Η αγωνίστρια Κατίνα Τέντα Λατίφη μάς μιλάει για τον Ν. Μπελογιάννη, την παρανομία και τον παράνομο «Ριζοσπάστη»
Τη μαρτυρία για τη γνωριμία της με τον Νίκο Μπελογιάννη μάς μετέφερε σε πρόσφατη συνάντησή μας η Κατίνα Τέντα Λατίφη, συγγραφέας, αντιστασιακή, αγωνίστρια του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στα 94 χρόνια της σήμερα, που τη διετία 1952 - 1954, περίοδο της παρανομίας του Κόμματος, βρέθηκε στην Αθήνα και προετοιμάστηκε με την ομάδα του διαλεχτού αυτού στελέχους του Κόμματος.
Η αγωνίστρια, με μια χειμαρρώδη αφήγηση, θυμάται και εξοργίζεται για τις ανείπωτες διώξεις που δέχτηκε η γενιά της από την αστική τάξη, μια γενιά που τα έδωσε όλα για την απελευθέρωση της πατρίδας και την κοινωνική πρόοδο και αντιμετωπίστηκε με κυνηγητά, βία, εκτελεστικά αποσπάσματα και βγήκε στην παρανομία. Μας λέει ότι γνώρισε τον Μπελογιάννη στον Δημοκρατικό Στρατό, που ήταν καπετάνιος Μεραρχίας, αλλά ιδιαίτερα μετά το συγκροτημένο πέρασμα στην Αλβανία, όταν και η ίδια επιλέχτηκε για να εκπαιδευτεί, ώστε να επιστρέψει και να δράσει παράνομα στην Ελλάδα για την ανασύνταξη του κινήματος. «Ηταν οι αποστολές θανάτου, που ξέραμε ότι μπορεί και να είναι οι τελευταίες, και τα δίναμε όλα», θα μας πει και μιλώντας για τον Μπελογιάννη θα τονίσει: «Ηταν άνθρωπος πάντα με το χαμόγελο, του άρεσαν τα πειράγματα και τα αστεία και δενόταν με τους συντρόφους του. Σε κέρδιζε με τον τρόπο του και επιβαλλόταν χωρίς να επιβάλλεται», προσθέτει γεμάτη συγκίνηση και εξιστορεί πως μαζί με τον Νίκο έμεινε στην Αλβανία, όταν οι χιλιάδες αγωνιστές του ΔΣΕ ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι με το πλοίο για την Τασκένδη.
Στη συνέχεια, μας λέει πώς σχηματίστηκε η 5μελής ομάδα του Μπελογιάννη, όπου πέρασαν την πρώτη εκπαίδευση στο Μπουρέλι και στη συνέχεια σε άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες. Στην Πολωνία είναι που μαθαίνει ότι ο Μπελογιάννης έφυγε και στη συνέχεια γίνεται γνωστή η εκτέλεσή του στις 30 Μάρτη του 1952. Αμέσως μετά η σχολή στη Ρουμανία, στην Μπριάζα, μετονομάζεται σε σχολή «Νίκου Μπελογιάννη», όπου εκπαιδεύεται στην παράνομη δουλειά και η Κατίνα και έρχεται για δύο χρόνια στην Αθήνα.
Καταλήγοντας περήφανα αλλά και με περιφρόνηση για τους διώκτες των αγωνιστών, υπογραμμίζει τι διδάχτηκε από το Κόμμα και τον Μπελογιάννη: «Η πίστη μας στον αγώνα μας ήταν στο υπέρ. Περιφρονούσαμε τον θάνατο. Αυτή η εποχή ήταν εποχή ηρωισμού για τη γενιά μου, με την αυτοθυσία για τα ιδανικά μας να φτάνει στον υπέρτατο βαθμό».
Η συζήτηση προχωράει για το πώς έφτασε παράνομα στην Ελλάδα. Και πάλι η αφήγησή της είναι καθηλωτική:
«Οταν ήρθα στην Ελλάδα, είχε σκοτωθεί ο Μπελογιάννης και κατέβηκα με τον Νίκο Γκένα. Είχα πρόβλημα με αυτόν, γιατί είχε συνηθίσει να λέει συνέχεια τη λέξη συντρόφισσα. Περάσαμε από τις Σέρρες αλλά φαίνεται μας βάλανε στο χέρι από την πρώτη στιγμή. Από τη Θεσσαλονίκη στο τρένο μπήκε και κάθισε δίπλα μας ένας στρατιωτικός και μου είπε ότι στο διπλανό βαγόνι ήταν ο διοικητής Ασφάλειας του Κιλκίς. Πώς να το πω στον Νίκο που τον έχω απέναντί μου και λαγοκοιμάται και δεν παίρνει χαμπάρι. Του κάνω σήμα και ευτυχώς είχαμε μάθει τα σήματα μορς με τα μάτια και κάπως κατάλαβε. Αλλωστε, και ο στρατιωτικός είπε χαρακτηριστικά "μας στέλνουν απέξω κατασκόπους και ευτυχώς τους πιάνουμε και τώρα εκτελέσαμε έναν στο Κιλκίς". Ηταν ένας Σπυράκος, φίλος μας. Τελικά φτάσαμε στην Αθήνα, χωριστήκαμε για να χαθούν τα ίχνη μας και είπαμε να συναντηθούμε σε ένα ζαχαροπλαστείο στην Μάρνη, 2 το μεσημέρι για λουκουμάδες. Εγώ πήγα εκεί, αλλά ο Γκένας δεν ήρθε, δεν ήξερε καλά την Αθήνα. Ετσι, ενώ εγώ είχα αποστολή να είμαι στην ομάδα του Γκένα, χωριστήκαμε. Τελικά ήρθα σε σύνδεση με τον Ζάχο και τον Λ. Τζεφρώνη. Η αρχική αποστολή που μου είχε δώσει ο ίδιος ο Ζαχαριάδης και το ΠΓ ήταν να βρίσκω ασφαλή σπίτια για τα στελέχη που θα έρχονταν και δεν έπρεπε να έχω επαφές με Κομματικές Οργανώσεις. Εγώ είχα ενημέρωση μέσω του σταθμού "Φροντιστήριο του Αγωνιστή" με κωδικοποιημένα μηνύματα. Ελα όμως που εκείνη την περίοδο η ομάδα του Ζάχου ήταν υπεύθυνη για τον παράνομο Τύπο και εκείνη την περίοδο είχε χτυπηθεί το τυπογραφείο στον Κολωνό και εκτελέσανε τον Γεωργίου. Δεν είχαν όμως πιαστεί όλοι. Αυτό έγινε αφότου έφυγα εγώ, τη μέρα που ήρθε ο Τίτο στην Ελλάδα τον Ιούνη του 1954. Μας καλούσαν απέξω γιατί κινδυνεύαμε να συλληφθούμε όταν περνάγαμε το χρονικό διάστημα. Ετσι επιλέξαμε τη μέρα που ήταν όλος ο κρατικός μηχανισμός απασχολημένος με τον Τίτο. Καταφέραμε και φύγαμε με ένα στρατιωτικό τζιπ, ενός στρατιωτικού ανιψιού του Ζάχου, περάσαμε το μεγάλο μπλόκο στη Θεσσαλονίκη στον Κορφιάτη, λέγοντας ότι έχουμε γάμο στις Σέρρες».
Για τον παράνομο Τύπο αναφέρει: «Η μεγαλύτερη όμως δυσκολία όταν μπήκα και εγώ στην ομάδα του Τύπου ήταν η ανεύρεση σπιτιού όπου θα τυπώναμε. Εγώ ήμουνα μικρή, με συμπαθούσαν οι γυναίκες, δεν κινούσα υποψίες. Δεν έδινα την εικόνα ότι ο ...κίνδυνος μπήκε μέσα στο σπίτι. Οταν βρήκα το σπίτι της Κασσιανής και του Αλέκου στο Πολύδροσο (σ.σ. είναι σπίτι για το οποίο μιλάει στη γλαφυρή αφήγηση στον "Ριζοσπάστη" σε δύο δημοσιεύματα στις 26/2/2022 και 5/3/22 με τίτλο "Η ιστορία της έκδοσης ενός φύλλου του «Ριζοσπάστη»") μπήκα σαν χωριατοπούλα που βοηθούσα στις δουλειές. Ενα κόκκινο πουλοβεράκι που φορούσε ο μικρός Γιαννάκης της οικογένειας Πλιάκου εγώ το είχα πλέξει. Ελεγα στην Κασσιανή που εύλογα φοβόταν "πάθαμε τίποτα, δεν πάθαμε, άμα προσέχεις δεν παθαίνεις, αρκεί να μην έχεις χαφιέ". Ετσι προχωρήσαμε με τη διαδικασία της έκδοσης. Μαζί κάναμε την προετοιμασία. Από ένα σεντόνι φτιάξαμε τις θήκες για τα στοιχεία (με τα πολλά γράμματα που υπήρχαν εκείνη την εποχή, περισπωμένες, δασείες, υψηλές κ.ά.), σιγά - σιγά τα έφερνα σε μασούρια. Η βάση του τυπογραφείου είναι που δεν ξεχνάω ποτέ. Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα να κουβαλήσω, εγώ η μικρή, 48 κιλά που ήμουνα τότε, 80 οκάδες στην πλάτη σε απόσταση 4 - 5 χιλιόμετρα μέσα από χωράφια και να την πάω στο σπίτι στην Κασσιανή. Πώς τα κατάφερα, δεν ξέρω. Τώρα που το σκέφτομαι παίρναμε δύναμη από τις εμπειρίες. Θυμάμαι μια συναγωνίστρια στον ΔΣΕ από τη Ρούμελη - το γράφω και στα "Απόπαιδα" - που χτυπήθηκε στο κεφάλι και είχε βγει το μυαλό της σαν φελλός, στον Αη-Λιά της Φούρκας στον Γράμμο, που έγινε η κόλαση της κόλασης, αστραπές, βροχές, κανόνια όλων των ειδών ορειβατικά, πεδινά κ.λπ. και ακούω τη νύχτα "ποιος είναι κοντά; Κατίνα, γρήγορα μαζέψτε τη να την πάτε στο Ταμπούρι", όπου ήταν ο σταθμός επίδεσης, και την παίρνουμε 4, και εκείνη με το μυαλό έξω τραγουδάει "απόψε θα πλαγιάσουμε σε μαλακό χορτάρι..." "εμπρός αδελφούλες μου...". Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί βιολογικά, επιστημονικά. Γι' αυτό λέω η πίστη, η προσφορά ήταν στο υπέρ. Πώς εγώ, ένα μοναχοπαίδι, ορφανό από πατέρα, που με υπεραγαπούσε, να μη σκεφτώ κανέναν κίνδυνο. Αυτή ήταν η εποχή, και δεν είναι η μόνη, ηρωική. Οι χειρότερες στιγμές στον Γράμμο και το Βίτσι ήταν στη Φούρκα, ήταν σε μια πλαγιά με τους τραυματίες όταν έσπασε το μέτωπο, όπου περνούσες και έβλεπες κομμένα πόδια, χέρια, να φωνάζουν οι τραυματίες "λίγο νερό" και επίσης στο Μπέλλες, που πέσαμε σε ενέδρα του στρατού και με σκυλιά και συρθήκαμε μέσα στη λάσπη σε μια φοβερή κακοκαιρία, πάνω σε αγκάθια και πέτρες και έπρεπε να κρυφτούμε την άλλη μέρα στον ήλιο μέσα στη λάσπη. Εκεί ήταν νεκρή ζώνη, δεν είχε αλτ, είχε μπαμ και κάτω. Επίσης, θυμάμαι το ναρκοπέδιο όταν φτάσαμε νύχτα στα σύνορα και το σύρμα από τις νάρκες ήταν στους 10 πόντους. Αυτά περάσαμε. Τι πέρασε αυτός ο λαός! Τι πέρασαν οι άλλοι στη Μακρόνησο! Αυτά δεν ξεχνιούνται. Τα βασανιστήρια, οι Σούρληδες, οι κακουχίες, οι παρακρατικοί. Παρότι άλλαξαν τα χρόνια το μίσος για αυτούς τους βασανιστές δεν σβήνει. Εγώ στα 22 μου τα πέρασα όλα αυτά, κοιμήθηκα σε νεκροκρέβατο, σε νεκροταφείο, με πήγαν φυλακή, εξορία, στη Γαύδο, στην Ικαρία, δραπέτευσα δύο φορές, βγήκα στο αντάρτικο, στην παρανομία. Τα έκανα γιατί πίστεψα στον αγώνα. Οταν με ρώτησαν από ένα ραδιόφωνο στον Βόλο, γιατί γράφω για αυτόν τον αγώνα, ποιο είναι το έναυσμά μου, τους είπα: "Δεν έχω έναυσμα. Ούτε με ενδιαφέρει το όνομά μου, τα βιβλία, σκέφτομαι τους χιλιάδες συναγωνιστές μου. Είναι σαν να μου λένε: Κατίνα επέζησες; Γράψε αυτά που δεν μπορούμε εμείς γιατί είμαστε στο χώμα. Αυτήν την παραγγελία έχω"».
Ο Γιάννης με τον πατέρα του, Αλέκο, περίπου την περίοδο που «φιλοξενήθηκε» η Κατίνα |
«Πολύτιμη γνώση οι αγώνες των κομμουνιστών»
Συζήτηση με τον Γιάννη Πλιάκο, η οικογένεια του οποίου «φιλοξένησε» την καταδιωκόμενη Κατίνα
Μιλώντας στον «Ριζοσπάστη» ο Γιάννης Πλιάκος, γιος του Αλέκου και της Κασσιανής, που έκρυψαν την Κατίνα Λατίφη ως «Πίτσα» στο σπίτι τους στο Πολύδροσο στα δύσκολα χρόνια της παρανομίας, μας λέει χαρακτηριστικά: «Αργότερα συνειδητοποίησα ότι η Κατίνα και οι σύντροφοί της έζησαν σε λίγα χρόνια όσα δεν μπορούμε εμείς σήμερα να ζήσουμε σε 3 και 4 ζωές. Και μόνο το ρίσκο να σκεφτεί κανείς, που σήμαινε καταδίκη σε θάνατο, δείχνει το τι πίστη και αυτοθυσία είχαν αυτοί οι άνθρωποι».
Στο ίδιο σπίτι που τυπώθηκε και ένα φύλλο του παράνομου «Ριζοσπάστη», ο πρώην τρίχρονος πιτσιρικάς, που δεν χώνευε την Πίτσα γιατί έλεγε στον πατέρα του «να μην τον δέρνει γιατί πίνει νερό από το κατσαρόλι του σκύλου αλλά να τον βάλει τιμωρία», σήμερα, χρόνια μετά, αναλογιζόμενος το ρίσκο που πήρε και η δική του οικογένεια, μας λέει ότι είχαν συναίσθηση ότι βοηθούσαν ανθρώπους που πάλευαν για ένα καλύτερο μέλλον για τον λαό μας και προσθέτει πως «ίσχυε αυτό που έλεγαν στο χωριό, "ήρθαν οι θκοί (δικοί) μας"».
Το σπίτι στο Πολύδροσο όπου τυπώθηκε ένα φύλλο του παράνομου «Ριζοσπάστη» |
Αναφέρει ότι γνώρισε την Κατίνα ουσιαστικά όταν μετά το 1974 τους επισκέφτηκε στο σπίτι τους και, πιο πολύ, από τις πολυάριθμες συζητήσεις που είχαν όταν εκείνος ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής στο Λονδίνο και εκείνη ζούσε στο Παρίσι και αντάλλασσαν επισκέψεις. Από τις συζητήσεις, σημειώνει, καταλάβαινε ότι μιλούσε με έναν θρύλο και τονίζει: «Οπως ήμουν φορτισμένος πολιτικά και συναισθηματικά μετά τη μεταπολίτευση, έμεινα άναυδος με τις ιστορίες που άκουγα. Και εγώ ως φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ και η γενιά μου, στο μέτρο που μπορούσε και ήθελε ο καθένας, συμμετείχαμε στον αντιδικτατορικό αγώνα, έτσι οι αγώνες των κομμουνιστών από την περίοδο της Αντίστασης και του ΔΣΕ ήταν για μας πολύτιμη γνώση και τη ρουφάγαμε σαν σφουγγάρια».
Τον αποχαιρετάμε με την ευχή και την προτροπή να βρισκόμαστε και στα σημερινά μετερίζια, στους σύγχρονους αγώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου