Επιλογή γλώσσας

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Θεόφιλος (Θεόφιλος Χατζημιχαήλ)


Πεθαίνει, 24/3/1934, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος (Θεόφιλος Χατζημιχαήλ)

Ο αρχαγγελικός οιστρήλατος Λέσβιος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, που τόνε λέγανε «Τσολιά», γιατί φορούσε μόνιμα την επαναστατική παλικαρίσια φουστανέλα, εξόν από τη ζωγραφική του, που μοσχοβολά χρώματα, ήχους, ρυθμούς, τραγούδια, σκοπούς, χορούς, μουσική, ποίηση, ήτανε βαθιά εμπνευσμένος από το καθαυτό ελληνικό λαϊκό θέατρο.


Η ζωγραφική και το λαϊκό θέατρο, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ήταν η ανασαμιά του, ρυθμός στην καρδιά του. Μ' αυτά γεννήθηκε και ζούσε. Ητανε το πετσί του, η χαρά, λαχτάρα και αγαλλίασή του. 

Από φυσική εσωτερική ορμή είχε τον οίστρο να ζωγραφίζει και να λειτουργεί λαϊκό θέατρο, χωρίς να έχει «μόρφωση».

Ηταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, στα νεοελληνικά χρόνια, που ιερουργούσε, μυσταγωγούσε ελληνικό λαϊκό θέατρο στο Βόλο και στα περίχωρά του, όπου, από το 1909 ως το 1925, έκανε αποκριάτικες θεατρικές παραστάσεις, καθώς και στο νησί του τη Λέσβο, από το 1926 ως το Ι934 οπότε πέθανε.

Ο δικός του «Διθύραμβος»

Τις αποκριάτικες κι άλλες μέρες με παιδιά έφτιαχνε «θίασο», το μπουλούκι, το χορό, κατά την αρχαία τραγωδία. Ντυνότανε και ζωγραφιζόταν ο ίδιος ως Μεγαλέξαντρος, με θώρακα, περικεφαλαία, ασπίδα, κοντάρι, περικνημίδες, όπως ο Καραγκιόζης, στο έργο «Ο Μεγαλέξαντρος και το καταραμένο φίδι». Ισως, είχε δει ο Θεόφιλος το έργο αυτό στο θέατρο σκιών. Ζωγράφιζε το «θίασο», τα αντικείμενα, το χορό, τους ακολούθους, τους «ηθοποιούς», τα πρόσωπά, τα ρούχα τους, με μπογιές, σα να ήτανε Μακεδόνες πολεμιστές, κι έδινε παραστάσεις στους δρόμους και στις πλατείες, όπου παρουσίαζε ψευτομάχες, «γκιόστρες», κονταροχτυπήματα, παρελάσεις. Χειροπιαστή μαρτυρία γι' αυτές τις λαϊκές θεατρικές παραστάσεις είναι φωτογραφίες, που φτάσαν ως εμάς, όπου φαίνεται ο Θεόφιλος ως Μεγαλέξαντρος, με το μπουλούκι του - Μακεδόνες πολεμιστές. Μετά την παράσταση έπαιρνε το θίασο, φωτογραφιζότανε και τις φωτογραφίες τις πουλούσε σαν «καρτ-ποστάλ». Και τούτο, γιατί «πενία τέχνας κατεργάζεται». Σ' όλη του τη ζωή, σαν τον Καραγκιόζη, πεινασμένος ήταν ο Θεόφιλος. Στο τέλος, όσοι τον εκμεταλλεύονταν, και δυστυχώς τον εκμεταλλεύονται ακόμα και σήμερα, του πέταξαν ένα πιάτο χαλασμένα ψάρια. Δηλητηριάστηκε, κι από τους πόνους της καρδιάς του, πέθανε. Ετσι αναφέρει κι η σχετική, ιατρική γνωμάτευση ότι πήγε από «καρδιακό νόσημα».
 
Πίνακας του Θεόφιλου,
με τον ίδιο ντυμένο Μεγαλέξανδρο
(το κοστούμι το είχε φτιάξει μόνος του)

Δεν ξέρουμε αν είχε λόγια, διάλογο ή στιχάκια από τη «Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου» το λαϊκό δρώμενο που παρουσίαζε ο Θεόφιλος. Αν, όμως είχε, τότε ο εμπνευσμένος από ένστικτο, από φυσικό οίστρο, παρουσίαζε «Διθύραμβο», δηλαδή αυτοσχεδιάσματα, όπως στην αρχαιότητα, όπως περιγράφει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του. Ο διθύραμβος (η λέξη δεν είναι ελληνική) ήταν αρχικά άσμα - τραγούδι βακχικό που συνοδευόταν από αυλό, είχε σχέση με τη λατρεία στο Διόνυσο και μεταφέρθηκε από τη Φρυγία. Ετσι αναφέρεται από τον 7ο αιώνα από τον Αμφίλοχο και βρίσκεται στις Κυκλάδες και στις Θήβες. Στη λογοτεχνία έφερε το διθύραμβο πρώτος ο Μηθυμναίος, από τη Λέσβο, ο Αρίωνας στην Κόρινθο, στα χρόνια που κυβερνούσε ο Περίανδρος (625 - 585 π.Χ.) ως άσμα αντιστροφικό που το 'ψελνε ο χορός. Ο διθύραμβος είχε τη δυνατότητα ν' αναπτυχθεί δραματικά. Οπως ξεκαθαρίζει ο Αριστοτέλης, από το διθύραμβο γεννήθηκε η τραγωδία.

Ο Θεόφιλος στο «δρώμενο» έπαιζε τον «Μεγαλέξανδρο», δηλαδή ήταν ο «εξάρχων», ο «κορυφαίος». 

Ο εξάρχων έκανε την αρχή στο τραγούδι κι απαντούσε ο χορός ή ξανάλεγε την επωδό, το μέρος που ακολουθεί τη στροφή και την αντιστροφή. Η επωδός ήτανε μαγική ωδή, που ψαλλόταν ή απαγγελλόταν για να διωχτεί το κακό. Ηταν γητειά, ξόρκι. Ο κορυφαίος είχε αυτοτέλεια απέναντι στον υπόλοιπο χορό, μόνο στο διάλογο. Στο διθύραμβο, που από ένστικτο, παρουσίαζε ο Θεόφιλος στις αποκριάτικες λαϊκές θεατρικές παραστάσεις, «Διόνυσος» ήταν ο Μεγαλέξαντρος, με τις περιπέτειες και τα παθήματά του. Ο Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε το Θεόφιλο ντυμένο Μεγαλέξαντρο (λάδι σε μουσαμά 2,22X1,31), που βρίσκεται στο ταλαιπωρημένο Μουσείο Τεριάντ, στη λεσβιακή Βαρειά.

Ο Θεόφιλος έκανε πραγματικά λαϊκό θέατρο, μα δε βρέθηκε κανένας από τους «βαθυστόχαστους» - κατά τους «αθυρόστομους» ή «κουραδοθεοφιλικούς» - ερευνητές να γράψει μιαν αράδα γι' αυτήn την προσφορά του στην ελληνική λαϊκή τέχνη και παράδοση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου