα κριθεί και η κατάκτηση του συστήματος Υγείας που θα υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες.
Η ιδεολογική - πολιτική παρέμβαση των κομμουνιστών πρέπει να αναδεικνύει την αναγκαιότητα, αλλά και τις κοινωνικές - πολιτικές προϋποθέσεις για να γίνει η Υγεία καθολικό λαϊκό δικαίωμα. Μέσα από την καθημερινή πάλη για να μην αφαιρεθούν δικαιώματα, για να δυσκολέψουμε την εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων, αλλά και για να διεκδικήσουμε την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών, πρέπει να κερδίζει έδαφος στις συνειδήσεις και να δυναμώνει η πάλη ευρύτερων λαϊκών μαζών για την αλλαγή τάξης στο επίπεδο της εξουσίας, για κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, για πανεθνικό κεντρικό σχεδιασμό και λαϊκό έλεγχο. Σε αυτές τις συνθήκες δημιουργούνται όλες οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του λαϊκού συστήματος Υγείας, που θα μπορεί να καλύψει τις συνεχώς διευρυνόμενες λαϊκές - κοινωνικές ανάγκες.
Γιώργου ΝΑΝΟΥ*
*Ο Γιώργος Νάνος είναι μέλος του Τμήματος Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου