Στις 21 Οκτωβρίου/3 Νοεμβρίου του 1918, στην αίθουσα του Βασιλικού Θεάτρου στην Αθήνα ξεκίνησε τις εργασίες του το Α΄ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο. Μετά την πέμπτη ημέρα εργασιών το Συνέδριο συνεχίστηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, όπου και ολοκλήρωσε τις εργασίες του στις 28 Οκτωβρίου/10 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, έχοντας καταλήξει σε μία πολύ σημαντική απόφαση, τη συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης σε πανελλαδικό επίπεδο με την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ)1. Επρόκειτο για ένα γεγονός μεγάλης ιστορικής σημασίας, που όμως δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά ύστερα από κοπιώδεις προσπάθειες. Ας τις παρακολουθήσουμε εν συντομία.
Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, ξεχωριστή προσωπικότητα του εργατικού κινήματος, στα πρώτα χρόνια της οργάνωσής του |
Πρώτες προσπάθειες για πανελλαδική συνδικαλιστική ενοποίηση
Η ενοποίηση του εργατικού κινήματος, όπως και η εξάπλωση των οργανώσεών του, ήταν κεντρικό πρόβλημα στη δράση της εργατικής τάξης τουλάχιστον από τις αρχές της 2ης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Η πρώτη, μάλιστα, προσπάθεια για ίδρυση Πανελλήνιας Εργατικής Ομοσπονδίας καταγράφεται το Δεκέμβρη του 1911, όταν το Εργατικό Κέντρο την Αθήνας ανέλαβε την πρωτοβουλία για συνένωση όλων των εργατικών οργανώσεων της χώρας σε μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση. Η προσπάθεια εκείνη, όπως μας πληροφορεί ο Κορδάτος2, έμεινε στα χαρτιά, αλλά η ιδέα της πανελλαδικής εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν εγκαταλείφθηκε. Η υλοποίησή της, μάλιστα, απέκτησε επιτακτικό χαρακτήρα μετά τους βαλκανικούς πολέμους, από τους οποίους νέες περιοχές προστέθηκαν στην ελληνική επικράτεια, φέρνοντας μαζί τους πλούσια εργατική κίνηση, όπως αυτή της Θεσσαλονίκης όπου δρούσε η «Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία», η γνωστή «Φεντερασιόν».
Μια νέα προσπάθεια υλοποίησης της ιδέας για Πανελλαδική Εργατική Ομοσπονδία έγινε στα 1914 με πρωτοβουλία των καπνεργατών, που οργάνωσαν συνδικαλιστική συνδιάσκεψη στην Αθήνα όπου και ελήφθησαν οι σχετικές αποφάσεις αλλά δεν έμελλε να υλοποιηθούν. Την ίδια τύχη είχε και μια τρίτη απόπειρα, στα 1916, με πρωτοβουλία αυτή τη φορά του Εργατικού Κέντρου Πειραιά3.
Ολες αυτές οι προσπάθειες, όπως και όσες ακολούθησαν στη συνέχεια, για ενοποίηση του εργατικού κινήματος σε συνδικαλιστικό επίπεδο, είχαν το χαρακτηριστικό ότι συνοδεύονταν, συνδυάζονταν ή αποτελούσαν μέρος μιας έντονης κινητικότητας για ενοποίηση και των πολιτικών εργατικών οργανώσεων σε ένα ενιαίο εργατικό κόμμα. Τις προσπάθειες αυτές στο σύνολό τους, και στο συνδικαλιστικό και στο πολιτικό επίπεδο, σφράγισε η Ρώσικη Επανάσταση, τόσο η αστικοδημοκρατική του Φλεβάρη, αλλά πολύ περισσότερο η Σοσιαλιστική του Οχτώβρη 1917.
Η πρώτη έκδοση της ΓΣΕΕ για την ενημέρωση των Ελλήνων εργαζομένων και τη γνωριμία τους με τις αποφάσεις της Κόκκινης Επαγγελματικής Διεθνούς |
Στην τελική ευθεία της προετοιμασίας του Συνεδρίου
Από το καλοκαίρι του 1917, δόθηκε νέα ώθηση στην προσπάθεια ενοποίησης των ελληνικών εργατικών οργανώσεων, δεδομένου ότι είχε συγκροτηθεί μια οργανωτική επιτροπή για τη διοργάνωση Πανελλαδικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου. Το συνέδριο αυτό ορίστηκε για τις 4 Αυγούστου του ιδίου έτους, αλλά δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί. Στις αρχές όμως του 1918 - και υπό την επίδραση της νίκης των μπολσεβίκων στη Ρωσία - το ζήτημα της ενοποίησης των εργατικών οργανώσεων, πολιτικών και συνδικαλιστικών, μπήκε στην τελική ευθεία. Το Φλεβάρη αυτού του έτους, με πρωτοβουλία της «Φεντερασιόν» συγκλήθηκε μυστικά στη Θεσσαλονίκη η Β΄ Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, όπου συμμετείχαν, εκτός της «Φεντερασιόν», σοσιαλιστικές οργανώσεις της Αθήνας, του Πειραιά, του Βόλου και της Κέρκυρας. Η Συνδιάσκεψη εκείνη αποφάσισε τη διοργάνωση νέας Συνδιάσκεψης για τον Ιούλιο του 1918. Ετσι, στα τέλη Ιουλίου η Γ΄ Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη κατέληξε να συγκληθεί τον Οκτώβρη του 1918 Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο για την ίδρυση κόμματος της εργατικής τάξης. Παράλληλα εργατική συνδικαλιστική συνδιάσκεψη - που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο με τη συμμετοχή αντιπροσώπων από τα Εργατικά Κέντρα Θεσσαλονίκης, Αθήνας, Πειραιά και το συνδικάτο «Η Πρόοδος» - αποφασίζει τη σύγκληση Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου για τη συνένωση των συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Και οι δύο συνδιασκέψεις όρισαν από μία επιτροπή για την προετοιμασία του καθενός από τα δύο συνέδρια4.
Ολη αυτή η κινητικότητα, σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο, του εργατικού κινήματος δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τις αρχές του κράτους και φυσικά από την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου που βρισκόταν τότε στα πράγματα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση αυτή, ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όπως και το κόμμα των Φιλελευθέρων όχι μόνο έδειξαν ανοχή, αλλά και ενθάρρυναν την εργατική κινητικότητα.
Η «παράξενη» αυτή στάση του βενιζελισμού στην πραγματικότητα βασιζόταν σε πολιτικό υπολογισμό που απέρρεε από τα ίδια τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Ο Γ. Γεωργιάδης σημειώνει πως ο Βενιζέλος, αγωνιζόμενος κατά του παλαιοκομματισμού και για τον αστικό εκσυγχρονισμό τη χώρας, αφ' ενός είχε ανάγκη «να στηριχθεί επί μίας νέας λαϊκής τάξεως» και αφ' ετέρου δεν ήθελε να αφήσει «την οργάνωσιν των εργατών εις τας ιδίας των χείρας»5. Την ίδια περίπου ερμηνεία δίνει και ο Γ. Κορδάτος, ο οποίος βλέπει μια σαφή πρόθεση της κυβέρνησης του Βενιζέλου να πατρονάρει το εργατικό κίνημα6. Αντίθετα, ο Κ. Θέος καταθέτει έναν πιο προωθημένο προβληματισμό. «Η τότε κυβέρνηση Βενιζέλου - γράφει7 - βλέποντας ότι πλησιάζει το τέρμα του πολέμου και προβλέποντας ότι κατά τις διαπραγματεύσεις της ειρήνης θα χρησιμοποιούνταν από τις διάφορες κυβερνήσεις σαν συνήγοροι των εδαφικών τους διεκδικήσεων οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των σοσιαλιστικών κομμάτων... φοβήθηκε πως κατά τις διαπραγματεύσεις της ειρήνης εκείνης η ελληνική κεφαλαιοκρατική κυβέρνηση θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση αν δεν είχε κι αυτή τέτοιους συνηγόρους». Η άποψη του Θέου φαίνεται ότι βασίζεται στη μαρτυρία του Αβραάμ Μπεναρόγια, ο οποίος συμμετείχε στην εργατική αντιπροσωπεία που επισκέφθηκε τον Βενιζέλο και συζήτησε μαζί του αμέσως μετά την απόφαση για σύγκληση των δύο πανελλαδικών εργατικών συνεδρίων. «Ο κ. Βενιζέλος - γράφει ο Μπεναρόγια - δείκνυται λίαν φιλόφρων προς τους σοσιαλιστάς. Η συζήτησις διεξάγεται πέριξ του ζητήματος της ενδεχομένης υπογραφής ειρήνης παρά των σοσιαλιστών και της ανάγκης υπάρξεως ελληνικής σοσιαλιστικής αντιπροσωπείας ικανής να διαχειριστεί τα "ελληνικά" προβλήματα προς αντίταξιν της βουλγαρικής. Η Επιτροπή ζητεί 1ον) την άδειαν διά τα δύο συνέδρια, 2ον) δύο μήνας ελευθέρας δράσεως διά την επιτυχίαν των συνεδρίων καταργούμενου του στρατιωτικού νόμου και 3ον) παύσιν κάθε αναμείξεως παρασκηνιακής των Υπουργείων εις τα εσωτερικά των εργατικών σωματείων. Ο κ. Βενιζέλος δέχεται τους δύο όρους...». Οσο για τον τρίτο - πάντα σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μπεναρόγια - αρνείται ότι υπάρχει ανάμειξη του κράτους στα εσωτερικά των εργατικών σωματείων8.
Χωρίς αμφιβολία ο βενιζελισμός πίστευε πως μπορούσε να ποδηγετήσει και να αξιοποιήσει ποικιλοτρόπως το εργατικό κίνημα και δε δίστασε να ενεργήσει ανάλογα. Στο συνδικαλιστικό συνέδριο, μάλιστα, οι βενιζελικοί πίστευαν ότι θα μπορούσαν να κυριαρχήσουν αφού μεγάλο μέρος των συνέδρων ήταν οπαδοί τους9.
Ας δούμε όμως με περισσότερες λεπτομέρειες τις εργασίες του συνεδρίου.
«Ζήτω η απεργία» (πρωτομαγιάτικο σκίτσο του «Ρ») |
Το συνέδριο και η εργατική τάξη
Για το ποιοι πήραν μέρος στο συνέδριο και τι αντιπροσώπευαν υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες που για ιστορικούς λόγους αξίζει να τις παραθέσουμε.
Σύμφωνα με το «Ριζοσπάστη» της εποχής10 στο συνέδριο πήραν μέρος 252 αντιπρόσωποι, οι οποίοι εκπροσωπούσαν περίπου 60.000 εργάτες από 20 πόλεις της Ελλάδας και 48 επαγγέλματα, 200 σωματεία, 10 Εργατικά Κέντρα, 2 Ομοσπονδίες και 2 Επαγγελματικές Ενώσεις. Αντίθετα, ο Κορδάτος αναφέρει ότι στο συνέδριο πήραν μέρος «44 εργατικά σωματεία που αντιπροσώπευαν καμιά εξηνταριά χιλιάδες εργάτες»11. Την άποψη του Κορδάτου επαναλαμβάνουν νεότεροι μελετητές όπως ο Κ. Μοσκώφ12 αλλά και ο Χρ. Τζεκίνης, ο οποίος αναφορικά με τους αντιπροσώπους προσθέτει ότι στο συνέδριο έλαβαν μέρος 165 αντιπρόσωποι13.
Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, που πήρε μέρος στο συνέδριο και είχε ιδία γνώση των εργασιών του και της τότε κατάστασης της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, έχει γράψει ότι στο συνέδριο «έλαβαν μέρος 214 σωματεία, αντιπροσωπεύοντα περί τους 65.000 εργάτας»14. Την ίδια άποψη με τον Μπεναρόγια υποστηρίζει και ο Γ. Γεωργιάδης15, ηγετικό στέλεχος του ΣΕΚΕ ως το 1923 και την επαναλαμβάνουν νεότεροι μελετητές όπως ο Δ. Λιβιεράτος16. Τέλος, στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ17 σχετικά με τη συμμετοχή στο συνέδριο αναφέρει 214 σωματεία που αντιπροσώπευαν 65.000 εργάτες, αλλά αναφορικά με τον αριθμό των αντιπροσώπων αναφέρει ότι ήταν 182.
Πέρα όμως από το ποιοι πήραν μέρος στο συνέδριο, ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει να εκτιμηθεί τι αντιπροσώπευαν από άποψη δύναμης μέσα στην εργατική τάξη της εποχής και ειδικότερα στο συνδικαλιζόμενο τμήμα της. Στοιχεία ακριβή φυσικά δεν υπάρχουν. Ο Μπεναρόγια αναφέρει ότι η μόνη επίσημη στατιστική που υπάρχει για εκείνη την εποχή αφορά την Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το έτος 1917, όπου καταγράφονται 64.202 εργάτες, εκ των οποίων οργανωμένοι είναι οι 20.733. Αλλά και αυτή η στατιστική δεν είναι ακριβής, δεδομένου ότι η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο και πολλοί εργάτες ήσαν επιστρατευμένοι18.
Για το 1918 ο Γ. Γεωργιάδης μας πληροφορεί19 ότι υπήρχαν στην Ελλάδα 366 εργατικά σωματεία, εκ των οποίων τα 124 ήταν σε αδράνεια, και η συνολική δύναμη των οργανωμένων εργατών ήταν 79.306. Η οργάνωση των εργατών ήταν τριπλή: «α) εις επαγγελματικά σωματεία, β) επαγγελματικά σωματεία μετά ταμείου αλληλοβοηθείας και γ) εις μικτά σωματεία αλληλοβοηθείας (εργάται και μικροί εργοδόται μαζύ)». Τα καθαρώς επαγγελματικά σωματεία το 1918, μη συμπεριλαμβανομένων και των σωματείων με ταμείο αλληλοβοήθειας, ήταν 319. Από τα στοιχεία αυτά - και εφόσον αφαιρεθούν από το σύνολο των σωματείων αυτά που ήσαν αδρανή - προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι στο Α΄ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο εκπροσωπήθηκε η συντριπτική πλειοψηφία των συνδικαλιζόμενων εργατών.
Τάσεις πάλης μέσα στο συνέδριο
Στο ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ υπήρχαν τέσσερις, βασικές, τάσεις. Η μία ήταν το «κόμμα των Πειραιωτών», όπως τους λέγανε, και αποτελείτο κυρίως από αντιπροσώπους του Πειραιά και των νησιών. Επρόκειτο για ανομοιογενή δεξιά στοιχεία που ήταν δεμένα με τα αστικά κόμματα. Η δεύτερη τάση ήταν οι λεγόμενοι κεντριστές ή ανεξάρτητοι, που προέρχονταν κυρίως από αντιπροσώπους της Αθήνας και της Πελοποννήσου. Η τρίτη τάση, που ήταν και η ισχυρότερη του συνεδρίου, αποτελείτο από τους σοσιαλιστές όλων των περιοχών (Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας, Αθήνας, Πειραιά κλπ.). Ισχυρότερη ομάδα ανάμεσά τους ήταν οι θεσσαλονικείς. Η τέταρτη τάση ήταν η ομάδα του Γιαννιού, που συνεργαζόταν με τους σοσιαλιστές, αποτελώντας τη δεξιά πτέρυγά τους. Υπήρχε και μία πέμπτη ομάδα, όχι τόσο σημαντική, που την αποτελούσαν οι αναρχοσυνδικαλιστές20. «Η ρευστότης της καταστάσεως - γράφει ο Μπεναρόγια21 - επέτρεπε τας παρασκηνιακάς επιρροάς, τας αλληλοεπιδράσεις, τας αλλεπαλλήλους προσκαίρους διαμορφώσεις αυτής. Πολλάκις η ματαίωσις ή η συνέχεια του συνεδρίου εξηρτήθη από το μηδέν. Μόνον η συνετή ομόφωνος, σταθερά και πειστική στάσις των σοσιαλιστών επέτρεψε την περάτωσιν των εργασιών και η Μακεδονία έπαιξε και εδώ πρωτεύοντα ρόλον».
Το συνέδριο ίδρυσε τη ΓΣΕΕ, αλλά μεγάλη μάχη δόθηκε στο ζήτημα του προσανατολισμού που θα είχε η νεοϊδρυόμενη Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδας. «Εις το συνέδριο αυτό - γράφει ο Γεωργιάδης22 - το Κράτος και οι εργοδόται προσεπάθουν ν' αφαιρέσουν διά των οργάνων των πάσαν μαχητικήν αξίαν από τη Γενικήν Συνομοσπονδίαν αποκρούοντες την αναγνώρισιν της αρχής της πάλης των τάξεων. Εν τούτοις η σταθερά και συνειδητή στάσις των σοσιαλιστών αντιπροσώπων του συνεδρίου εις το να δοθή εις την Συνομοσπονδίαν ο χαρακτήρ της πολεμικής τακτικής κατά της αστικής τάξεως». Πράγματι το συνέδριο αποδέχτηκε ως αρχή της ΓΣΕΕ την πάλη των τάξεων «έξω από κάθε αστική επιρροή»23, γεγονός που αποτέλεσε νίκη, ιστορικής σημασίας, όχι μόνο για τους σοσιαλιστές, αλλά και για το σύνολο της εργατικής τάξης, αν εξετάσει κανείς το ζήτημα από τη σκοπιά των αντικειμενικών της συμφερόντων.
Το συνέδριο εξέλεξε 11μελή διοίκηση. Τα 6 μέλη ήταν οπαδοί των Φιλελευθέρων, ενώ κατάφερε να εκλέξει δύο μέλη και η ομάδα του Γιαννιού24. Παρ' όλα αυτά η αστική τάξη δεν μπορούσε να είναι ευχαριστημένη διότι οι σοσιαλιστές είχαν την κύρια επιρροή μέσα στην εργατική τάξη και στη βάση του κινήματός της, γεγονός που οδήγησε την κυβέρνηση σε διώξεις κατά των σοσιαλιστών. Μάταια όμως, αφού όπως γράφει ο Κορδάτος25 «οι σοσιαλιστές και τα συνειδητά εργατικά στελέχη κρατήσανε τα πόστα τους μέσα στα συνδικάτα και με την εμπιστοσύνη των εργατών προωθούσαν ολοένα και σταθερότερα τους επαγγελματικούς αγώνες».
1. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», Εκδόσεις Μπουκουμάνη, σελ. 303.
2. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ός Αιώνας, τόμος XIII, σελ. 503.
3. Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 503.
4. Βλέπε αναλυτικά: Κ. Μοσκώφ, «Εισαγωγή στην Ιστορία του κινήματος της Εργατικής τάξης», σελ. 397-398, ΚΜΕ Θεσσαλονίκης: «Η Σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 234-235, Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 294, 299 κ.α.
5. Γ. Γεωργιάδη, «Σοσιαλισμός - Προβλήματα θεωρίας, εφαρμογής και πράξης», εκδόσεις Παπαζήση, τόμος Α΄, σελ. 200.
6. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 296.
7. Κ. Θέου: «Τα ελληνικά συνδικάτα στην πάλη ενάντια στο φασισμό και για την ανεξαρτησία τους», έκδοση «ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ», Αθήνα, Μάρτιος 1947, σελ. 4.
8. Αβραάμ Μπεναρόγια: «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις Κομμούνα 1986, σελ. 108-109 και του ίδιου «Ελπίδες και πλάνες», εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 62-63.
9. Δ. Λιβιεράτου: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα», εκδόσεις Καρανάση, τόμος Α΄ σελ. 24 και του ίδιου «Τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ», εκδόσεις Προσκήνιο, σελ. 16.
10. «Ριζοσπάστης» 17/11/1918 και ΚΜΕ Θεσσαλονίκης: «Η Σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 244.
11. Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 303.
12. Κ. Μοσκώφ: «Εισαγωγή στην Ιστορία του κινήματος της Εργατικής τάξης», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 399.
13. Χρ. Τζεκίνη: «1870-1987 Το Εργατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στην Ελλάδα», εκδόσεις ΓΑΛΑΙΟΣ, σελ. 49-50.
14. Αβραάμ Μπεναρόγια: «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις Κομμούνα 1986, σελ. 116
15. Γ. Γεωργιάδη: «Σοσιαλισμός - Προβλήματα θεωρίας, εφαρμογής και πράξης», εκδόσεις Παπαζήση, τόμος Α΄, σελ. 202.
16. Δ. Λιβιεράτου: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-1923», εκδόσεις Καρανάση, σελ. 24.
17. «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α΄, σελ. 78-79.
18. Α. Μπεναρόγια: «Ο Επαγγελματικός αγών του ελληνικού προλεταριάτου», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 1/Ιανουάριος 1921, σελ. 26.
19. Γ. Γεωργιάδη, στο ίδιο, σελ. 201.
20. Α. Μπεναρόγια, στο ίδιο, σελ. 116-117 και Δ. Λιβιεράτου: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα», τόμος Α', σελ. 25-26.
21. Α. Μπεναρόγια, στο ίδιο, σελ. 117.
22. Γ. Γεωργιάδη, στο ίδιο, σελ. 202-203.
23. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 307.
24. ΚΜΕ Θεσσαλονίκης, στο ίδιο, σελ. 249.
25. Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 308.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου