Επιλογή γλώσσας

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Το στρατιωτικό ζήτημα και η σημασία του


Ο ΕΛΑΣ, εμπειροπόλεμος και ετοιμοπόλεμος όπως ήταν, αποτελούσε τον σοβαρότερο ανασταλτικό παράγοντα στα σχέδια των Αγγλων και της ντόπιας ολιγαρχίας.Το κύριο πρόβλημα των Αγγλων, της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας και των πολιτικών εκπροσώπων της ήταν η διασφάλιση των συμφερόντων τους στη μεταπολεμική Ελλάδα. Η επιδίωξη αυτή εκ των πραγμάτων απαιτούσε την καθυπόταξη του λαϊκού κινήματος, την ποδηγέτηση δηλαδή και συντριβή των ΕΑΜικών αντιστασιακών οργανώσεων και του ΚΚΕ ως προϋπόθεση για την παλινόρθωση του προπολεμικού αστικού καθεστώτος στη χώρα. 

Η Κατοχή και η Αντίσταση είχαν αλλάξει ριζικά τον πολιτικό χάρτη της χώρας. Τα παλιά αστικά κόμματα είχαν καταντήσει κόμματα – σφραγίδες κι αν είχαν επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο, μετά την Απελευθέρωση, αυτό οφειλόταν στις αδικαιολόγητες υποχωρήσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στο Λίβανο και στην Καζέρτα. 

Από την άλλη μεριά, ο λαός, συσπειρωμένος στη συντριπτική του πλειοψηφία γύρω από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, με την πάλη του κατά του φασισμού, είχε ήδη δημιουργήσει από τα χρόνια της Κατοχής ένα νέο τύπο εξουσίας, που ξέφευγε από τα πλαίσια του αστικού συστήματος και έτεινε προς τη λαϊκοδημοκρατική και σοσιαλιστική αναγέννηση της χώρας. Πέραν όμως αυτού, η ΕΑΜική – λαϊκή πλειοψηφία είχε κι ένα ακόμη σημαντικό ατού: Ηταν εξοπλισμένη, αφού είχε δημιουργήσει το δικό της λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ και τις άλλες ένοπλες ΕΑΜικές αντιστασιακές οργανώσεις. Συνεπώς, πρώτη επιδίωξη της ντόπιας και ξένης αντίδρασης ήταν να αφοπλίσει το λαό.

 Ο ΕΛΑΣ, εμπειροπόλεμος και ετοιμοπόλεμος όπως ήταν – με μάχιμη και εφεδρική δύναμη 130.000 περίπου ανδρών – αποτελούσε το σοβαρότερο ανασταλτικό παράγοντα στα σχέδιά της. Χωρίς τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, οι επιδιώξεις της ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Κι ακριβώς αυτό, η επιδίωξη δηλαδή να αφοπλιστεί το λαϊκό κίνημα για να μπορέσουν στη συνέχεια να το καθυποτάξουν, έφεραν ως αποτέλεσμα τα Δεκεμβριανά.


Το στρατιωτικό ζήτημα πριν την Απελευθέρωση


Η προσπάθεια διάλυσης του ΕΛΑΣ εντάχθηκε στα πλαίσια της λύσης του στρατιωτικού προβλήματος της χώρας μετά την Απελευθέρωση. Στα πλαίσια που υπαγόρευε δηλαδή η ανάγκη για τη συγκρότηση εθνικών ενόπλων δυνάμεων στη μεταπολεμική Ελλάδα. Πρώτη νύξη στο πρόβλημα έγινε στο συνέδριο του Λιβάνου. Εκεί αποφασίστηκε ότι το μεταπολεμικό πολιτικό πρόβλημα της χώρας θα λυνόταν ειρηνικά μέσα από εκλογές για την ανάδειξη κυβέρνησης και Βουλής και μέσα από δημοψήφισμα, ώστε να αποφανθεί ο λαός αν θα καταργούσε ή όχι τη μοναρχία. Τα πράγματα θα οδηγούνταν σ’ αυτή την εξέλιξη με ευθύνη κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου και με τη συμμετοχή όλων των παρατάξεων. Η κυβέρνηση αυτή θα αντιμετώπιζε και το στρατιωτικό ζήτημα με τη διάλυση των αντάρτικων και άλλων στρατιωτικών σωμάτων και τη συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία κλάσεων. Το στρατό αυτό θα στελέχωναν επαγγελματίες στρατιωτικοί και αντάρτες αρχηγοί που ήθελαν να ακολουθήσουν στρατιωτική καριέρα. 

Να πώς περιγράφει τη λύση του στρατιωτικού ζητήματος ο Γ. Παπανδρέου, στις 18/10/1944, μιλώντας στο λαό της Αθήνας στο Σύνταγμα: «Εν τη μερίμνη προς αποκατάστασιν του Ελευθέρου Ελληνικού κράτους, η κυβέρνησις θα επιδιώξη την ανασύνταξιν των ενόπλων δυνάμεων του Εθνους, με κριτήρια αποκλειστικώς εθνικά και Στρατιωτικά, όπως προσδιορίζει το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου. Θα αποδοθούν αι δίκαιαι τιμαί εις τους γενναίους αγωνιστάς των ανταρτικών μας δυνάμεων και τα στελέχη των θα εύρουν την πρέπουσα θέσιν εις τον ανασυντασσόμενον τακτικόν μας Στρατόν. Βάση του εθνικού μας Στρατού διά το μέλλον, όπως συνέβαινε ανέκαθεν εις την Ελλάδα και όπως συμβαίνει εις όλους τους Ελευθέρους λαούς, θα είναι η τακτική στρατολογία. Ολόκληρος ο ελληνικός λαός διεκδικεί την τιμήν να είναι υπερασπιστής της Πατρίδος.» («Ντοκουμέντα της αντίστασης», εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 233 – 234). Η λύση αυτή – ως γενικό περίγραμμα θέσεων – έβρισκε σύμφωνο και το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.


Αλλοι οι πραγματικοί σκοποί


Η ντόπια και ξένη αντίδραση, φυσικά, δεν επιθυμούσε να πραγματοποιήσει όσα υποσχόταν στα λόγια κι όσα αποδεχόταν στις συμφωνίες. Γνώριζε καλά πως δε θα μπορούσε να έχει υπό τον έλεγχό της και να χρησιμοποιήσει για τους αντιλαϊκούς της σκοπούς ένα στρατό με τις παραπάνω προδιαγραφές, όπως τις περιγράφει στο λόγο του ο Γ. Παπανδρέου. Αν γινόταν κανονική στρατολογία, η βάση του στρατού θα ήταν στη συντριπτική της πλειοψηφία ΕΑΜική και ΕΛΑΣίτικη. Αν ο στρατός στελεχωνόταν από αντιστασιακούς επαγγελματίες στρατιωτικούς και αντάρτικα στελέχη, το αποτέλεσμα θα ήταν πάλι το ίδιο. Η αντίδραση χρειαζόταν ένα στρατό του χεριού της κι αυτό σήμαινε πως οι ΕΑΜίτες και οι ΕΛΑΣίτες έπρεπε να αποκλειστούν, στόχος που πέρναγε αποκλειστικά μέσα από τη συντριβή του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος.


Ο Γ. Παπανδρέου, από την εποχή του Λιβάνου ακόμη, δεν έκρυβε αυτές του τις επιδιώξεις. Στις 13/7/1944, λίγες εβδομάδες μετά τη Διάσκεψη – παρόλο που υποτίθεται ότι εξέφραζε, ως πρωθυπουργός, την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» – σε συνάντησή του με τον υπαρχηγό του ΕΔΕΣ, Κ. Πυρομάγλου, ρωτούσε τον τελευταίο αν ο ΕΔΕΣ είναι σε θέση να διαλύσει τον ΕΛΑΣ. Η απάντηση του Πυρομάγλου δεν τον ικανοποίησε. Και ο Γ. Παπανδρέου ξεκαθάρισε στον συνομιλητή του:
***«Τότε τον ΕΛΑΣ, θα τον διαλύσω με τους Αγγλους».>
***«Προ ή μετά την απελευθέρωσιν, κύριε πρόεδρε;».
***«Μετά την απελευθέρωσιν»
(Κ. Πυρομάγλου: «Η Εθνική Αντίστασις», Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, σελ. 274).

Ακριβώς σ’ αυτή τη γραμμή κινήθηκε και αυτή τη γραμμή υπηρέτησε. Αλλά και οι Εγγλέζοι, που ήταν οι εμπνευστές, καθοδηγητές και στη συνέχεια οι εκτελεστές αυτής της υπόθεσης έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Ενδεικτικό των προθέσεών τους είναι το παρακάτω τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ προς τον υπουργό του επί των Εξωτερικών, Α. Ιντεν, στις 7/11/44: «Ελπίζω – έλεγε ο Τσόρτσιλ – ότι η ελληνική ταξιαρχία θα φτάσει σύντομα και ότι δε θα διστάσει να ανοίγει πυρ, όπου είναι αναγκαίο… Χρειαζόμαστε άλλες 8 με 10 χιλιάδες στρατιώτες για να κρατήσουμε για λογαριασμό της ελληνικής κυβερνήσεως, την πρωτεύουσα και τη Θεσσαλονίκη. Το θέμα επεκτάσεως της ελληνικής εξουσίας πρέπει να το εξετάσουμε αργότερα». 

Η αντίδραση οδηγούσε τα πράγματα σε ρήξη με το ΕΑΜικό κίνημα και στήριξε αυτές της τις επιδιώξεις στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις που βρίσκονταν στην Ελλάδα, στις αντικομμουνιστικές οργανώσεις των συνεργατών των Γερμανών και κάθε λογής δοσιλόγων, καθώς και στα στρατιωτικά σώματα ελλήνων πραιτοριανών που είχε υπό τον έλεγχό της. Η Ορεινή Ταξιαρχία, π.χ., για την οποία κάνει λόγο στο τηλεγράφημά του ο Τσόρτσιλ, αλλά και ο Ιερός Λόχος είχαν δημιουργηθεί από ακραιφνή ακροδεξιά και φασιστικά στοιχεία, μετά την καταστολή του κινήματος της Μέσης Ανατολής.

 ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ

5 σχόλια:

  1. Η στρατηγική του ΚΚΕ αρχικά στηρίχτηκε στη λαθεμένη ανάλυση του Κόμματος, αναφορικά με τη σχετική καθυστέρηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, στην αντίληψη ότι η εθνική ανεξαρτησία (απαλλαγή της Ελλάδας από την ξένη εξάρτηση) αποτελούσε προϋπόθεση για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στον σοσιαλισμό.

    Θεωρούσε ως ενδοτισμό μέρους των αστικών πολιτικών δυνάμεων και της βασιλείας τη διαχρονική συμμαχία της αστικής τάξης με την Αγγλία, την πολιτική προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και συμμετοχής σε μια ευρύτερη αγορά.

    Εκτιμούσε ότι οι ξένες επενδύσεις ήταν αποτέλεσμα της εξάρτησης της χώρας, και μάλιστα παράγοντας καθυστέρησης στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Χαρακτήριζε ως υποτέλεια τη στάση της αστικής τάξης και όχι ως στρατηγική συμμαχιών της σε συνθήκες ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Εξαιτίας όλων των παραπάνω και στη συνέχεια και της στρατηγικής του αντιφασιστικού μετώπου, η ταξική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας υποτάχτηκε στην «εθνική ενότητα».

    Το ΚΚΕ δεν αντιμετώπισε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως κρίκο για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, αλλά αποσυνέδεσε την πάλη ενάντια στους κατακτητές από την πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Ανεξάρτητα από την ονομασία που έδινε στο λεγόμενο «μεταβατικό στάδιο» προς τον σοσιαλισμό (λαϊκή δημοκρατία ή λαοκρατία) ή στη λεγόμενη μεταβατική κυβέρνηση (αντιφασιστική, δημοκρατική), εξ αντικειμένου εγκλώβιζε τη λαϊκή πάλη σε μια μορφή της αστικής εξουσίας, έστω της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας.


    Στην περίοδο 1941 - 1944 υπήρξε ξένη κατοχή, αναστολή της εθνοκρατικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Το ζήτημα της ανεξαρτησίας αφορούσε και την εργατιά - αγροτιά, αλλά και την αστική τάξη και το Παλάτι, από τη σκοπιά της θέσης που είχαν στη νομή της αστικής εξουσίας.

    Η δράση κατά της ξένης κατοχής ήταν συνυφασμένη με το ταξικό συμφέρον κάθε κοινωνικής δύναμης. Ο απελευθερωτικός αγώνας ή θα συνδεόταν με τον αγώνα κατάκτησης - εδραίωσης της εργατικής εξουσίας και των συμμάχων της, οπότε θα καταργούνταν γενικά οι σχέσεις ανισοτιμίας και εξάρτησης, ή θα οδηγούσε στην εδραίωση της αστικής εξουσίας με νέους, καλύτερους ή χειρότερους όρους, όσον αφορά τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

    Ο πόλεμος του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν πόλεμος ταξικός. Η εθνικοαπελευθερωτική χροιά που προσλάμβανε, εξαιτίας της κοινής δράσης των ταγματασφαλιτών με τη γερμανική διοίκηση, δεν ακύρωνε τα ταξικά χαρακτηριστικά του. Τον ίδιο ταξικό χαρακτήρα είχε και η ένοπλη σύγκρουση με τις μη γερμανόφιλες αστικές δυνάμεις, τον ΕΔΕΣ, την ΕΚΚΑ κ.ά.

    Ωστόσο, όσες φορές το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τις τελευταίες ένοπλα (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.ά.), το έκανε με κεντρικό άξονα τις παρασπονδίες τους στον αντικατοχικό αγώνα. Δεν τις αντιμετώπισε ως αντίπαλες ταξικές δυνάμεις με τη στήριξη της Βρετανίας.

    Το ΚΚΕ, και στη συνέχεια οι λαϊκές δυνάμεις, δεν ήταν προετοιμασμένο για ν' αξιοποιήσει την επαναστατική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα τις μέρες της Απελευθέρωσης. Παρά το γεγονός ότι ο λαός ήταν οπλισμένος, έγινε ουρά των εξελίξεων που το άρμα τους έσυραν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις.
    ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κακο σκυλι ψοφο δεν εχει...
    β.μ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όταν σε βρίζει ο Φαρμακοποιός πάει να πει ότι πάμε καλά
      ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

      Διαγραφή

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου