Επιλογή γλώσσας

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Η μάχη της Μόσχας

                                       

Ο Κόκκινος Στρατός και ο ηρωικός λαός της Μόσχας σταματούν , 4/12/1941, την προέλαση των γερμανικών δυνάμεων στις παρυφές της Μόσχας. Τα σοβιετικά στρατεύματα περνούν στην αντεπίθεση.

Νοέμβρης του 1941. Σε απόσταση αναπνοής, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα βρίσκεται η ναζιστική στρατιωτική μηχανή, έτοιμη να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στην καρδιά του σοβιετικού κράτους. Ηδη, από τις 19 Οκτώβρη, η σοβιετική πρωτεύουσα έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πολιορκίας και το σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχει καλέσει το λαό και τις ένοπλες δυνάμεις να δείξουν τη μεγαλύτερη δυνατή επαγρύπνηση και να αποκρούσουν αποφασιστικά τον εχθρό. Στις 3 Νοέμβρη, η ΠΡΑΒΝΤΑ έγραφε: «Μπροστά σε όλους τους μαχητές που αμύνονται στα κράσπεδα της Μόσχας ορθώνεται τώρα το μεγαλύτερο ιστορικό καθήκον: Να συγκρατήσουν και τη νέα αυτή πίεση των χιτλερικών ορδών, να την υποδεχτούν με ατσαλένια σταθερότητα και καρτερικότητα, ανδρεία και αυτοθυσία»1. Η εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση όχι μόνο δεν εμποδίζει, αλλά αντίθετα επιβάλλει σε λαό, κόμμα και ηγεσία το γιορτασμό της 24ης επετείου της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Στις 6 Νοέμβρη, ο Στάλιν μιλάει στην αφιερωμένη στην επέτειο της Επανάστασης πανηγυρική συνεδρίαση του Σοβιέτ και των κομματικών και κοινωνικών οργανώσεων της πρωτεύουσας. «Πέρασαν - είπε - 24 χρόνια από τότε που νίκησε η σοσιαλιστική επανάσταση του Οχτώβρη και εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας το σοβιετικό καθεστώς. Βρισκόμαστε τώρα στο κατώφλι του 25ου χρόνου της ύπαρξης του σοβιετικού καθεστώτος. Συνήθως, στις πανηγυρικές συνεδριάσεις των επετείων της επανάστασης του Οχτώβρη, κάνουμε απολογισμό των επιτυχιών μας στον τομέα της ειρηνικής ανοικοδόμησης για το χρόνο που πέρασε. Εχουμε πραγματικά τη δυνατότητα να κάνουμε αυτόν τον απολογισμό, γιατί οι επιτυχίες μας στον τομέα της ειρηνικής ανοικοδόμησης μεγαλώνουν, όχι μόνο από χρόνο σε χρόνο, αλλά και από μήνα σε μήνα. Ποιες είναι αυτές οι επιτυχίες και κατά πόσο είναι μεγάλες, αυτό το ξέρουν όλοι, τόσο οι φίλοι, όσο και οι εχθροί. Ο χρόνος, όμως, που μας πέρασε δεν είναι μόνο χρόνος ειρηνικής ανοικοδόμησης. Είναι, ταυτόχρονα, και χρόνος πολέμου ενάντια στους Γερμανούς επιδρομείς, που επιτέθηκαν ενάντια στη φιλειρηνική μας χώρα. Μόνο στους πρώτους έξι μήνες του έτους, μπορέσαμε να συνεχίσουμε την ειρηνική, δημιουργική δουλιά μας. Η δεύτερη εξαμηνία, πάνω από 4 μήνες, περνάει μέσα σε συνθήκες άγριου πολέμου ενάντια στους Γερμανούς ιμπεριαλιστές. Ετσι, ο πόλεμος ήταν ένα σημείο στροφής στην ανάπτυξη της χώρας μας τον περασμένο χρόνο. Ο πόλεμος περιόρισε σημαντικά και σε ορισμένους τομείς σταμάτησε ολότελα την ειρηνική ανοικοδομητική δουλιά μας. Μας ανάγκασε να αναπροσαρμόσουμε όλη τη δουλιά μας πάνω σε πολεμικό ρυθμό. Μετέτρεψε τη χώρα μας σε ενιαία και συμπαγή μετόπισθεν, που εξυπηρετούν το μέτωπο, που εξυπηρετούν τον Κόκκινο Στρατό μας, το πολεμικό ναυτικό μας. Η περίοδος της ειρηνικής ανοικοδόμησης τελείωσε. Αρχισε η περίοδος του απελευθερωτικού πολέμου ενάντια στους Γερμανούς επιδρομείς».

Αφού έκανε έναν απολογισμό των 4 μηνών του πολέμου και αναφέρθηκε εκτενώς στο χαρακτήρα της ναζιστικής Γερμανίας, ο Στάλιν υπογράμμισε το αναπόφευκτο της ήττας της Γερμανίας και πρόσθεσε: «Ο Λένιν ξεχώριζε δύο ειδών πολέμους: Κατακτητικούς, και συνεπώς άδικους πολέμους, και απελευθερωτικούς, δίκαιους πολέμους. Οι Γερμανοί διεξάγουν τώρα έναν κατακτητικό, άδικο πόλεμο, που αποβλέπει στην αρπαγή ξένου εδάφους και στην υποδούλωση ξένων λαών. Γι' αυτό όλοι οι τίμιοι άνθρωποι πρέπει να ξεσηκωθούν ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές σαν εχθρούς. Αντίθετα από τη χιτλερική Γερμανία, η Σοβιετική Ενωση και οι σύμμαχοί της διεξάγουν έναν πόλεμο απελευθερωτικό, δίκαιο, που αποβλέπει στην απελευθέρωση των υποδουλωμένων λαών της Ευρώπης και της ΕΣΣΔ από τη χιτλερική τυραννία. Γι' αυτό όλοι οι τίμιοι άνθρωποι πρέπει να υποστηρίξουν τους στρατούς της ΕΣΣΔ, της Μεγάλης Βρετανίας και των άλλων συμμάχων, σαν στρατούς απελευθερωτικούς... Είναι ανάγκη ο στρατός και το ναυτικό μας να έχουν δραστήρια και ενεργητική υποστήριξη από ολόκληρη τη χώρα μας. Οι εργάτες μας και οι υπάλληλοι, άνδρες και γυναίκες, να εργάζονται ασταμάτητα στις επιχειρήσεις μας και να δίνουν στο μέτωπο όλο και περισσότερα τανκς, αντιαρματικά όπλα και πυροβόλα, αεροπλάνα, κανόνια, όλμους, πολυβόλα, τουφέκια, πολεμοφόδια. Οι άνδρες και οι γυναίκες των κολχόζ μας να δουλεύουν ασταμάτητα στα χωράφια τους και να δίνουν στο μέτωπο και στη χώρα όλο και περισσότερο στάρι, κρέας, πρώτες ύλες για τη βιομηχανία. Ολη η χώρα μας και όλοι οι λαοί της ΕΣΣΔ να οργανωθούν σε ένα πολεμικό στρατόπεδο, που να διεξάγει, μαζί με το στρατό και το ναυτικό μας, το μεγάλο απελευθερωτικό πόλεμο για την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας μας, για τη συντριβή των γερμανικών στρατιών. Αυτό είναι τώρα το καθήκον μας. Μπορούμε και πρέπει να εκπληρώσουμε αυτό το καθήκον»2.

Την επόμενη μέρα, 7 Νοεμβρη, ο Στάλιν μίλησε στην Κόκκινη Πλατεία με την ευκαιρία μιας μεγαλειώδους και ταυτόχρονα ιστορικής στρατιωτικής παρέλασης προς τιμήν της Οχτωβριανής Επανάστασης. Είπε ανάμεσα σε άλλα3: «Σύντροφοι κόκκινοι φαντάροι και κόκκινοι ναύτες, διοικητές και πολιτικοί καθοδηγητές, παρτιζάνοι και παρτιζάνες! Σας ατενίζει όλος ο κόσμος σαν σε μια δύναμη ικανή να εκμηδενίσει τις ληστρικές στρατιές των Γερμανών κατακτητών. Σας ατενίζουν οι υποδουλωμένοι λαοί της Ευρώπης που έχουν υποταχθεί στους Γερμανούς κατακτητές σαν απελευθερωτές τους. Σας έλαχε μια μεγάλη απελευθερωτική αποστολή. Φανείτε άξιοι αυτής της αποστολής! Ο πόλεμος που διεξάγετε είναι πόλεμος απελευθερωτικός, πόλεμος δίκαιος».

Στη συνέχεια, μετά το τέλος της ομιλία του Στάλιν, ξεκίνησε η παρέλαση. Τα συντάγματα περνούσαν για ώρες σιωπηλά μπροστά από το Μαυσωλείο του Λένιν και τραβούσαν κατευθείαν για το μέτωπο. Πρόσωπα βουβά, με αυστηρά χαρακτηριστικά, που τα έκανε ακόμη αυστηρότερα η στρατιωτική περιβολή, μα πάνω απ' όλα αποφασισμένα να φέρουν τη νίκη. Λίγες μέρες αργότερα, στις 15-18 Νοέμβρη, μια νέα επίθεση του εχθρού τον έφερε μια ανάσα από τη σοβιετική πρωτεύουσα. Στα τέλη Νοέμβρη, τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονταν στο κανάλι Μόσχα - Βόλγας και είχαν περάσει στην ανατολική του όχθη. Η Μόσχα απείχε πλέον 25 με 30 χιλιόμετρα. Ας δούμε όμως πώς φτάσαμε έως αυτό το σημείο4:

Η αποτυχία του κεραυνοβόλου πολέμου

Οταν η ναζιστική Γερμανία αποφάσιζε να επιτεθεί εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης, υπολόγιζε σε έναν κεραυνοβόλο πόλεμο, που μέσα σε τέσσερις, το πολύ πέντε βδομάδες θα είχε οδηγήσει στη συντριβή του αντιπάλου της και στην καταστροφή του κύριου όγκου των στρατιωτικών του δυνάμεων. Η «Οδηγία Νο 21 - Περίπτωση Μπαρμπαρόσα» που ο Χίτλερ υπέγραψε στις 18 Δεκέμβρη του 1940, όρισε ότι «οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να προετοιμαστούν για να συντρίψουν τη Σοβιετική Ρωσία σε μια ταχεία εκστρατεία πριν απ' το τέλος του πολέμου εναντίον της Αγγλίας». Και υπογράμμιζε: «Ο όγκος του ρωσικού στρατού στη δυτική Ρωσία πρέπει να εκμηδενιστεί με τολμηρές επιχειρήσεις διά της εισχωρήσεως τεσσάρων βαθυτάτων αρματικών σφηνών και η υποχώρηση των ετοιμοπόλεμων δυνάμεων του εχθρού σε μεγάλες εκτάσεις της Ρωσίας πρέπει να παρεμποδιστεί». Ακόμη, τονιζόταν πως αν τα αποτελέσματα μιας τέτοιας επιχείρησης δεν έφεραν την εξάρθρωση της ρωσικής αντίστασης, τότε η γερμανική πολεμική αεροπορία θα έπρεπε να καταστρέψει και την πιο μακρινή βιομηχανική περιοχή των Ουραλίων, ενώ ο σοβιετικός στόλος θα έπρεπε να αχρηστευτεί με την κατάληψη των βάσεών του στη Βαλτική5. Η επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου απαιτούσε τη συγκέντρωση του κύριου όγκου του Κόκκινου Στρατού όσο πιο κοντά στα σύνορα γινόταν, κάτι που οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις επιχείρησαν να το πετύχουν, πριν τεθεί σε εφαρμογή το «σχέδιο Μπαρμπαρόσα», με τη σχεδόν φανερή παρουσία τους κατά μήκος των σοβιετικών συνόρων, τις παραβιάσεις του σοβιετικού εναέριου χώρου και πλήθος άλλων προκλήσεων. Εντούτοις δεν κατάφεραν το σκοπό τους, γεγονός που στο μεγαλύτερο, τουλάχιστον, βαθμό οφείλεται στην επιμονή του Στάλιν να διατηρηθεί ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού σε σημαντική απόσταση από τη γραμμή του μετώπου. Γράφουν - οι κάθε άλλο παρά φιλοκομμουνιστές - αδελφοί Ζόρες και Ρόι Μεντβέντιεφ6: «Εκείνη την εποχή το υπουργείο Αμυνας και το Γενικό Επιτελείο, έχοντας πειστεί ότι η έναρξη του πολέμου θα ήταν άμεση, εκλιπάρησαν τον Στάλιν να μεταφέρει μεγαλύτερο όγκο δυνάμεων από τις εφεδρείες στα δυτικά σύνορα και να δημιουργήσει μια πιο συμπαγή, συγκεντρωμένη διάταξη των δυνάμεων στις περιοχές κοντά στο μέτωπο. Ο Στάλιν απέρριψε κατηγορηματικά αυτό το αίτημα, επιμένοντας ότι πρέπει να διατηρηθούν μεγάλης κλίμακας εφεδρείες σε σημαντική απόσταση από οποιαδήποτε γραμμή μετώπου».

Για το ίδιο θέμα, ο στρατάρχης Ζούκοφ γράφει στα απομνημονεύματα του7: «Τα τελευταία χρόνια συνήθιζαν να κατηγορούν το Γενικό Στρατηγείο ότι δεν είχε δώσει διαταγές για μετακίνηση των βασικών δυνάμεων των στρατευμάτων μας από το βάθος της χώρας με σκοπό ν' αποκρουσθεί το εχθρικό χτύπημα. Δεν μπορώ να πω τι θα συνέβαινε αν γινόταν αυτό, αν θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα. Είναι πολύ πιθανό ότι τα στρατεύματά μας, όντας ανεπαρκώς εφοδιασμένα με αντιτανκικά και αντιαεροπορικά μέσα άμυνας, έχοντας μικρότερη ευλυγισία από τα εχθρικά στρατεύματα, δε θα άντεχαν στα ισχυρά συντριπτικά χτυπήματα των θωρακισμένων δυνάμεων του εχθρού και μπορούσαν να βρεθούν στην ίδια δύσκολη κατάσταση που βρέθηκαν ορισμένες στρατιές των παραμεθόριων περιοχών. Και ακόμα είναι άγνωστο, πώς θα διαμορφωνόταν αργότερα η κατάσταση κοντά στη Μόσχα, στο Λένινγκραντ και στα νότια της χώρας. Σ' αυτά πρέπει να προστεθεί ότι η χιτλερική διοίκηση υπολόγιζε ότι εμείς θα τραβούσαμε πιο κοντά στα κρατικά σύνορα τις κύριες δυνάμεις των μετώπων, όπου ο εχθρός σκόπευε να τις κυκλώσει και συντρίψει. Αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του σχεδίου "Μπαρμπαρόσα" στην αρχή του πολέμου».

Ο κεραυνοβόλος πόλεμος της Βέρμαχτ εναντίον της ΕΣΣΔ πολύ γρήγορα φάνηκε ότι είχε αποτύχει και τούτο οφειλόταν στη σωστή τακτική της σοβιετικής διοίκησης, η οποία δεν εγκλωβίστηκε στα σχέδια του εχθρού, αλλά και στη γεμάτη αυτοθυσία αντίσταση των σοβιετικών στρατευμάτων στα σύνορα, που είχε ως αποτέλεσμα πολύ μεγάλες απώλειες σε βάρος του Κόκκινου Στρατού8.

Στόχος η καρδιά του σοβιετικού κράτους

Παρά την αποτυχία του κεραυνοβόλου χτυπήματος, η γερμανική διοίκηση συνέχιζε να υποτιμά τη δύναμη της σοβιετικής στρατιωτικής μηχανής και να θεωρεί ότι η νίκη εναντίον του Κόκκινου Στρατού δε βρισκόταν πολύ μακριά. Στην εκτίμηση αυτή ωθούσε και το γεγονός ότι τα γερμανικά στρατεύματα είχαν ακόμη την πρωτοβουλία των κινήσεων, ενώ ο Σοβιετικός Στρατός βρισκόταν σε θέση άμυνας. Το Σεπτέμβρη του 1941, η στρατιωτική κατάσταση είχε ως εξής: Υστερα από τη μάχη του Σμόλενσκ, σε όλο το κεντρικό μέτωπο, τα γερμανικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να διακόψουν την επίθεση και να περάσουν σε θέση άμυνας. Στο τέλος Σεπτέμβρη σταμάτησε η εχθρική επίθεση στην περιοχή του Λένινγκραντ και άρχισε η πολιορκία της πόλης και η ηρωική άμυνά της, που κράτησε πάνω από 900 μέρες. Στο νότιο μέτωπο, η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων συνεχιζόταν. Στα τέλη Σεπτέμβρη, οι Γερμανοί κατέλαβαν το Κίεβο, πέρασαν το Δνείπερο και εισχώρησαν βαθιά στο έδαφος της Ανατολικής Ουκρανίας, φτάνοντας έως τη χερσόνησο της Κριμαίας9. Σ' αυτές τις συνθήκες κι έχοντας την ψευδαίσθηση μιας σύντομης ολοκληρωτικής νίκης, η γερμανική διοίκηση αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον της Μόσχας, υπολογίζοντας να συντρίψει την αντίσταση του Κόκκινου Στρατού μπροστά στη σοβιετική πρωτεύουσα και να νικήσει ολοκληρωτικά πριν ακόμη ξεκινήσει ο βαρύς ρωσικός χειμώνας.

Η επιλογή της Μόσχας ως στρατιωτικού στόχου πρωτεύουσας σημασίας ήταν μια παρέκκλιση από το σχέδιο «Μπαρμπαρόσα». Ο Λίντελ Χαρτ σημειώνει: «Ο Χίτλερ επεθύμη να καταλάβει το Λένινγκραντ ως πρωταρχικόν αντικειμενικό σκοπόν, εκκαθαρίζων ούτω το βαλτικόν του πλευρόν και επιτυγχάνων σύνδεσμον με τους Φινλανδούς έθετε εις δευτερεύουσαν μοίραν τη σημασίαν της Μόσχας. Με μίαν οξείαν όμως έννοιαν των οικονομικών παραγόντων ήθελεν επίσης να εξασφαλίση τον γεωργικόν πλούτον της Ουκρανίας και τη βιομηχανική περιοχήν του Κάτω Δνείπερου». Αντίθετη άποψη, όμως, είχαν οι στρατηγοί του. «Ο Μπράουχιτς και ο Χάλντερ ήθελον να συγκεντρωθούν επί του άξονος προελάσεως της Μόσχας - όχι προς σκοπόν να καταλάβουν την πρωτεύουσαν, αλλά διότι εφρόνουν ότι ο άξων ούτος προσέφερε την καλυτέραν πιθανότητα προς καταστροφήν του όγκου των ρωσικών δυνάμεων, τον οποίον ούτοι ανέμενον να συναντήσουν επί της οδού προς τη Μόσχαν»10. Τελικά, η άποψη της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης επικράτησε της άποψης του Χίτλερ και η Μόσχα επιλέχτηκε ως στρατιωτικός στόχος πρωτεύουσας σημασίας. Γράφει ο Ian Kershaw11: «Η στρατηγική τού να αποκτήσουν πρώτα τον έλεγχο στη Βαλτική και να αποκόψουν τη ζωτική για την οικονομία σοβιετική ενδοχώρα στο νότο, προστατεύοντας ταυτόχρονα τα γερμανικά αποθέματα πετρελαίου στη Ρουμανία, προτού επιτεθούν στη Μόσχα, δεν ήταν καθόλου παράλογη ως σκέψη. Και ο φόβος ότι μια κατά μέτωπο επίθεση εναντίον της Μόσχας θα απωθούσε απλώς τις σοβιετικές δυνάμεις αντί να τις περικυκλώσει, ήταν πραγματικός. Η επιλογή της Ανώτερης Στρατιωτικής Διοίκησης να παρεκκλίνει από το σχέδιο ''Μπαρμπαρόσα'' όσο η εκστρατεία βρισκόταν εν εξελίξει δεν αποτελούσε αυτονόητη βελτίωση. Η επιστροφή στην προεπιλεγμένη στρατηγική του Halder έγινε επειδή η Κεντρική Ομάδα Στρατιών είχε προωθηθεί γρηγορότερα και θεαματικότερα από τα αναμενόμενα και τώρα ασκούσε έντονες πιέσεις για να συνεχίσει την προέλαση και, όπως πίστευε, να τελειώσει την αποστολή της με την κατάκτηση της Μόσχας».

Το σχέδιο επίθεσης κατά της Μόσχας πήρε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Τυφώνας». Μια ονομασία που όσο κι αν ακούγεται βαρύγδουπη, κάθε άλλο παρά μπορούσε να απεικονίσει τα πραγματικά, πολύ χειρότερα από έναν τυφώνα, σχέδια των χιτλερικών για τη σοβιετική πρωτεύουσα. Σε μια συζήτηση που είχε με τον Γκέμπελς στις 23 Σεπτέμβρη του 1941 ο Χίτλερ αποκάλυπτε πως στόχος ήταν το Λένινγκραντ - η γενέτειρα του Μπολσεβικισμού - να ισοπεδωθεί και την ίδια τύχη να έχει και η Μόσχα12. Οι χιτλερικοί στρατιωτικοί ηγέτες είχαν καταρτίσει το σχέδιο καταστροφής της Μόσχας σε όλες του τις λεπτομέρειες. Η περικύκλωση της πόλης έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί ως τις 15 Οκτώβρη του 1941. Κατόπιν θα εφαρμοζόταν η διαταγή του Χίτλερ που έλεγε13: «Η πόλη της Μόσχας θα κυκλωθεί έτσι ώστε ούτε ένας Ρώσος στρατιώτης, ούτε ένας κάτοικος - άνδρας, παιδί η γυναίκα - να μπορέσει να ξεφύγει. Κάθε απόπειρα εξόδου να παταχθεί με τη βία. Εγιναν όλες οι αναγκαίες προετοιμασίες, ώστε η Μόσχα και τα προάστιά της με τη βοήθεια τεράστιων μέσων να πλημμυρίσει από νερά. Εκεί που σήμερα είναι η Μόσχα, πρέπει να γίνει τεράστια θάλασσα που για πάντα θα σκεπάζει, από τον πολιτισμένο κόσμο, την πρωτεύουσα του ρωσικού λαού».

Η μεγάλη μάχη της Μόσχας αρχίζει

Δίνοντας στην επιχείρηση κατά της Μόσχας αποφασιστική σημασία η ναζιστική στρατιωτική διοίκηση ενίσχυσε την ομάδα στρατιών «Κέντρο» σε βάρος των άλλων στρατιωτικών της συγκροτημάτων. Ετσι, στον τομέα της Μόσχας συγκεντρώθηκαν 53 μεραρχίες πεζικού, 14 μεραρχίες αρμάτων μάχης και 8 μηχανοκίνητες, δηλαδή το 38% των δυνάμεων του πεζικού και το 64% των σχηματισμών αρμάτων και μηχανοκίνητων που δρούσαν σε ολόκληρο το σοβιετογερμανικό μέτωπο14. Την 1η Οκτώβρη 1941 η ομάδα στρατιών «Κέντρο» διέθετε 1.800.000 άνδρες, πάνω από 14 χιλιάδες πυροβόλα και όλμους και 1.700 τανκς. Για την υποστήριξη της επίθεσης διατέθηκαν περί τα 1.390 αεροπλάνα.

Την ομάδα στρατιών «Κέντρο» θα αντιμετώπιζαν από την άλλη πλευρά οι στρατιές του Δυτικού, του Εφεδρικού και του μετώπου Μπριάνσκ, τις οποίες διοικούσαν αντίστοιχα ο στρατηγός Ι. Κόνιεφ, ο στρατάρχης της ΕΣΣΔ Ε. Μπουντιόνι και ο στρατηγός Α. Γερεμένκο. Στη διάθεσή τους είχαν 95 σχηματισμούς, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν πλήρη σύνθεση και μερικοί δεν ήταν αρκετά εκπαιδευμένοι και δεν είχαν πολεμική πείρα. Συνολικά στη σύνθεση των τριών αυτών μετώπων πολεμούσαν γύρω στους 1.250.000 άνδρες, με 7.600 πυροβόλα και όλμους, 990 τανκς και γύρω στα 680 αεροπλάνα15. Η υπεροχή του αντιπάλου είναι οφθαλμοφανής.

Η επίθεση των ναζιστικών στρατευμάτων κατά της Μόσχας άρχισε στις 30 του Σεπτέμβρη με χτύπημα της 2ης ομάδας αρμάτων μάχης στην αριστερή πτέρυγα του μετώπου του Μπριάνσκ και του Οριόλ, παρακάμπτοντας το Μπριάνσκ από τα νοτιοανατολικά. Στις 2 του Οκτώβρη άρχισαν την επίθεση οι κύριες δυνάμεις της ομάδας στρατιών «Κέντρο», με συγκλίνουσα κατεύθυνση προς τη Βιάσμα. Την ίδια ημέρα - δηλαδή στις 2 Οκτώβρη - ο Χίτλερ σε λόγο του έλεγε μεταξύ άλλων16: «Δημιουργήθηκαν επιτέλους οι προϋποθέσεις για το τελευταίο μεγάλο πλήγμα, που πρέπει να καταφέρουμε στον εχθρό για να τον συντρίψουμε πριν από το χειμώνα. Καταβάλαμε όλες τις ανθρώπινα δυνατές προσπάθειες και τώρα πια όλες οι προετοιμασίες μας έχουν τελειώσει. Αυτή τη φορά, σχεδιασμένα, βήμα με βήμα, προετοιμάσαμε τα πάντα, φέραμε τον εχθρό σε τέτοια θέση, ώστε σήμερα μπορούμε να του δώσουμε το τελικό θανάσιμο χτύπημα. Σήμερα αρχίζει η τελευταία, η πιο μεγάλη μάχη αυτού του χρόνου».

Στις 8 Οκτώβρη έπεσε το Οριόλ, μια σημαντική πόλη νότια της Μόσχας και ο Χίτλερ έστειλε το διευθυντή του για θέματα Τύπου, Οτο Ντίτριχ, αεροπορικώς στο Βερολίνο για να δηλώσει στους ανταποκριτές των κυριότερων εφημερίδων του κόσμου ότι «Δι' οιονδήποτε στρατιωτικόν σκοπόν η Σοβιετική Ρωσία έχει εξοφλήσει». Αλλά, όπως σημειώνει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ουίλιαμ Σίρερ, «Αι δημόσιαι αυταί καυχησιολογίαι του Χίτλερ και του Ντίτριχ, διά να είπωμεν το ολιγώτερον, ήσαν πρόωροι»... Και ο Σίρερ προσθέτει με νόημα: «Οχι εν τούτοις τόσον πρόωροι, όσο αι προειδοποιήσεις του Αμερικανικού Γενικού Επιτελείου, το οποίον κατά τον Ιούλιον είχεν εμπιστευτικώς πληροφορήσει Αμερικανούς εκδότας εφημερίδων και εις Ουάσιγκτον ανταποκριτάς ότι η κατάρρευσις της Σοβιετικής Ενώσεως ήτο ζήτημα μόνον ολίγων εβδομάδων. Δεν είναι εκπληκτικόν ότι αι δηλώσεις του Χίτλερ και του δρ. Ντίτριχ κατά τας αρχάς Οκτωβρίου 1941 εγένοντο ευρέως πιστευταί εις τας Ηνωμένας Πολιτείας και την Βρετανίαν, όπως εις τη Γερμανίαν και αλλαχού;»17.

Οι επιτελείς, λοιπόν σε Βρετανία και ΗΠΑ πίστευαν, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι ο Χίτλερ, ότι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ ήταν ζήτημα του αμέσως επόμενου χρονικού διαστήματος. Η αντίληψή τους αυτή, αλλά και η γενικότερη ιδεολογικοπολιτική τους αντίθεση προς το σοβιετικό καθεστώς φαίνεται ότι καθόρισαν τη στάση τους στη Διάσκεψη των αντιπροσώπων τους με εκπροσώπους της σοβιετικής κυβέρνησης, που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα από 29 Σεπτέμβρη ως 1 Οκτώβρη του 1941.

Η Διάσκεψη της Μόσχας

Η αγγλοαμερικανική αποστολή που έφτασε στη Μόσχα στα τέλη Σεπτέμβρη του 1941 με επικεφαλής τον λόρδο Μπίβερμπρουκ (Μ. Βρετανία) και τον Αβερελ Χάριμαν (ΗΠΑ) είχε συναντήσεις με τον Στάλιν και τον επικεφαλής της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής, Β. Μ. Μολότοφ. Στις συναντήσεις αυτές, στη βάση της κοινής διαπίστωσης ότι η ΕΣΣΔ σήκωνε το κύριο βάρος του πολέμου, τέθηκε ως κεντρικό θέμα το ζήτημα της βοήθειας που οι δύο σύμμαχες χώρες μπορούσαν να προσφέρουν στη Σοβιετική Ενωση. Η σοβιετική πλευρά πρότεινε το ύψος της κατά μήνα βοήθειας προς την ΕΣΣΔ να είναι: 400 αεροπλάνα (300 βομβαρδιστικά και 100 καταδιωκτικά), 1.100 μικρά και μεσαία άρματα μάχης, 300 αντιαεροπορικά πυροβόλα, 4 χιλιάδες τόνοι αλουμίνιο, 10 χιλιάδες τόνοι λαμαρίνα για θωράκιση αρμάτων μάχης και 4 χιλιάδες τόνοι τολουόλη. Η αγγλοαμερικανική αποστολή αρνήθηκε να ικανοποιήσει το σοβιετικό αυτό αίτημα και δεσμεύτηκε, οι δύο χώρες μαζί να στέλνουν κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα 9 μηνών (από 1η Οκτώβρη 1941 ως 30 Ιούνη 1942): 400 αεροπλάνα (100 βομβαρδιστικά και 300 καταδιωκτικά), 500 άρματα μάχης, 2.000 τόνους αλουμίνιο, 1.250 τόνους τολουόλη, 1.000 τόνους λαμαρίνα για άρματα μάχης και μια ορισμένη ποσότητα από οπλισμό και πολεμικό υλικό. Την 1η Οκτώβρη υπογράφηκε το τριμερές σύμφωνο που κατοχύρωνε αυτές τις υποχρεώσεις18. Εντούτοις η βοήθεια αυτή - στην αποστολή της οποίας δεν υπήρχε πάντοτε η απαραίτητη συνέπεια, τόσο στο χρόνο παράδοσης όσο και στις ποσότητες υλικού - δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν η ΕΣΣΔ, ούτε φυσικά αυτό που μπορούσαν να δώσουν οι Αγγλοαμερικανοί. Την αλήθεια αυτή της διαπίστωσης περιγράφει μα απόλυτη ακρίβεια ο λόρδος Μπίβερμπρουκ σε ένα γράμμα του προς στενό συνεργάτη του προέδρου Ρούσβελτ, το οποίο έστειλε λίγες ημέρες μετά τη λήξη της Διάσκεψης στη Μόσχα:

«Μετά την επιστροφή μου από τη Ρωσία στα μέσα περίπου Οκτωβρίου 1941 - γράφει ο λόρδος Μπίβερμπρουκ19-, έθεσα το ζήτημα του δεύτερου μετώπου με σκοπό να βοηθηθεί η Ρωσία. Θεωρώ ότι οι στρατιωτικοί μας ηγέτες εκδηλώνουν μόνιμα απροθυμία ν' αναλάβουν επιθετικές επιχειρήσεις. Η είσοδός μας στο Ιράν είναι μια ασήμαντη επιχείρηση... Οι μοναδικές επιχειρήσεις που κάνουμε είναι οι βομβαρδισμοί στη δυτική περιοχή της Γερμανίας και επιδρομές καταδιωκτικών στη Γαλλία, πράγμα που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να βοηθήσει τη Ρωσία και να βλάψει τη Γερμανία στη σημερινή κρίσιμη φάση. Η στρατηγική μας ακόμα και σήμερα στηρίζεται σε μια απαρχαιωμένη αντίληψη για τον πόλεμο, που δεν υπολογίζει τις επείγουσες ανάγκες και τις δυνατότητες της σημερινής στιγμής. Δεν έγινε καμιά προσπάθεια ν' αξιοποιηθούν τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την αυξανόμενη ρωσική αντίσταση. Σήμερα, στην ουσία, υπάρχει ένα μόνο στρατιωτικό πρόβλημα: πώς να βοηθηθούν οι Ρώσοι. Στο ζήτημα αυτό ακριβώς, οι επικεφαλής των Γενικών Επιτελείων περιορίζονται σε δηλώσεις ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Διαρκώς μιλάνε για δυσκολίες, χωρίς όμως και να κάνουν καμιά πρόταση για το πώς θα ξεπεραστούν αυτές. Είναι παράλογο να υποστηρίζεται ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε για τη Ρωσία. Μπορούμε να κάνουμε, αν αποφασίσουμε να θυσιάσουμε τις προκαταλήψεις του παρελθόντος, τις οποίες ως τώρα εξακολουθούμε να καλλιεργούμε και οι οποίες ξεπεράστηκαν για πάντα τη μέρα που δέχτηκε την επίθεση η Ρωσία. Η αντίσταση της Ρωσίας μάς έδωσε νέες δυνατότητες. Οπως φαίνεται, το γεγονός αυτό απάλλαξε τη Δυτική Ευρώπη από τα γερμανικά στρατεύματα και έκανε αδύνατη για τις δυνάμεις του Αξονα την ανάληψη επιθετικών ενεργειών σε άλλα σημεία. Η αντίσταση της Ρωσίας δημιούργησε εκρηκτική σχεδόν κατάσταση σε κάθε χώρα που βρίσκεται κάτω από γερμανική κατοχή, κάνοντας τις ακτές της Δυτικής Ευρώπης ευάλωτες στις επιθέσεις των βρετανικών στρατευμάτων. Παρ' όλα αυτά, έχει διαμορφωθεί μια τέτοια κατάσταση, που επιτρέπει στους Γερμανούς να μεταφέρουν άνετα τις μεραρχίες τους στην Ανατολή. Αυτό είναι αποτέλεσμα του ότι οι στρατηγοί μας εξακολουθούν να θεωρούν την ηπειρωτική Ευρώπη περιοχή απροσπέλαστη για τα βρετανικά στρατεύματα. Οι εξεγέρσεις μάλιστα στις κατεχόμενες περιοχές θεωρούνται πρόωρες ή αξιοκατάκριτες, γιατί αυτή τη στιγμή, υποτίθεται ότι δε μας συμφέρουν. Οι αρχηγοί των επιτελείων θα ήθελαν να περιμένουμε μέχρι να ράψουμε και το τελευταίο κουμπί στη στολή του τελευταίου στρατιώτη απ' αυτούς που ετοιμάζουμε για την εισβολή. Παραγνωρίζουν τελείως τις δυνατότητες που ανοίγονται σήμερα. Επιπλέον, ξεχνάνε ότι η εισβολή των Γερμανών στη Ρωσία μάς δημιουργεί καινούριους κινδύνους, παράλληλα με τις νέες δυνατότητες. Γιατί, αν εμείς δε βοηθήσουμε τη Ρωσία τώρα, ίσως να μην μπορέσει ν' αντέξει στην πίεση και ο Χίτλερ, ανενόχλητος πια από την Ανατολή, να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του εναντίον μας στη Δύση. Δε θα μας περιμένει να ετοιμαστούμε. Θα πρέπει να χτυπήσουμε τώρα, όσο δεν είναι αργά. Οπως είναι γνωστό, η άποψη αυτή δε βρήκε υποστήριξη ούτε στο Λονδίνο, ούτε στην Ουάσιγκτον». Περισσότερα σχόλια ασφαλώς περιττεύουν!!!

Ο φασισμός ηττάται στις πύλες της Μόσχας

Το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1941, τα γερμανικά στρατεύματα, στην προέλασή τους προς τη σοβιετική πρωτεύουσα, είχαν εξασφαλίσει σημαντικές επιτυχίες. Στα βόρεια οι μονάδες μηχανοκίνητων αρμάτων κατέλαβαν το Καλίνιν και στα νότια κυρίευσαν το Ορέλ και πλησίασαν στην Τούλα. Η κατάσταση γινόταν εξαιρετικά δύσκολη. Στις 19 Οκτώβρη - όπως προαναφέραμε - η Επιτροπή Κρατικής Αμυνας κήρυξε τη Μόσχα και τη γύρω περιοχή σε κατάσταση πολιορκίας. Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτώβρη, με απόφαση της εν λόγω Επιτροπής, πολλές κεντρικές κρατικές και κομματικές υπηρεσίες, το διπλωματικό σώμα, πολλά εργοστάσια, επιστημονικά, εκπαιδευτικά και πολιτικά ιδρύματα απομακρύνθηκαν από τη σοβιετική πρωτεύουσα και εγκαταστάθηκαν στο Κούιμπισεφ, στο Σβερντλόφσκ και σε άλλες πόλεις του Ποβόλζιε και των Ουραλίων, στο Καζαχστάν και στην Κεντρική Ασία. Το ΠΓ της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος με επικεφαλής τον Στάλιν και το Γενικό Αρχιστρατηγείο έμειναν στη Μόσχα όπου χιλιάδες λαού με τους κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή δούλευαν ασταμάτητα στην οργάνωση της άμυνας της πόλης. Η Κομματική Επιτροπή Μόσχας του Μπολσεβίκικου κόμματος σε έκκλησή της προς το λαό έλεγε20: «Η Μόσχα κινδυνεύει. Θα πολεμήσουμε για τη Μόσχα επίμονα, μανιασμένα, ως την τελευταία σταγόνα του αίματός μας! Καθένας από σας, σε όποιο πόστο κι αν στέκεται, όποια δουλιά κι αν κάνει, ας γίνει μαχητής του στρατού που υπερασπίζεται τη Μόσχα από τους φασίστες επιδρομείς. Εκείνος που δουλεύει στα οχυρωματικά έργα πρέπει να ξέρει πως η δουλιά του εδραιώνει την άμυνα της Μόσχας. Εκείνος που δουλεύει στο εργοστάσιο πρέπει να ξέρει πως υπερασπίζει την πατρίδα, υπερασπίζει τη Μόσχα. Ο μαχητής του Κόκκινου Στρατού, ο μαχητής των ταγμάτων καταδρομών ας θυμάται πως ο λαός του έδωσε το όπλο για να υπερασπίσει την πατρίδα και το λαό του ως την τελευταία του πνοή».

Από τις 5 Οκτώβρη είχε κληθεί από το μέτωπο του Λένινγκραντ στη Μόσχα ο Γ. Κ. Ζούκοφ ο οποίος στις 10 Οκτώβρη - με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου της Ανωτάτης Γενικής Διοίκησης την οποία υπέγραφαν ο Στάλιν και ο Σαπόσνικοφ - διορίστηκε διοικητής του Δυτικού μετώπου.

Στις 20 Οκτώβρη, ύστερα από σκληρές μάχες, η επίθεση του εχθρού ανακόπηκε 100 περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Μόσχας. Τώρα οι δυσκολίες και η αγωνία συσσωρεύονταν στο γερμανικό στρατόπεδο. Στις 6 Νοέμβρη 1941 ο Γερμανός διοικητής της δεύτερης ομάδας μεραρχιών αρμάτων - και μια από τις σημαντικότερες στρατιωτικές φυσιογνωμίες του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου - στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν έγραφε21: «Για το στράτευμα πρόκειται περί ταλαιπωρίας, για την υπόθεσίν μας όμως περί τραγωδίας, δεδομένου ότι ο αντίπαλος κερδίζει χρόνον και εμείς προχωρούμε με τα σχέδιά μας στην καρδιά του χειμώνος. Είμαι στενοχωρημένος για την εξέλιξη αυτή. Και η πιο καλή θέλησις ανατρέπεται από τα στοιχεία της φύσεως. Η μοναδική ευκαιρία να καταφέρομε ένα τρομακτικό πλήγμα εξαφανίζεται όσο πάει και περισσότερον, και δεν ξέρω καν αν θα ξαναέλθει ποτέ. Τι πρόκειται να γίνη αυτό το γνωρίζει μόνον ο θεός. Πρέπει να ελπίζομε και να μη χάνομε το θάρρος μας, αλλά αναμφιβόλως πρόκειται για μια μεγάλη δοκιμασία».

Ανησυχώντας για το πλησίασμα του ρωσικού χειμώνα, το γερμανικό επιτελείο ξεκίνησε τη δεύτερη γενική επίθεση εναντίον της σοβιετικής πρωτεύουσας στις 16 Νοέμβρη του 1941. Η μάχη αυτή - σύμφωνα με τον στρατηγό του Κόκκινου Στρατού Ν. Ταλένσκι - χωρίζεται σε δύο φάσεις: Την αμυντική μάχη που καλύπτει την περίοδο από τις 16 Νοέμβρη ως τις 5 Δεκέμβρη 1941 και την αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού που άρχισε στις 6 Δεκέμβρη του ιδίου έτους22. Στη διάρκεια της αμυντικής μάχης, η Μόσχα ένιωσε συχνά την ανάσα του εχθρού αφού σε ορισμένα σημεία τα γερμανικά στρατεύματα έφτασαν σε απόσταση 25-30 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης. Ομως δεν είχαν δυνάμεις για κάτι περισσότερο. Η σκληρή αμυντική γραμμή του Κόκκινου Στρατού, το κύριο βάρος της οποίας σήκωσαν τα στρατεύματα υπό τη διοίκηση των Κ.Κ. Ροκοσόφσκι και Λ. Α. Γκοβόροφ, έφθειρε ανεπανόρθωτα τις εχθρικές δυνάμεις προκαλώντας τους τεράστιες απώλειες.

Στα τέλη Νοέμβρη το Σοβιετικό επιτελείο άρχιζε να ετοιμάζει την αντεπίθεση. «Το σχέδιο του σοβιετικού ανώτατου στρατηγείου - γράφει ο στρατηγός του Κόκκινου Στρατού Π. Δ. Κορκοντίνοφ - απέβλεπε στο να συντρίψει τα στρατεύματα κρούσης του εχθρού, που προσπαθούσαν να υπερφαλαγγίσουν τη Μόσχα από το βορά και το νότο, και ύστερα, αφού απωθήσει τα υπολείμματά τους προς δυσμάς, να υπερφαλαγγίσει, τα πλευρά των υπολοίπων δυνάμεων της ομάδας στρατιών ''Κέντρο''. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η μάχη μπροστά στη Μόσχα, μετά το πέρασμα των σοβιετικών στρατευμάτων στην αντεπίθεση, διεξαγόταν σε δύο τομείς - βορειότερα και νοτιότερα από τη Μόσχα»23. Ο Στρατηγός Α.Μ. Βασιλέφσκι που εκείνες τις μέρες αντικαθιστούσε τον άρρωστο στρατηγό Σαπόσνικοφ στα καθήκοντα του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, θυμάται24: «Αρχισε να ξετυλίγεται μια μεγαλειώδης μάχη. Η επιτυχία μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Η πρωτοβουλία περνούσε αναμφισβήτητα στα χέρια μας. Το απροσδόκητο χτύπημα των σοβιετικών στρατευμάτων προκάλεσε συγκλονιστική εντύπωση στη φασιστική διοίκηση. Στις 8 Δεκέμβρη, ο Χίτλερ υπόγραψε τη λεγόμενη διαταγή αριθμ. 39, που προέβλεπε το γενικό πέρασμα σε άμυνα των γερμανικών στρατευμάτων στις προσβάσεις της Μόσχας».

Οι Γερμανοί, στο εξής δεν κατάφεραν να πάρουν ξανά την πολεμική πρωτοβουλία. «Οι εξαντλημένοι Γερμανοί - γράφει ο Λίντελ Χαρτ25- ανατράπηκαν, τα πλευρά τους ζώθηκαν από τα ρωσικά στρατεύματα και τελικά δημιουργήθηκε μια κρίσιμη κατάσταση. Οι εισβολείς, από το βαθμό του στρατηγού και κάτω, άρχισαν να γεμίζουν με τις φοβερές σκέψεις της υποχωρήσεως του Ναπολέοντα απ' τη Μόσχα». Χωρίς αμφιβολία, τα πράγματα είχαν έτσι ακριβώς. Η νίκη κατά των ορδών του φασισμού μπροστά στις πύλες της Μόσχας χάραζε στον ορίζοντα την προοπτική της τελικής νίκης. Μόνο που ο δρόμος ως αυτήν ήταν ακόμη πολύ μακρύς.

1. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ι1-Ι2, σελ. 194

2. Ι. Β. Στάλιν: «Ο Μεγάλος Πόλεμος για την Πατρίδα», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1946, σελ. 13-25

3. στο ίδιο, σελ. 27-28

4. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος 1939-1945», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Α' σελ. 226

5. Λ. Χαρτ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου», έκδοση 7ου ΕΓ/ΓΕΣ, τόμος Α', σελ. 178-179

6. Ζόρες και Ρόι Μεντβέντιεφ: «Ο Αγνωστος Στάλιν», εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 364

7. Στρατάρχης Γ. Κ. Ζούκοφ: «Αναμνήσεις και Στοχασμοί», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 1ος, σελ. 319

8. Ο ίδιος ο Στάλιν ανέφερε ότι στους πρώτους 4 μήνες του πολέμου η Σοβιετική Ενωση μετρούσε τις παρακάτω απώλειες: 350.000 νεκροί, 378.000 αγνοούμενοι και 1.020.000 τραυματίες (βλέπε:. Β. Στάλιν: «Ο Μεγάλος Πόλεμος για την Πατρίδα», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1946, σελ. 14

9. Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», Σύνταξη: Γ. Α. Ντεμπόριν, Εποπτεία: Στρατηγός Ι. Ι. Ζούμπκοφ, εκδόσεις ΚΑΔΜΟΣ, Αθήνα 1959, τόμος Α', σελ. 236

10. Λίντελ Χαρτ: «Η άλλη πλευρά του λόφου - Ομιλούν οι Γερμανοί στρατηγοί του Β' Παγκοσμίου πολέμου», εκδόσεις Σ.Α. ΤΖΗΡΙΤΑ, σελ. 325-326

11. Ian Kershaw: «Χίτλερ 1936-1945: Νέμεσις», εκδόσεις Scripta, σελ. 387

12. Ian Kershaw, στο ίδιο, σελ. 385

13. Υπουργείο Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β' Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις «20ός αιώνας», Αθήνα 1959, σελ. 193-194

14. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ι1-Ι2, σελ. 189

15. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος 1939-1945", εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Α' σελ. 216-217

16. Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», Σύνταξη: Γ. Α. Ντεμπόριν, Εποπτεία: Στρατηγός Ι. Ι. Ζούμπκοφ, εκδόσεις ΚΑΔΜΟΣ, Αθήνα 1959, τόμος Α', σελ. 237-238

17. William L. Shirer: «Ανοδος και πτώσις του Γ' Ράιχ», εκδόσεις Αρσενίδη, τόμος Γ' σελ. 119

18. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ι1-Ι2, σελ. 187-188

19. Βαλεντίν Μπερεζκόφ: «Ημουν διερμηνέας του Στάλιν», εκδόσεις «Καστανιώτη, τόμος Α', σελ. 149-150

20. Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», Σύνταξη: Γ. Α. Ντεμπόριν, Εποπτεία: Στρατηγός Ι. Ι. Ζούμπκοφ, εκδόσεις ΚΑΔΜΟΣ, Αθήνα 1959, τόμος Α', σελ. 239

21. Χάιντς Γκουντέριαν: «Β' Παγκόσμιος πόλεμος - Αναμνήσεις ενός Στρατιώτου», εκδόσεις Α. Καραβία-Α. Δημητριάδη, σελ. 234.

22. Ν. Ταλένσκι: «Μόσχα-Στάλινγκραντ: Δύο γερά χτυπήματα», Εκδόσεις Κορυδαλλού-Αθήνα 1945, σελ. 18

23. Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος - Οι σπουδαιότερες επιχειρήσεις του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1941-1945», εκδόσεις ΚΑΔΜΟΣ, Αθήνα 1959, σελ. 96

24. Α. Μ. Βασιλέφσκι: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 224

25. Λ. Χαρτ: «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου», έκδοση 7ου ΕΓ/ΓΕΣ, τόμος Α', σελ. 204

 Βίντεο

Βίντεο απο LeonidasPlakoutsis


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου