Πραγματοποιείται το 3ο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (Κ), 26/11/1924, που αποφασίζει τη μετονομασία του κόμματος σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς).
Το συνέδριο αποφασίζει επίσης την αναδιοργάνωση του κόμματος με βάση τους πυρήνες στους χώρους δουλειάς («μπολσεβικοποίηση»), ενώ χαράσσει την τακτική του στη γραμμή του ενιαίου μετώπου εργατών - αγροτών - προσφύγων.
Η Ελλάδα από το 2ο στο 3ο Εκτακτο Συνέδριο
Οταν άνοιγε τις εργασίες του το 2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ για την Ελλάδα συμπληρώνονταν 11 μήνες περιπέτειας στη Μικρά Ασία. Η απόβαση στη Σμύρνη ήταν γεγονός από τις 2/15 Μάη του 1919 και η ελληνική αστική τάξη είχε αναλάβει, πατώντας πάνω στις πλάτες του ελληνικού λαού, να παίξει το ρόλο του χωροφύλακα στην περιοχή, με την ελπίδα ότι όπως και να 'ρχονταν τα πράγματα θα αποκόμιζε μερικά οφέλη. Το Δεκέμβρη του 1924, όταν το 3ο Εκτακτο Συνέδριο του κόμματος έφτανε στο τέρμα του, το μικρασιατικό όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας είχε γίνει εφιάλτης για τα εκατομμύρια του ελληνικού λαού, κυρίως τους πρόσφυγες των μικρασιατικών παραλίων, τον πληθυσμό της Ελλάδας και κυρίως τον πληθυσμό των περιοχών της Μακεδονίας και της Θράκης που είχαν ενταχθεί στην ελληνική επικράτεια ως αποτέλεσμα των πολέμων της δεκαετίας 1910-1920. Με την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία και την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, υπολογίζεται ότι ξεσπιτώθηκαν περί το 1,5 εκατομμύριο Ελληνες των μικρασιατικών παραλίων, οι οποίοι, πρόσφυγες πλέον, διασκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, αν και το μεγαλύτερο μέρος τους προωθήθηκε κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη, με κύριο στόχο να ενισχύσει πληθυσμιακά τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς έναντι των άλλων εθνικών μειονοτήτων2.
Οι πόλεμοι και κυρίως η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή προκάλεσαν σημαντικές οικονομικές ανακατατάξεις, αλλά και βαθιά πολιτική κρίση στη χώρα. Οι ανακατατάξεις στον τομέα της οικονομίας έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, τη συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο όπου πρωταγωνιστικός είναι ο ρόλος της Εθνικής Τράπεζας, την εξάπλωση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της γης (και για το λόγο ότι σχεδόν διπλασιάζεται η έκταση της χώρας με την προσθήκη νέων εδαφών), την αύξηση σε έκταση και σε βάθος της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Την περίοδο που εξετάζουμε το τραπεζικό κεφάλαιο δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη βιομηχανία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τον Αύγουστο του 1918 ιδρύθηκε η Βιομηχανική Τράπεζα «έχοντας ως κύριο σκοπό την προώθηση και ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας»3. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει ο Γ. Κορδάτος, το 1917 υπήρχαν στην Ελλάδα 2.213 βιομηχανικές επιχειρήσεις, ενώ από το 1921 έως το 1925 ιδρύονται άλλες 470 βιομηχανίες4. Οπως όμως σημειώνει ο M. Mazower5 «η περίοδος της Κυβέρνησης Βενιζέλου από το Καλοκαίρι του 1917 (και ειδικότερα από την υπογραφή της ανακωχής και μετά) μέχρι την ήττα της στα τέλη του 1920 αποτέλεσε ένα σημαντικό στάδιο στην εκβιομηχάνιση της χώρας - καθώς τα πολεμικά κέρδη επενδύθηκαν στην κατασκευαστική βιομηχανία». Εν ολίγοις στο διάστημα της δεκαετίας των πολέμων 1912-1922 φαίνεται ότι συντελείται στην Ελλάδα η διαδικασία μορφοποίησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Για τη διαμόρφωση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, γράφει ο Ν. Ψυρούκης6, αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η ύπαρξη ισχυρού τραπεζικού κεφαλαίου μέσα στην ίδια την Ελλάδα. «Από το 1842, χρόνο που λειτούργησε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, μέχρι τις αρχές του ΧΧ αιώνα εμφανίστηκαν οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας. Οι τράπεζες αυτές, με κέντρο την Εθνική, στα τέλη της μικρασιατικής εκστρατείας είχαν ήδη μονοπωλήσει και συγχωνεύσει μέσα στους κόλπους τους όλα τα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου»7. Ο Mark Mazower επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις του Ψυρούκη. Συγκεκριμένα αναφέρει8: «Τα καθαρά κέρδη των έξι κύριων τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης και της Εθνικής Τράπεζας, υπερπενταπλασιάστηκαν σε πραγματικούς όρους μεταξύ του 1919 και του 1922. Αντίθετα με την τόσο τρωτή θέση της Ελλάδας - όσον αφορά τη συναλλαγματική ισοτιμία - φαίνεται πως το τραπεζικό σύστημα αναδύθηκε σώο και αβλαβές από την καταστροφική Μικρασιατική εκστρατεία.
Ενώ η Εθνική Τράπεζα επωμίστηκε τη χρηματοδότηση μιας δεκαετίας πολέμων, οι εμπορικές τράπεζες επωφελήθηκαν από την πρωτοφανή εισροή κεφαλαίων και κατόπιν από τις ευκαιρίες που προσφέρθηκαν για συναλλαγματική κερδοσκοπία». Οι ανακατατάξεις στην ελληνική οικονομία και συνεπώς στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης δέχθηκαν ισχυρή ώθηση από την κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος - οι δύο βαλκανικοί, ο Α΄ Παγκόσμιος και η Μικρασιατική Εκστρατεία - σε όλο το μήκος και το πλάτος των οικονομικών και ευρύτερα των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων. Η μικρασιατική μάλιστα καταστροφή έφερε κρίση ιδεολογίας για τα κυρίαρχα στρώματα της κοινωνίας, ιδιαίτερα εκείνα που είχαν επενδύσει στη Μεγάλη Ιδέα. «Η πολιτική της Μεγάλης Ιδέας - γράφει Γρ. Δαφνής9 - ετερματίσθη οριστικώς με την Μικρασιατικήν Καταστροφήν. Η περίοδος που ήρχισε με την Επανάστασιν του 1821 έκλεισε. Το όνειρον της δημιουργίας μιας νέας Μεγάλης Ελλάδος, που να περιλαμβάνη ένα σημαντικόν μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς, που ευρίσκοντο εις τας τουρκικάς επαρχίας που περιέβρεχαν το Αιγαίο και η Προποντίς, έσβησεν".
Η πολιτική κρίση ήταν εμφανής πολύ πριν τη Μικρασιατική
καταστροφή, από τη δεκαετία 1910-1920, με τον λεγόμενο εθνικό διχασμό, τον
πολιτικό διχασμό δηλαδή της κυρίαρχης τάξης στους βενιζελικούς και τους
κωνσταντινικούς και την προσωρινή επικράτηση των βενιζελικών με τις λόγχες της
Αντάντ ούτως ώστε να συρθεί η χώρα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις εκλογές της
1ης Νοέμβρη του 1920 η αντιβενιζελική παράταξη, αξιοποιώντας τα αντιπολεμικά
αισθήματα του λαού, κατάφερε να επανακάμψει στην κυβερνητική εξουσία, ο
βασιλιάς Κωνσταντίνος επέστρεψε στη χώρα και ο Βενιζέλος αυτοεξορίστηκε στο
Παρίσι. Εντούτοις η πολιτική στη χώρα δεν άλλαξε, η Μικρασιατική Εκστρατεία
συνεχίστηκε χάριν των συμφερόντων της άρχουσας τάξης της Ελλάδας που συνδέονταν
με αυτά της Αγγλίας και της Γαλλίας στη Μέση Ανατολή και σε λίγο ήρθε η
καταστροφή. Η καταστροφή στη Μικρά Ασία προκάλεσε κλονισμό στις δομές του
συστήματος, αλλά και την αντίδραση τμημάτων της κυρίαρχης τάξης που προσπάθησαν
να προλάβουν στις επιπτώσεις.
Ετσι το Σεπτέμβρη του 1922 εκδηλώθηκε στρατιωτικό
κίνημα από βενιζελικούς στρατιωτικούς (Πλαστήρας, Γονατάς κ.ά.), το οποίο
αυτοαποκλήθηκε επανάσταση. Το κίνημα αυτό επέβαλε στρατιωτικό νόμο στη χώρα και
κατάφερε να εκθρονίσει τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, χωρίς όμως να προκαλέσει
ανατροπή της Μοναρχίας, κάτι που έγινε αργότερα με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου
του 1924. Εντούτοις, το πολιτικό σύστημα της χώρας κάθε άλλο παρά
σταθεροποιήθηκε. Στρατιωτικά κινήματα, πραξικοπήματα και βίαιες εναλλαγές στην
κυβερνητική εξουσία η χώρα θα γνωρίσει πολλές στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Σχολιάζοντας με εξαιρετική ακρίβεια τη λεγόμενη Επανάσταση του '22 και τη σχέση
της με τη μετέπειτα Δημοκρατία, ο Σ. Μάξιμος γράφει10: «Η
"Επανάστασις του 1922" ήτανε μια στιγμή μέσα στη νεώτερη ιστορία.
Κράτησε τόσο, όσο ήτανε αναγκαίο για να θέση εκτός μάχης τον κομματικό αντίπαλο
και τον κοινωνικό εχθρό. Οταν νόμισε πως είχε κατορθώσει να εξουδετερώση και
τον πρώτο και τον δεύτερο, όταν είχε στα χέρια της τεκμήρια γι' αυτό, τότε
προκήρυξε εκλογές για Συντακτική, ασπάσθηκε τον καθαρό κοινοβουλευτισμό,
επιδιορθωμένο από το εργοστάσιο του Υπουργείου Εσωτερικών που το διηύθυνε ο κ.
Γ. Παπανδρέου, απαρνήθηκε τον εαυτό της, είπε πως δεν είναι πια δικτατορία και
δέχθηκε να φορέση μανδύα κοινοβουλευτικό. Από σκουλήκι πεταλούδα! Τι ωραία
μεταμόρφωσι!».
Το Κόμμα και το εργατικό κίνημα από το 2ο στο 3ο Εκτακτο
Συνέδριο
Η πορεία του ΣΕΚΕ από το 2ο έως το 3ο Εκτακτο Συνέδριό του
δεν ήταν καθόλου εύκολη, καθόλου ανώδυνη, καθόλου ευθύγραμμη. Στην
πραγματικότητα, ήταν μια πορεία κρίσης, που σχετιζόταν άμεσα με το ζήτημα της
αποσαφήνισης του χαρακτήρα του. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος αυτής της
κρίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι το κόμμα έφτασε στο 3ο Εκτακτο Συνέδριό του με
ριζική ανανέωση της ηγεσίας του και με σημαντικές προσωπικότητες, που έπαιξαν
πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυσή του, να βρίσκονται εκτός των γραμμών του. Το
Σεπτέμβρη του 1920 (16-19/9 με το παλιό ημερολόγιο και 29/9-2/10 με το
καινούριο), το ΣΕΚΕ υποχρεώθηκε να πραγματοποιήσει εκλογικό συνέδριο, για να
καθορίσει τη στάση του στις επικείμενες εκλογές, δεδομένου ότι οι βουλευτές του
Αλ. Κουριέλ και Αριστ. Σίδερης υποστήριζαν τη συνεργασία με τον βενιζελισμό. Το
συνέδριο απέκρουσε τη θέση των δύο βουλευτών, αλλά στις γραμμές του κόμματος
έκανε την εμφάνισή της και η αριστερίστικη τάση, με επικεφαλής τον δικηγόρο
Ευάγγελο Παπαναστασίου, ο οποίος τάχθηκε κατά της συμμετοχής του ΣΕΚΕ στις
εκλογές11. «Στην ηγεσία του κόμματος - γράφει ο Αλ.
Κουτσούκαλης12 - δημιουργούνται τρεις αντιμαχόμενες ομάδες. Η
μία, με επικεφαλής τον Ε. Παπαναστασίου και τον Ν. Σαργολόγο, εμφανίζεται με
υπερεπαναστατικά συνθήματα και ζητάει την εφαρμογή ''θαρραλέας κομμουνιστικής
τακτικής''... Η άλλη ομάδα, από τους Αρ. Σίδερη, Ν. Δημητράτο και Α. Κουριέλ,
ζητάει μια ''δεξιότερη'' θέση του κόμματος και προτείνει συνεργασία με αστικά
κόμματα και την αναστολή της επαναστατικής τακτικής... Η τρίτη ομάδα, από τους
Γ. Γεωργιάδη, Γ. Κορδάτο, Αβρ. Μπεναρόγια και Π. Δημητράτο, ζητούσε τη
γενικότερη αναθεώρηση της τακτικής του κόμματος». Σε γενικές γραμμές, αυτές οι
τάσεις θα δώσουν το στίγμα τους στην πορεία του ΣΕΚΕ έως το 3ο Εκτακτο
Συνέδριο. Η ύπαρξή τους φαίνεται καθαρά και στην Α` Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του
κόμματος, που συνήλθε στις 6/19 Φλεβάρη του 1922 και στο έκτακτο κομματικό
συνέδριο, που συνήλθε στις 20- 31 Οκτώβρη (2-13 Νοέμβρη) του 1922. Στο πρώτο
από τα δύο αυτά κομματικά σώματα, εκλέγεται γραμματέας ο Γ. Κορδάτος και στο
δεύτερο ο Ν. Σαργολόγος. Επίσης, στο έκτακτο συνέδριο διαγράφηκε από το κόμμα ο
Γ. Πετσόπουλος για πράξεις αντικομματικές, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η
φραξιονιστική χρησιμοποίηση του «Ριζοσπάστη», αν και η εφημερίδα από την 1η
Αυγούστου του 1921 είχε γίνει επίσημο κομματικό όργανο. Στα μετέπειτα κομματικά
σώματα (Εθνικό Συμβούλιο - Μάης του 1923, έκτακτο εκλογικό συνέδριο -
Σεπτέμβρης 1923), αλλά και γενικότερα στην όλη πορεία της κομματικής ζωής
εκείνων των χρόνων, η πάλη για το χαρακτήρα του κόμματος συνεχίστηκε, όπως και
η απομάκρυνση από τις γραμμές τους στελεχών και ομάδων που είχαν διαφορετικό
προσανατολισμό. Από τις σημαντικότερες ομάδες που δημιουργούνται από πρώην μέλη
και ηγετικά στελέχη του κόμματος είναι η «Νέα Εποχή» (Αβρ. Μπεναρόγια, Ν.
Δημητράτος, Γιαμογιάννης κ.ά.), που εξέδιδε δεκαπενθήμερο ομώνυμο
δημοσιογραφικό όργανο, η «Κομμουνιστική Ενωση» (Ευαγ. Παπαναστασίου και στελέχη
από την ΚΟ του Πειραιά), που εξέδιδε το «Κομμουνιστικό Βήμα» και η
«Σοσιαλιστική Εργατική Ενωση» (Σίδερης, Γεωργιάδης κ.ά.), που εξέδιδε εβδομαδιαίο
όργανο με τον τίτλο «Φωνή του λαού». Στην οργάνωση αυτή προσχώρησε το Φλεβάρη
του 1924 η «Νέα Εποχή» και το περιοδικό της «Νέα Εποχή» έγινε το θεωρητικό
όργανο της νέας ενιαίας οργάνωσης. Από την Πρωτομαγιά του 1923, κάνει επίσης
την εμφάνισή της μια ακόμη ομάδα, η οποία όμως αποκολλάται από το κόμμα
αργότερα. Η ομάδα αυτή συσπειρώνεται γύρω από την Επιθεώρηση «Αρχείον
Μαρξισμού» (Τζουλάτι, Σαραντίδης, Δεδούσης, Αποστόλου) και εμφανίζεται να
προτάσσει τη μαρξιστική μόρφωση των μελών του κόμματος και του προλεταριάτου,
ως βασική προϋπόθεση για την επαναστατική τους δράση13. Η
κρίση του κόμματος δεν του στέρησε τη δυνατότητα και την ικανότητα να
πρωταγωνιστεί στους αγώνες της εργατικής τάξης και του λαού, να σηκώνει το
ανάστημά του ενάντια στο μικρασιατικό πόλεμο και να αντιμετωπίζει πλήθος
διώξεων από το καθεστώς. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τον Ιούλη του 1922
πιάστηκαν μέλη της ΚΕ του κόμματος και της διοίκησης της ΓΣΕΕ (Κορδάτος,
Γεωργιάδης, Ευάγγελος Ευαγγέλου, Αγγελής κ.ά) με την κατηγορία της εσχάτης
προδοσίας, μια κατηγορία - απάντηση στην αντιπολεμική πολιτική, που τόσο το
ΣΕΚΕ όσο και η ΓΣΕΕ είχαν ξεδιπλώσει. Οταν, μάλιστα, το Σεπτέμβρη του 1922 η
Μικρασιατική Καταστροφή ήταν γεγονός, τα κομματικά και εργατικά αυτά στελέχη
κινδύνεψαν να εκτελεστούν14. «Οι φυλακίσεις και οι ξυλοδαρμοί
των μελών, των στελεχών και των οπαδών του κόμματος - γράφει ο Α. Κουτσούκαλης15
- γίνονται καθημερινό φαινόμενο, οι επιδρομές στα γραφεία του
"Ριζοσπάστη" και στα γραφεία των κομματικών οργανώσεων οργανώνονται
με το γνωστό σύστημα των '' αγανακτισμένων πολιτών''. Οι φυλακές γεμίζουν από
εργάτες αγωνιστές και τα θύματα της αστυνομικής τρομοκρατίας ανέρχονται σε
πολλές εκατοντάδες». Ο Δ. Λιβιεράτος συμπληρώνει16: «Δε
φτάνει όμως μόνο η κυβερνητική τρομοκρατία κατά των εργατικών οργανώσεων, ούτε
ακόμα η δράση των περίφημων αγνώστων... αλλά αυτή την εποχή εμφανίζεται και ένα
νέο φρούτο στην ελληνική σκηνή. Είναι μερικές φασιστικές ομάδες κατά το πρότυπο
των ιταλικών που δρουν εκείνη την εποχή, μεταφερμένων στην Ελλάδα και
αποτελούμενες από περιμαζέματα μαγκουροφόρων και πιστολάδων που απειλούν κάθε
αντιπολιτευόμενο με την κυβερνητική ανοχή». Μέσα από τέτοιες συνθήκες και
εξελίξεις, έφτασε το κόμμα στο 3ο Εκτακτο Συνέδριό του.
Το 3ο Εκτακτο Συνέδριο
Η κρίση του κόμματος είχε φέρει στα ανώτατα ηγετικά κλιμάκια
νέα στελέχη με σαφή προσανατολισμό προς την Τρίτη Διεθνή.
«Η επικράτησις εις το κόμμα των νέων αγωνιστών - γράφει ο Αβραάμ Μπεναρόγια 17- δεν άργησε να φέρη το αποτέλεσμά της. Νέα αναδιοργανωτική προσπάθεια εξεδηλώθη... ένα έκτακτον Συνέδριον του Κόμματος, επονομασθέν συνέδριον ''Μπολσεβικοποιήσεως'' συγκαλείται τον Νοέμβριον του 1924 εις Αθήνας το οποίον διατυπώνει εις αποφάσεις το συντελούμενον έργον της αναδιοργανώσεως, τον καταρτισμόν της παρανόμου οργανώσεως. Αποφασίζεται η εξαπόλυσις πολιτικής ζυμώσεως... Και πράγματι αρχίζει περίοδος ζωηράς δράσεως του Κόμματος. Πυρήνες φυτρώνουν εδώ κι εκεί, η περιφερειακή οργάνωσις τελειοποιείται. Αι μεγάλαι συγκεντρώσεις προκαλούν και πάλιν την προσοχήν των αρχών. Η εργατική τάξις ξανακινείται».
Το 3ο Εκτακτο Συνέδριο, όπως ήδη αναφέρεται σε ντοκουμέντα που παραθέσαμε, συνήλθε στην Αθήνα από τις 26 του Νοέμβρη και μέχρι τις 3 του Δεκέμβρη 1924. Ξεκίνησε, δε, ως τακτικό συνέδριο, αλλά, επειδή δεν είχε προετοιμαστεί καλά, χαρακτηρίστηκε, μετά την έναρξη των εργασιών του, ως έκτακτο. Στο συνέδριο αντιπροσωπεύτηκαν όλες οι κομματικές οργανώσεις, εκτός από το τμήμα της Κέρκυρας, που, για τεχνικούς λόγους, δεν μπόρεσε να στείλει αντιπροσώπους του. Παραβρέθηκαν, δε, ο Δ. Μανουήλσκι ως αντιπρόσωπος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και ο Ρ. Σμέραλντ από τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία. Το Συνέδριο ενέκρινε ομόφωνα όλες τις αποφάσεις των συνεδρίων της ΚΔ και των συνδιασκέψεων της ΒΚΟ, καθώς και τους 21 όρους για την είσοδο κομμάτων στην Κομιντέρν που είχε ψηφίσει το 2ο Συνέδριό της. Στη βάση της αποδοχής αυτών των όρων, το Συνέδριο άλλαξε το όνομα του κόμματος και από Σοσιαλιστικό Εργατικό (Κομμουνιστικό) το μετονόμασε σε Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας (ελληνικό τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς). Επίσης, αποφάσισε την αναδιοργάνωση του κόμματος με βάση τους πυρήνες και ψήφισε νέο Καταστατικό, που επαναβεβαίωνε το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σαν βασική αρχή της κομματικής συγκρότησης και λειτουργίας. Στην Εκθεση της ΚΕ για την κατάσταση του Κόμματος, που παρουσίασε ο γραμματέας Θ. Αποστολίδης, τονίστηκαν οι δυσκολίες που αντιμετώπισε το κόμμα από την ίδρυσή του. Καταδικάστηκε η στάση των δεξιών και αριστερών οπορτουνιστικών στοιχείων, αναγνωρίστηκε η αδυναμία της ηγεσίας να αντιμετωπίσει αποφασιστικά την κατάσταση, αλλά και το γεγονός ότι «η ΚΕ μπόρεσε να διαφυλάξει το Κόμμα από τις διαλυτικές επιρροές, να εμπνεύσει στα μέλη την εμπιστοσύνη προς το Κόμμα, να δημιουργήσει νέες οργανώσεις, ν' αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσχέρειες και να εξασφαλίσει παρ' όλες τις δυσχέρειες αυτές την έκδοση του Κεντρικού Οργάνου του Κόμματος»18. Για το πολιτικό πρόγραμμα του Κόμματος, εισήγηση έκανε ο Γιάννης Κορδάτος, ο οποίος αναφέρθηκε λεπτομερειακά στην πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας και στα καθήκοντα που απορρέουν για το Κόμμα. Συζητήθηκαν, επίσης, εισηγήσεις για το επαγγελματικό, για το κίνημα των παλαιών πολεμιστών, για το προσφυγικό και για την παράνομη οργάνωση του κόμματος. Το Συνέδριο υιοθέτησε την τακτική του «Ενιαίου Μετώπου», που είχε επεξεργαστεί στα συνέδριά της η Κομμουνιστική Διεθνής και προσανατόλισε το κόμμα στην οργάνωση των καθημερινών αγώνων του λαού για την ικανοποίηση των αιτημάτων και τη βελτίωση της άθλιας κατάστασής του. Στο συνέδριο εξετάστηκε και το ζήτημα των αποσκιρτήσεων από το Κόμμα και πάρθηκε απόφαση για το ζήτημα της ενότητάς του19.
Το εθνικό ζήτημα
Τους συνέδρους απασχόλησε αρκετά - και λόγω των διαφορετικών απόψεων που υπήρχαν - το εθνικό ζήτημα και ειδικότερα η θέση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς για «ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» στο πλαίσιο της συγκρότησης μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας κρατών. Η ΚΕ επικρίθηκε με δριμύτητα από τον αντιπρόσωπο της ΚΔ, γιατί δε δέχτηκε τη θέση αυτή, όπως έκαναν το σερβικό και το βουλγαρικό κόμμα. «Πρέπει να πούμε ίσια», τόνισε στην ομιλία του, «ότι η ΚΕ αρνήθηκε να παραδεχτεί την άποψη της ΚΔ και της ΒΚΟ επί του εθνικού ζητήματος...». Και σε άλλο σημείο πρόσθεσε: «Η ΚΕ δε δέχτηκε το σύνθημα της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας και της Θράκης, δεν έκαμε καμπάνια εναντίον της εθνικιστικής πολιτικής της ελληνικής μπουρζουαζίας»20. Απαντώντας στις επικρίσεις για μη εκτέλεση των αποφάσεων της ΒΚΟ από την ΚΕ, ο Θ. Αποστολίδης υποστήριξε - μεταξύ άλλων ότι η εθνολογική και κοινωνική σύνθεση του ελληνικού τμήματος της Μακεδονίας δεν ήταν η ίδια με τα άλλα τμήματα της Μακεδονίας κι ότι η άφιξη και η διασπορά 600 χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας επέφερε μεγάλη εθνολογική μεταβολή. Την ίδια άποψη είχε και ο Γιάννης Κορδάτος. Τελικά, με μεγάλη πλειοψηφία, υιοθετήθηκε η θέση για την «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη»". Επειδή το θέμα αυτό έχει κακοποιηθεί βάναυσα από κάθε λογής εθνικιστές και εθνικίζοντες ιστορικούς και δημοσιολόγους παραθέτουμε εκτενή αποσπάσματα από τη σχετική απόφαση του Συνεδρίου για να μπορεί ο αναγνώστης να έχει σαφή αντίληψη των πραγμάτων: «Αμεσα καθήκοντα του ΚΚΕ επάνω στο εθνικό ζήτημα - αναφέρει μεταξύ άλλων η απόφαση21 - είναι ο αμείλικτος αγώνας εναντίον της καταπιεστικής πολιτικής της ελληνικής μπουρζουαζίας στη Μακεδονία και τη Θράκη, αμείλικτος αγώνας εναντίον κάθε μορφής σοβινισμού και εθνικισμού (νασιοναλισμού) της κυβερνώσης ελληνικής μπουρζουαζίας και εναντίον των προσπαθειών της να μπολιάσει τον εθνικισμόν αυτόν στις καθυστερημένες μάζες... το ΚΚΕ υποστηρίζει όλες τις εθνικές πολιτικές απαιτήσεις των καταπιεζομένων αυτών λαών (εθνικό σχολείο, εθνική τοπική αυτοδιοίκηση, ελευθερία θρησκευτική, σεβασμός των εθνικών λαϊκών εθίμων κλπ.)...
Ο κοινός αγώνας του ελληνικού προλεταριάτου, των φτωχών χωρικών και των εργαζομένων αγροτοπροσφυγικών μαζών Μακεδονίας και Θράκης, μαζί με τους εργάτες και χωρικούς των άλλων βαλκανικών χωρών για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας και της Θράκης και για την εγκαθίδρυση της ομοσπονδίας των βαλκανικών λαών, είναι αγώνας για την αποτίναξη του ζυγού της βαλκανικής μπουρζουαζίας και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, για τη σωτηρία των προσφυγικών μαζών από την πείνα, τη στέρηση και το βέβαιο θάνατο, για την αποσόβηση του απειλουμένου νέου βαλκανικού πολέμου και για την εξασφάλιση της ειρηνικής συμβιώσεως και οικονομικής ευημερίας όλων των λαών της Βαλκανικής».
Η τότε θέση του ΚΚΕ ξεκινούσε από την πρόθεση να δοθεί απάντηση στην πολιτική του σοβινισμού, των πολέμων, των προσαρτήσεων, των διωγμών και της καταπίεσης των μειονοτήτων που ακολούθησαν οι αστικές τάξεις των βαλκανικών χωρών. Και συνέδεε το εθνικό ζήτημα με την ανατροπή της αστικής εξουσίας.
Τη Βαλκανική Ομοσπονδία ως λύση για την περιοχή δεν την εκτιμούσαν τότε θετικά μόνο οι κομμουνιστές. Εξίσου θετικά την έβλεπαν και αστοί πολιτικοί στο πλαίσιο - βέβαια - του καπιταλισμού. Ο Α. Παπαναστασίου δεν έχανε ευκαιρία να τονίσει ότι ήταν υπέρμαχος αυτής της ιδέας (και με την Τουρκία μέσα) αλλά και ο Ε. Βενιζέλος τόνιζε στα τέλη της δεκαετίας του '20: «Η ιδέα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας είναι άριστη και ειργάσθην υπέρ αυτής προπολεμικώς. Αλλά οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο ευρωπαϊκός, δεν πιστεύω να επιτρέπουν σήμερον την πραγμάτωσιν της ιδέας ταύτης, καθόσον οι πόλεμοι εχώρισαν τους λαούς διά παθών και εχθροτήτων. Την ιδέα της Ομοσπονδίας, ας αφήσωμεν εις τας νέας γενεάς της Βαλκανικής, ημείς δε ας περιορισθώμεν μόνον εις την παγίωσιν της ειρήνης διά συμφώνων...»22. Ο Βενιζέλος, στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων είχε επίσης υποστηρίξει και τη δημιουργία αυτόνομου θρακικού κράτους23.
Αντί επιλόγου
Το 3ο έκτακτο Συνέδριο του Κόμματος εξέλεξε 15μελή ΚΕ. Στη νέα ΚΕ εκλέχτηκαν οι Πουλιόπουλος, Σκλάβος, Αποστολίδης, Μάξιμος, Νικολαΐδης, Νικολινάκος, Ευαγγελόπουλος, Ακριβόπουλος, Κορδάτος, Σταυρίδης, Θέος, Χαϊτάς, Σαρόγλου, Ταχογιάννης και Κοσμάς. Αναπληρωματικά μέλη εκλέχτηκαν οι Παπαδόπουλος, Παπανικολάου, Κωνσταντινίδης, Παπαδόπουλος. Από τα 15 μέλη της ΚΕ, οι 7 πρώτοι εκλέχτηκαν στην Εκτελεστική Επιτροπή, που συγκροτήθηκε για πρώτη φορά. Γραμματέας εκλέχτηκε ο Πουλιόπουλος. Στην Εξελεγκτική Επιτροπή εκλέχτηκαν οι Πυλιώτης, Φουλτσάτος, Τζελεπής. Αντιπρόσωπος στη ΒΚΟ εκλέχτηκε ο Χαϊτάς. «Το τρίτο Εκτακτο Συνέδριο, παρά τις ελλείψεις και τα λάθη - σημειώνουν οι ιστορικοί του ΚΚΕ24 - αποτέλεσε σοβαρό βήμα στην παραπέρα ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ανάπτυξη του κόμματος. Αντιμετώπισε τις δεξιές και αριστερές οπορτουνιστικές τάσεις και ομάδες και ενίσχυσε τον επαναστατικό χαρακτήρα του κόμματος, αλλάζοντας και τον τίτλο σε Κομμουνιστικό.
Αποτέλεσε, έτσι, ένα σημαντικό ορόσημο στην ιστορία του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος της χώρας μας. Με το τρίτο Εκτακτο Συνέδριο κλείνει η πρώτη φάση της πορείας του ΚΚΕ. Αρχίζει μια νέα περίοδος σε συνθήκες προσωρινής σταθεροποίησης του καπιταλισμού και μεγαλύτερων δυσκολιών για τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα στις κεφαλαιοκρατικές χώρες».
1 «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α', σελ. 499-500 και «Ριζοσπάστης» 12/12/1924.
2 Αναφορικά με τους αριθμούς των προσφύγων βλέπε: «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ', σελ. 246-247.
3 Mark Mazower, στο ίδιο, σελ 83.
4 Γιάννη Κορδάτου: «Εισαγωγή εις την Ιστορίαν της Ελληνικής Κεφαλαιοκρατίας», εκδόσεις «ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ», σελ. 75-76.
5 Mark Mazower, στο ίδιο σελ. 83.
6 Ν. Ψυρούκης: «Ο Φασισμός και η 4η Αυγούστου», εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ, σελ. 62-63.
7 Η Εθνική ιδρύθηκε το 1841, η Ιονική εμφανίστηκε μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, η Τράπεζα Αθηνών ιδρύθηκε το 1893, η Λαϊκή το 1905 και η Εμπορική το 1907. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου οι πέντε αυτές τράπεζες συγκέντρωναν το 90% των διαθέσιμων ελληνικών κεφαλαίων, έλεγχαν το εξωτερικό εμπόριο, την αγροτική και τη βιομηχανική παραγωγή (Ν. Ψυρούκης, στο ίδιο, σελ. 62).
8 Mark Mazower: «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου», έκδοση ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, σελ. 102- 03.
9 Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ» 1955, τόμος Α', σελ. 6.
10 Σεραφείμ Μάξιμου: «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;», εκδόσεις «Στοχαστής», σελ. 43.
11 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α' 1918- 1949, σελ. 115-116.
12 Αλέκος Κουτσούκαλης: «Η πρώτη δεκαετία του ΚΚΕ 1918-1928», εκδόσεις «Γνώση», σελ. 103
13 Αβραάμ Μπεναρόγια: «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις «ΟΛΚΟΣ», σελ. 168, Θ. Μπενάκη: «Η άλλη όψη του ελληνικού εργατικού κινήματος 1918-1930», εκδόσεις «ΚΟΥΡΙΕΡ ΕΚΔΟΤΙΚΗ», σελ. 91-126 κ.ά.
14 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α' 1918-1949, σελ. 123-124.
15 Αλέκος Κουτσούκαλης, στο ίδιο, σελ. 101.
16 Δημήτρη Λιβιεράτου: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-1923», εκδόσεις «Καρανάση», σελ. 101-102.
17 Αβραάμ Μπεναρόγια, στο ίδιο, σελ. 171-172.
18 «Το Τρίτο Εκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (Κ) - Πρακτικά», Εκδοση του Ιστορικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 53.
19 Στο ίδιο σελ. 204-206.
20 Στο ίδιο σελ. 107-108.
21 Στο ίδιο, σελ. 136-137 και «Το ΚΚΕ-Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α', σελ. 517-518.
22 Κ. Σβολόπουλος: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική από τις αρχές του 20ού αιώνα ως τον 2ον Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδόσεις «Σάκουλα», σελ. 192-193 και 206-207.
23: «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών», τόμος ΙΕ', σελ. 93
24 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α' 1918-1949, σελ. 154.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου