Έφυγε από
την ζωή, 3/5/2011, ο καλός άνθρωπος
του ελληνικού σινεμά, ο Θανάσης Βέγγος.
Πέρασε στην
ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, του θεάτρου, του λαϊκού πολιτισμού
ευρύτερα, αλλά και των αγώνων του λαού μας.
Υπήρξε αγωνιστής από νεαρή ηλικία
και η ζωή του σημαδεύτηκε από τη διετή κράτησή του στη Μακρόνησο.
Αυτό το
ξερονήσι τον διαπαιδαγώγησε να έχει μία στάση ανυπακοής, διεκδικητική και
ανθρώπινη.
«Εργάτης»
της τέχνης
Ο Θανάσης
Βέγγος, πέρασε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, του θεάτρου, του
λαϊκού πολιτισμού ευρύτερα, αλλά και των αγώνων του λαού μας. Ο θάνατός του
λύπησε πανελλήνια το λαό, γιατί ο Βέγγος ήταν, παρέμεινε, αγωνίστηκε, έζησε,
βιοπάλεψε και δημιούργησε σαν γνήσιο τέκνο του λαού. Και πάντα με μοναδική
σεμνότητα, συνέπεια, αξιοπρέπεια, καλοσύνη κι ανθρωπιά.
Η έπαρση και το
«σταριλίκι» ήταν ξένα για εκείνον, παρά το - εκ φύσεως - τεράστιο, σπάνιο,
πολύπλευρο δημιουργικό και ερμηνευτικό ταλέντο του. Αυθεντικά λαϊκός άνθρωπος,
υποδειγματικός οικογενειάρχης, ακαταπόνητος και κυριολεκτικά «εργάτης» της
Τέχνης, ο Βέγγος μέσα από τις ταινίες του - ιδιαίτερα με τις ταινίες που ο
ίδιος σαν σεναριογράφος, παραγωγός, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής έπαιξε - θα
μείνει αθάνατος. Θα «ζει» ανάμεσά μας, σαν ένας από μας. Θα παραμείνει
λαοφιλής, γιατί αγαπούσε και συμπονούσε τον απλό, ανώνυμο, ανίσχυρο, αδικημένο,
εκμεταλλευόμενο λαϊκό άνθρωπο. Υπερασπιζόταν τα δίκια, τους πόθους, το μόχθο
του, αλλά και σατίριζε τα λογής λογής κουσούρια του, χαρίζοντας πλουσιοπάροχα
λυτρωτικό, αλλά και νοήμον γέλιο.
Ο Θανάσης Βέγγος αφήνει ιστορία στο θέατρο και τον κινηματογράφο, όχι μόνο γιατί το τεράστιο ταλέντο του άγγιξε τις πιο λεπτές χορδές του λαού μας, αλλά πάνω από όλα για το ήθος του. Υπηρέτησε την τέχνη του με σεμνότητα, συναδελφικότητα, με πραγματική αγάπη στον άνθρωπο. Δεν ήταν τυχαίο που ταυτίστηκε στη συνείδησή μας με τους ρόλους του φτωχού, του κατατρεγμένου, του αγωνιστή, τίμιου Ελληνα που νοιαζόταν για το διπλανό του. Κι αυτό με έναν αυτοσαρκασμό που κατάφερνε να μας κάνει να παρακολουθούμε το τραγικό με χαμόγελο αισιοδοξίας. Στη ζωή του υπερασπίστηκε το δίκιο, ακόμα και όταν ο ίδιος θα έβγαινε χαμένος. Στάθηκε με συνέπεια ως το τέλος στις αρχές και τα «πιστεύω» του. Κι έτσι νίκησε. Εγινε παράδειγμα εντιμότητας και ανθρωπιάς στον κλάδο των ηθοποιών, αλλά και στο κοινό.
Το σπάνιο,
το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν αυτή η συνύπαρξη στο ίδιο πρόσωπο του
τραγικού και του κωμικού. Η θλίψη και η μελαγχολία συντροφευμένη με το γέλιο
και τη χαρά. Ο Ελληνας Σαρλό. Ο δικός μας Τσάπλιν. Ο ηθοποιός που δεν ερμήνευε,
αλλά εξέφραζε τη ζωή, την εντιμότητα, την αξιοπρέπεια. Αντιπροσώπευε την ψυχή
του καθημερινού λαϊκού ανθρώπου αυτού του τόπου. Υπήρξε από μικρός αγωνιστής
και για το μεροκάματο, και για την οικογένεια, αλλά και για την κοινωνία.
Νοιαζόταν
πολύ για τον άνθρωπο. Ισως γι' αυτό στα μάτια του κατοικούσε εκείνη η
μελαγχολία. «Δεν βλέπω γέλιο, μόνο χαμόγελα βλέπω» - είχε πει σε μια από
τις πολλές τιμητικές εκδηλώσεις που έγιναν για εκείνον τα τελευταία χρόνια.
«Σήμερα πλέον ο κόσμος δε γελάει με τίποτε. Εχει πολλά προβλήματα. Δε γελάει
όπως γελούσε. Εχει ανάγκη να γελάσει, και μεγαλύτερη από παλιά, αλλά δε γελάει.
Είναι πικραμένος ο κόσμος».
Σε όλη του
την πορεία, ο Θανάσης Βέγγος αντιπροσώπευε το ρεαλιστικό φουκαρά, αλλά
αξιοπρεπή Νεοέλληνα που μονίμως τρέχει. Πάντα σαρωτικός, στις ταινίες του
διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της φυλής, όπως τα γεννά η τρέχουσα
πραγματικότητα.
Ο άνθρωπος
που έτρεχε
Γεννήθηκε
στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μάη του 1927. Ο πατέρας του εργαζόταν στην Εταιρεία
Ηλεκτρισμού και στην Κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από
τη δουλειά του και ο Θανάσης Βέγγος αναγκάστηκε για πολλά χρόνια να ασχολείται
με επεξεργασίες δερμάτων, ενώ παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα, όπως
διανομή πάγου. Ως διανομέας πάγου, αργότερα θα γνωρίσει τη γυναίκα του Ασημίνα
με την οποία θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, αποκτώντας δύο γιους. Κατά
τα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου, ο Θανάσης Βέγγος, ως παιδί ΕΑΜίτη, εστάλη να
υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, ουσιαστικά ως εξόριστος, στη Μακρόνησο.
Εκεί γνωρίστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο, επίσης εξόριστο, που στη συνέχεια του
χάρισε τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο στη «Μαγική Πόλη».
«Εμεινε μαζί
μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου» - θυμάται ο Ν. Κούνδουρος, στο ντοκιμαντέρ
του Γ. Σολδάτου «Ενας άνθρωπος παντός καιρού». «Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός
θεάτρου - ήμουν τριτοετής της Αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω:
Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε. Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το
θέατρο με τον Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο
Βέγγος ηθοποιός, και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής, και να ο Βέγγος αγαπημένος
ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωσή μας και το
χαμόγελό μας».
Στη συνέχεια
το 1956 ο Κούνδουρος, αναγνωρίζοντας πρώτος τις δυνατότητές του, του
εμπιστεύεται ένα σημαντικό ρόλο, στον «Δράκο», ταινία βασισμένη σε σενάριο του
Ιάκωβου Καμπανέλλη. Πολλοί λίγοι είδαν τις δυνατότητες του Βέγγου στην ταινία
αυτή, την ποιότητα ενός κορυφαίου του χορού που μπορούσε να σταθεί απέναντι
στον εξαιρετικό Ντίνο Ηλιόπουλο. Από αυτήν την ταινία φάνηκε η δυνατότητά του
να εκφράζει, σωματικά, τη μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. Ο άνθρωπος που
τρέχει, που θέλει όλα να είναι τακτοποιημένα, να μην υπάρχει σκόνη, να
αποκατασταθεί η αρχοντιά, έστω με τα απλά και φτωχά μέσα που διαθέτει.
Μια ταινία
που όταν προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες το 1956 αντιμετώπισε εμπορική
αποτυχία, αλλά και επιθετικότητα μεγάλης μερίδας του Τύπου. Ομως, βραβεύτηκε
στο 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ως μία από τις καλύτερες ελληνικές
ταινίες της περιόδου 1955 - 1959, ενώ πήρε ειδική μνεία στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Πολιτικά
υπονοούμενα σε εποχές δύσκολες
Σημαντική
υπήρξε η πορεία του και στο θέατρο, αλλά η πορεία του στον κινηματογράφο ήταν
αυτή που τον έφερε πιο κοντά στο λαό. Τα έργα του λειτούργησαν σαν καταλύτης,
αναδεικνύοντας την περηφάνια της φτώχειας, την περιφρόνηση στην ταξική
κοινωνία, αλλά και τον τελικό θρίαμβο της καρδιάς. Μπορεί να σατίρισε τα
ελαττώματα των Νεοελλήνων, αλλά προχώρησε και σε ταινίες με πολιτικά
υπονοούμενα σε εποχές δύσκολες.
Εγινε
ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό με ταινίες όπως «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ»,
«Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης»... Η
στενή σχέση του με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη τον οδηγεί στο θρίαμβο στο
Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1971 με την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;».
Κοινό και κριτική τον αποθεώνουν και αποσπά το βραβείο Α' ανδρικού ρόλου. Ενα
χρόνο μετά, ο ρόλος του στην ταινία «Θανάση, πάρε το όπλο σου!» του χαρίζει ένα
ακόμη βραβείο Α' ανδρικού ρόλου.
Συμμετείχε
σε ταινίες - σταθμούς για το ελληνικό σινεμά, όπως: «Ποτέ την Κυριακή», «Το
Κορίτσι με τα μαύρα», «Διακοπές στην Αίγινα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Μανταλένα».
Λίγα χρόνια αργότερα, ο «Πράκτωρ Θου Βου» μετατρέπει τον Βέγγο σε λαϊκό ήρωα
μέσα από πολλές ταινίες με μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, την εποχή που ο
κινηματογράφος αποτελούσε τη μόνη φθηνή ψυχαγωγία για το ευρύ κοινό.
Τη δεκαετία
του '80 αποσύρεται από το σινεμά και κάνει λίγες βιντεοταινίες, για να
επανέλθει το 1991 με τις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη
(ταινία για την οποία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βραβείο Β'
ανδρικού ρόλου). Ακολουθούν «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου
(1995), «Ολα είναι δρόμος» (1998), «Ψυχή βαθιά» (2009) του Βούλγαρη, ενώ
τελευταία ταινία του ήταν «Το πέταγμα του κύκνου» (2010) του Ν. Τζήμα. Η
ερμηνεία του στις τελευταίες αυτές ταινίες έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι
χαμηλών τόνων, αλλά μεγάλης εκφραστικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου