Η Λέλα Καραγιάννη εκτελέστηκε από τα στρατεύματα κατοχής, στο Δαφνί, στις 8 Σεπτέμβρη του 1944 για την αντιστασιακή της δράση.
Κατά τη Γερμανική κατοχή συμμετείχε ενεργά στην Αντίσταση ιδρύοντας το 1941 την οργάνωση «Μπουμπουλίνα», μετατρέποντας το σπίτι της σε αρχηγείο της. Βοηθούσε στην απόκρυψη και φυγάδευση Βρετανών στρατιωτικών που είχαν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα. Όπως επίσης με το δίκτυο ανθρώπων που είχε σε διάφορες υπηρεσίες συγκέντρωνε πληροφορίες τις οποίες έστελνε στους συμμάχους.
Τον Ιούλη του 1944 η Λέλα Καραγιάννη πιάστηκε και βασανίστηκε στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν. Δεν υπέκυψε. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου για να εκτελεστεί από τους Γερμανούς κατακτητές μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης, στις 8 Σεπτέμβρη του 1944.
Βιογραφικό
Η Λέλα Καραγιάννη γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1898 στη Λίμνη, μια παραθαλάσσια γραφική κωμόπολη της Εύβοιας, που τα χρόνια εκείνα ήκμαζε σαν εμπορικό λιμάνι.
Πατέρας της ήταν ο Αθανάσιος Μινόπουλος με καταγωγή από το Πήλι, ένα μικρό χωριό βορειοανατολικά της Λίμνης. Εργαζόταν ως μεταλλειολόγος σε μία μεγάλη γαλλική εταιρεία που εκμεταλλευόταν τα ορυχεία της βορειοκεντρικής Εύβοιας. Στην εφηβική ηλικία των 15 ετών, ο νεαρός Αθανάσιος μπάρκαρε ως πλήρωμα σε ένα από τα εμπορικά καΐκια που ταξίδευαν στα λιμάνια της Μεσογείου, και στη Μασσαλία, αναζήτησε και βρήκε μία θεία του, αδελφή της μητέρας του, που του βρήκε δουλειά σε ένα χυτήριο, όπου με την πάροδο του χρόνου έμαθε τη γλώσσα και τα μυστικά της τέχνης. Μετά το θάνατο της θείας του, που τον άφησε κληρονόμο της, συγκέντρωσε τα υπάρχοντά του και επέστρεψε στο νησί του, με σκοπό να κάνει οικογένεια.
Μητέρα της Λέλας ήταν η Σοφία Μπούμπουλη, μία πολύ όμορφη και αρχοντική κοπέλα, σπετσιώτικης καταγωγής από τον πατέρα της Ιωάννη Μπούμπουλη, απόγονο της ιστορικής οικογένειας των καπεταναίων ηρώων του 1821. Το ζεύγος απέκτησε τρεις κόρες, με πρωτότοκη τη Λέλα- Ελένη, την Καλλιόπη και την Μαρία.
Από παιδί η Λέλα Μινοπούλου, άρχισε να εκδηλώνει μία ξεχωριστή προσωπικότητα, πρόωρα ώριμης για την ηλικία της. Ήταν πανέξυπνη, επιμελής και πρώτη μαθήτρια στο σχολείο της, το Σχολαρχείο της εποχής. Ήθελε να σπουδάσει μουσική και να καλλιεργήσει το φυσικό της χάρισμα, τη φωνή της, στην κατηγορία ως mezzo soprano.
Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα της από πνευμονία, ήταν πλήγμα για την οικογένεια. Μητέρα και κόρες, πήραν την απόφαση να μετοικίσουν με πρώτο σταθμό τη Χαλκίδα, όπου όμως, παρέμειναν μόνο τέσσερις μήνες. Όταν ένα κυριακάτικο απόγευμα οι τρεις αδελφές έκαναν τον περίπατο τους στην παραλία, είδαν ένα μικρό αγόρι, να ξεφεύγει από την προσοχή της μητέρας του και να πέφτει στα νερά του Ευρίπου, σ᾽ ένα σημείο γνωστό για τα δυνατά υποθαλάσσια ρεύματα. Αμέσως η Λέλα, εξαιρετική κολυμβήτρια, χωρίς δεύτερη σκέψη, βουτάει θαρραλέα στα παγωμένα νερά και καταφέρνει να σώσει το παιδάκι μπροστά στα έντρομα μάτια της πανικόβλητης μάνας, που κραύγαζε απελπισμένα.
Από τη Χαλκίδα και μετά από πρόσκληση συγγενών τους, η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα. Εκεί η Λέλα εγγράφεται αμέσως στο Ωδείο Αθηνών και παράλληλα διαβάζει πολύ, κυρίως ιστορία και γεωγραφία, που είναι τα αγαπημένα της θέματα. Θέλει να εμπλουτίσει τις γνώσεις της και επιδιώκει να μορφωθεί κοινωνικά και εγκυκλοπαιδικά. Αναζητά επίσης εργασία για να κερδίσει λίγα χρήματα και να μην επιβαρύνει την μητέρα της. Το νεαρό της ηλικίας της δεν της επιτρέπει να προσληφθεί σε δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση, προσλαμβάνεται όμως από μία νεαρή και ευκατάστατη οικογένεια με δύο μικρά παιδιά και βοηθάει στη φροντίδα τους.
Το 1913, η Λέλα Καραγιάννη, αν και μόλις 15 ετών, έχει σωματική και πνευματική ωριμότητα μεγαλύτερης γυναίκας. Το γεγονός ότι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους και η πληροφορία ότι υπήρχε έλλειψη αδελφών νοσοκόμων, ωθούν τη νεαρή Λέλα να ενταχθεί σε Σώμα Εθελοντριών Αδελφών του Ερυθρού Σταυρού και μετά από μία σύντομη, αλλά εντατική εκπαίδευση αποσπώνται στην Θεσσαλονίκη όπου τα νοσοκομεία είναι γεμάτα από τραυματίες των μαχών του Κιλκίς και του Λαχανά, τις φονικότερες του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.
Εκεί, σε ένα από αυτά τα νοσοκομεία, η Λέλα γνωρίζει και περιποιείται ένα νεαρό στρατιώτη από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, που υπηρετούσε ως εθελοντής και είχε τραυματιστεί σοβαρά από έκρηξη όλμου. Το παλληκάρι αυτό ήταν ο μετέπειτα σύζυγός της Νικόλαος Καραγιάννης που αργότερα έγινε ευρύτερα γνωστός ως επιχειρηματίας, φαρμακέμπορος και αρωματοποιός της Αθήνας.
Σε μικρό χρονικό διάστημα η ζωή της Λέλας άλλαξε ριζικά. Αποφάσισε να παραμερίσει τις προσωπικές της φιλοδοξίες και την επιθυμία της να κάνει καριέρα και ανώτερες σπουδές. Γίνεται σύντομα σύζυγος και με την πάροδο των ετών μητέρα επτά παιδιών και αφοσιώνεται με πάθος στην ανατροφή και την μόρφωσή τους.
Η επιχείρηση του συζύγου της, μία μικρή φαρμακαποθήκη στην οδό Βερανζέρου 12 και Μενάνδρου, στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας, μόλις είχε αρχίσει να ευημερεί και να επιτρέπει στην οικογένεια Καραγιάννη τη σχετική άνεση της καθημερινής ζωής. Διακατεχόμενη από επιχειρηματικό δαιμόνιο η Λέλα και βλέποντας την οικογένεια και τις ανάγκες να πληθαίνουν, ώθησε το σύζυγό της να επεκταθεί και σε άλλους τομείς του εμπορίου όπως την κατασκευή και πώληση γυναικείων καλλυντικών και αρωμάτων. Η ίδια ήξερε και έφτιαχνε μόνη της τη δική της καλλυντική κρέμα από συνταγή που της είχε εμπιστευτεί η γηραιά φίλη της, κυρία Ωχανίδου. Μία αρχόντισσα της διασποράς από τη Ρουμανία, που στα νιάτα της είχε διατελέσει κουβερνάντα και δασκάλα ελληνικών του πρίγκιπα Μιχαήλ.
Σε μικρό χρονικό διάστημα, εγκαινίασαν το πρώτο τους κατάστημα καλλυντικών και αρωμάτων στη Λεωφόρο Πατησίων 16 στην Ομόνοια, που εθεωρείτο τότε μεγάλο εμπορικό κέντρο. Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε με μεγάλη επιτυχία και για πολλές δεκαετίες παρέμεινε η μεγαλύτερη και πιο φημισμένη.
Λέλα Καραγιάννη. Η Μπουμπουλίνα της Εθνικής Αντίστασης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν κόρη του Αθανασίου Μηνόπουλου και της Σοφίας Μπούμπουλη.
Ηταν συγγενής από τη μητέρα της με την Μπουμπουλίνα.