"Το πίνουν για θερμαντικό, για την όρεξη, για να κρατιούνται στα πόδια τους όταν παίρνουν δρόμο, όταν συναντάνε φίλο, όταν πρόκειται να γιορτάσουν οποιοδήποτε ευχάριστο γεγονός κι όταν πρέπει να παρηγορήσουν όσους έχασαν αγαπημένα πρόσωπα. Πίνουν όταν οι δουλειές πηγαίνουν καλά κι όταν δεν πηγαίνουν. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πω πως όλος ο τόπος μυρίζει οινόπνευμα." (...)
Στα χρόνια της... παρανομίας και της αυτάρκειας!
(Αποσπάσματα, με χιούμορ και... αιχμές κατά της εξουσίας, από ένα παλιό λαογραφικό κείμενο του αείμνηστου Ευρυτάνα συγγραφέα Δημοσθένη Γ. Γούλα (1916-1990) υπό τον τίτλο "ο γλεντζές"! Εμπεριέχεται στο σπάνιο βιβλίο του "Οι χωριανοί μου" -εκδ. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978 - ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1953- που κοσμεί την προσωπική μας βιβλιοθήκη).
Ιδού:
"...Συνήθως αυτά τα γλέντια γίνονται το Φθινόπωρο. Τότε βγαίνει άφθονο και το τσίπουρο απ' τα διάφορα φρούτα. Σταφύλια, κούμαρα, σύκα, αχλάδια, κορόμηλα, όλα αυτά η ντόπια παράνομη "βιομηχανία" τα μετατρέπει σε τσίπουρο με την κλασική πρωτόγονη συσκευή: Ένα καζάνι με κάλυμμα θολωτό που συνδέεται με το "λουλά", ένα σωλήνα χάλκινο μήκους δύο, πάνω - κάτω, μέτρα.
Κάπου απόμερα στη ρεματιά, που έχει νερό, στήνεται η θαυματοποιά συσκευή, με κάθε προφύλαξη, απ' το φόβο της αστυνομίας. Μεταφέρονται τ' απαραίτητα κι αρχινάει η εργασία.
Οπωσδήποτε, πρέπει νάναι παρόντες και οι εμπειρογνώμονες, οι γλεντζέδες του χωριού. Αδιάφορο αν είναι νύχτα, μεσάνυχτα ή χαράματα. Αυτοί πρέπει νάναι εκεί.
Θα δοκιμάσουν το πρώτο, το δεύτερο, ύστερα από λίγο το τρίτο και συνέχεια τα ποτήρια αδειάζουν στο λαρύγγι, τα μάτια κλείνουν, λες και οραματίζονται καμιά υπέργεια οπτασία και σε λίγο βγαίνει η απόφαση: Πολύ δυνατό, σαν καλό είναι, τάχει τα γράδα του.. Και βέβαια είναι δυνατό, αφού το τσίπουρο έχει τρεις φορές περισσότερο οινόπνευμα απ' το ούζο και το κονιάκ.
Από κει θα φύγουν το πρωί για τις δουλειές τους, αν βέβαια τα καταφέρουν. Άλλος για τα χωράφια, κι άλλος για να πάει τα ζώα στη βοσκή, χωρίς ν' αφήσουν κανένα σημάδι της ολονύχτιας τσιπουρουποσίας.
Όλα γίνονται μυστικά, απόμερα, για να μη πάρει είδηση ο αστυνόμος. Αυτός πια θέλει άδειες με σφραγίδες, χαρτόσημα και τα τέτια.
Πολλοί είχαν άλλοτε τη δική τους αποσταχτική συσκευή. Παλιά χρόνια και καιροί που για να λογίζεται νοικοκύρης κανένας στον τόπο του, έπρεπε νάχει το κάθε τι δικό του. Τίποτα να μην αγοράζεται απ' έξω, εκτός απ' τα αποικιακά.
Τσίπουρο μπόλικο ξαναψημένο με γλυκάνισο και καντιοζάχαρη, μυρωδάτο, σε νταμιτζάνες ή μποτίλιες, ήταν αραδιασμένο στο κελάρι..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου