Το εργοστάσιο «Πίτσος» προστέθηκε στη μακρά λίστα των εργοστασίων που κλείνουν, λόγω του σφοδρού καπιταλιστικού ανταγωνισμού αλλά και των επιλογών του κεφαλαίου για επενδύσεις σε άλλους κλάδους ή σε άλλες χώρες. Πριν από λίγο καιρό ήταν η «Σνάιντερ» που ανακοίνωνε το κλείσιμό της, γιατί αν και είχε κερδίσει στο διαγωνισμό κατασκευής των μετασχηματιστών του ΔΕΔΔΗΕ, αποσύρθηκε, καθώς επέλεξε να επενδύσει σε άλλα κερδοφόρα πεδία και να πετάξει 100 εργάτες στο δρόμο.
Αυτά τα παραδείγματα, μαζί με σωρεία άλλων, επιβεβαιώνουν ποιοι είναι τελικά αυτοί που κλείνουν τα εργοστάσια.
Τα εργοστάσια στον καπιταλισμό ανοίγουν και κλείνουν με βάση το πού επιδιώκει και εκτιμά το κεφάλαιο ότι θα βγάλει κέρδος. Δε χρειάζεται κανείς να είναι μεγάλος γνώστης του μαρξισμού για να καταλάβει ότι οι βιομήχανοι δεν επενδύουν «για το καλό του τόπου», για να δίνουν τάχα δουλειά στους εργαζόμενους ή για να ικανοποιούν τις λαϊκές ανάγκες. Δεν τους ενδιαφέρει καν τι εμπόρευμα θα παράγουν και τι ανάγκες θα ικανοποιήσουν, αλλά τι θα κερδίσουν από αυτό, πώς θα πετυχαίνουν την αύξηση του ποσοστού κέρδους.
Αυτό το ανελέητο κυνήγι και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μονοπώλια τα οδηγούν να ψάχνουν τις καταλληλότερες συνθήκες για να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους. Οχι μόνο προσπαθούν να ρίχνουν τα μεροκάματα, αλλά εξετάζουν και άλλες παραμέτρους για να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή κερδοφορία, όπως το δίκτυο μεταφορών, η μεγαλύτερη αγορά που απευθύνεται το εμπόρευμα για να πουληθεί, αν σε κάποια περιοχή επιδοτείται μια επένδυση.
Οι βιομήχανοι δεν έχουν φυσικά συναισθηματισμούς. Οταν τα επιτελεία τους βλέπουν ότι πέφτει το ποσοστό κέρδους, βάζουν λουκέτο στα εργοστάσια, τα πάνε στο εξωτερικό, σπρώχνουν τα λεφτά τους αλλού. Καταστρέφουν παραγωγικές δυνάμεις στο όνομα της δικής τους ευημερίας και ανάπτυξης.
Αποδεικνύεται δηλαδή ότι το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους δεν εξυπηρετεί ταυτόχρονα και τα συμφέροντα του λαού και των εργαζομένων. Και γιατί το κίνητρο αυτό είναι θεμέλιο για την ένταση της εκμετάλλευσης, ώστε να εντείνονται οι μέθοδοι αύξησης της απλήρωτης δουλειάς των εργαζομένων, αλλά και γιατί το κίνητρο αυτό είναι το «όριο» του «ενδιαφέροντος» για την «ανάπτυξη», τη «λειτουργία της παραγωγής», τις «θέσεις εργασίας», τις ευρύτερες λαϊκές ανάγκες.
Η καλύτερη απάντηση για όσους συνεχίζουν να λένε ανερυθρίαστα ψέματα, υποστηρίζοντας ότι οι αγώνες είναι αυτοί που κλείνουν τα εργοστάσια, είναι πως σε πολλές δεκάδες εργοστάσια «δεν άνοιγε ρουθούνι» για δεκαετίες, δεν γίνονταν ούτε απεργίες ούτε άλλες κινητοποιήσεις, οι εργάτες εκεί θεωρούσαν πως αυτός είναι ο τρόπος για να έχουν σίγουρη τη δουλειά τους, κι όμως τελικά τα εργοστάσια έκλεισαν και ολόκληροι κλάδοι οδηγήθηκαν σε αληθινή καθίζηση, γιατί αυτό επέβαλλαν οι ανάγκες του κεφαλαίου.
Τέτοιο παράδειγμα είναι και η «Πίτσος». Ολα τα προηγούμενα χρόνια, οι εργαζόμενοι της επιχείρησης ήταν έρμαια των θεωριών ότι «τα προβλήματα λύνονται με διάλογο και όχι στο πεζοδρόμιο», ότι «ο συνδικαλισμός είναι για να συνδιαλέγεται με την εργοδοσία», ότι «αν η επιχείρηση πηγαίνει καλά, θα πηγαίνουμε καλά και εμείς».
Παρά τις ακούραστες προσπάθειες των δυνάμεών μας, δεν είχε γίνει κατορθωτό να δημιουργηθεί αγωνιστικός - ταξικός πυρήνας μέσα στο εργοστάσιο. Στα καλέσματα για συμμετοχή σε απεργίες, κινητοποιήσεις, συγκεντρώσεις, οι εργάτες εκεί θεωρούσαν πως όλα αυτά είναι κάτι ξένο για αυτούς, δεν το έπαιρναν απόφαση να συμμετάσχουν, νόμιζαν πως η δουλειά τους είναι σίγουρη.
Ακόμη όμως και όταν ανακοινώθηκε η επιδίωξη της εργοδοσίας για κλείσιμο της επιχείρησης, ο εργοδοτικός συνδικαλισμός φρόντισε να παραλύσει τις διαθέσεις, τις ανησυχίες, έστω τα εύλογα ερωτήματα των εργατών. Ολη η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ύψος του μπόνους που θα πάρουν.
Εδώ ήδη βγαίνει ένα μεγάλο δίδαγμα: Η διαρκής υποχώρηση, ο ραγιαδισμός και η υποταγή του εργοδοτικού συνδικαλισμού δεν γλίτωσαν τη δουλειά των εργατών του συγκεκριμένου εργοστασίου. Αντίθετα αφόπλισαν τελείως τις διαθέσεις, την περηφάνια και την αξιοπρέπεια της εργατικής τάξης.
Βεβαίως το ΚΚΕ, γενικότερα οι ταξικές δυνάμεις συνεχίζουν αταλάντευτα την παρέμβασή τους στην «Πίτσος». Ούτε με μεμψιμοιρία ούτε με «αφ' υψηλού» κριτικές - μακριά από εμάς τέτοιες λογικές. Απευθυνόμαστε στους εργαζόμενους στην «Πίτσος» ως εργάτης προς εργάτη, άλλωστε με αυτούς τους εργαζόμενους συναντιόμαστε και σε άλλους χώρους, αφού έχουν παιδιά, έχουν εγγόνια, ζούμε στις ίδιες γειτονιές.
Γιατί, έστω και καθυστερημένα, μπορούν να βγάλουν ένα συμπέρασμα από όλη αυτήν την εξέλιξη: Ο ταξικός αντίπαλος μας υπολογίζει όταν του δείχνουμε πως ανεξάρτητα από το συσχετισμό και τη συγκυρία, τους όποιους ελιγμούς και καμπές της πάλης, ένα έχουμε καθαρό: Πως είμαστε αντίπαλοι, πως δεν θα τον αφήνουμε να παίζει αδιαμαρτύρητα την τύχη τη δική μας και των παιδιών μας στα ζάρια των ανταγωνισμών και των επενδύσεων.
Τότε τελικά, αν παλέψεις μαζί με τους συναδέλφους σου, σπάσεις το φόβο, αντιμετωπίσεις εσύ καταρχάς την απαράδεκτη θεωρία της «αναποτελεσματικότητας των αγώνων», που την προπαγανδίζουν αυτοί που πράγματι δεν θέλουν να κινείται τίποτα, μπορείς να κερδίσεις πολλά, έστω να αποτρέψεις προσωρινά τα χειρότερα, να περπατάς με το κεφάλι ψηλά και τα παιδιά σου να είναι περήφανα για εσένα. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνά κανένας εργάτης και αυτές τις μεγάλες παραδόσεις του κινήματος της τάξης μας οφείλουμε να τις κρατήσουμε άσβεστες.
Θα πει κανείς: «Μα και η Σνάιντερ έκλεισε, παρά το γεγονός ότι εκεί το σωματείο ήταν μαχητικό, ταξικό, οργάνωσε αγώνες. Πού είναι τελικά η διαφορά για τους εργαζόμενους;».
Η «Σνάιντερ» δίνει μια μικρή αλλά σημαντική πείρα. Μέσα από μια πορεία χρόνων μεγάλης διαπάλης με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό και με τη γραμμή της εργοδοσίας, που εκφράζονταν με την «τελευταία λέξη» του «κοινωνικού εταιρισμού», είχε γίνει κατορθωτό να δημιουργηθεί ένας ολιγομελής αλλά συμπαγής ταξικός πυρήνας στο εργοστάσιο, στον οποίο πρωτοστατούσαν οι κομμουνιστές. Το επιχειρησιακό σωματείο μέσα από σημαντικές μάχες είχε περάσει στα χέρια των ταξικών δυνάμεων, όχι βεβαίως χωρίς αδυναμίες και κενά. Ηταν όμως προσανατολισμένο σε αγωνιστική κατεύθυνση, απέρριπτε τη θεωρία της «ταξικής συνεργασίας», οργάνωνε Γενικές Συνελεύσεις των εργατών, ενημέρωνε, διεκδικούσε, κινητοποιούσε.
Ετσι, όταν τα πράγματα έφτασαν στην ανακοίνωση της εταιρείας για το βέβαιο κλείσιμο της επιχείρησης, πήρε αγωνιστικές πρωτοβουλίες, προβάλλοντας την ουσία του θέματος και τις άμεσες διεκδικήσεις των εργατών. Αντιπαρατέθηκε με τις «νουθεσίες» για άμεση υποταγή και συμβιβασμό. Οργάνωσε κινητοποιήσεις, απεργίες, έβγαλε ανακοινώσεις, οργάνωσε συνελεύσεις όπου γινόταν ανοιχτή και δημοκρατική συζήτηση, ζήτησε και δέχτηκε συμπαράσταση από άλλα σωματεία του κλάδου του Μετάλλου, όπως και γενικότερα από λαϊκούς και μαζικούς φορείς.
Οταν τελικά χρειάστηκε να γίνει προσαρμογή στις μορφές πάλης και στη συνέχεια του αγώνα, οι όροι με τους οποίους «έκλεισε» αυτός ο κύκλος ήταν πολύ πιο ευμενείς για τους εργάτες από όταν ξεκίνησε η κινητοποίηση, ενώ η τελευταία ΓΣ των εργατών ήταν μια συντεταγμένη κίνηση που έδωσε σε όλους όσοι συμμετείχαν τη δίκαιη διαπίστωση ότι «δώσαμε μια μάχη με το κεφάλι ψηλά, μέχρι το τέλος».
Στις αρχαιρεσίες που έγιναν αμέσως μετά από αυτόν τον αγώνα, και ενώ οι δυνάμεις του συμβιβασμού προπαγάνδιζαν πως «δεν έχει σημασία πλέον η ύπαρξη σωματείου» και δεν συμμετείχαν καν στις εκλογές, προσπαθώντας να τις μποϊκοτάρουν, το ταξικό ψηφοδέλτιο συγκέντρωσε σημαντικό κομμάτι των εργατών, που επιδοκίμασαν έτσι αυτήν την αγωνιστική πορεία.
Σε κάθε περίπτωση, τους εργάτες στη «Σνάιντερ» δεν τους τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί. Γύρισαν από τον αγώνα με ψηλά το κεφάλι. Σε αυτήν τη μάχη είχαν δίπλα τους το ΚΚΕ, με καθημερινή παρουσία στο εργοστάσιο, με Ερωτήσεις στη Βουλή, με άλλες παρεμβάσεις. Είχαν τα κλαδικά Συνδικάτα Μετάλλου Αττικής και Βοιωτίας, την αλληλεγγύη συνδικαλιστικών οργανώσεων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ. Είχαν όμως και απέναντί τους τα αστικά κόμματα, τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, άλλους «παράγοντες» που καλλιεργούσαν την ηττοπάθεια και τη ματαιότητα του αγώνα, συκοφαντούσαν τις κινητοποιήσεις με το γνωστό παραμύθι της «κομματικοποίησης».
Οι εργάτες λοιπόν είδαν καλύτερα ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι εχθροί τους. Εγιναν σίγουρα πιο έμπειροι σε συμπεράσματα και πείρα, που δεν πάνε χαμένα επειδή κλείνει η «Σνάιντερ». Είναι εργάτες που θα βρεθούν σε άλλους χώρους δουλειάς, οι περισσότεροι στον ίδιο κλάδο, ειδικά αυτοί που είναι πιο εξειδικευμένοι και έμπειροι στο αντικείμενο εργασίας τους. Πράγματι, και εδώ ισχύει ότι «χαμένος είναι μόνο ο αγώνας που δεν γίνεται». Δηλαδή, ο ταξικός αγώνας είναι το αναντικατάστατο λίπασμα για να προχωράνε μπροστά η Ιστορία και η κοινωνία.
Τι άλλο επιβεβαιώνει αυτό το παράδειγμα; Την ανάγκη οι εργατική τάξη να πάει τον αγώνα μέχρι τέλους. Να κάνουν οι εργαζόμενοι δικά τους τα εργοστάσια και τα άλλα μέσα παραγωγής, κάτω από τον έλεγχο της δικής τους, εργατικής εξουσίας, στην υπηρεσία των δικών τους σύγχρονων αναγκών.
Ο αγώνας αυτός είναι σκληρός, απαιτητικός, αλλά ο μόνος ρεαλιστικός που οδηγεί σε διέξοδο. Μόνο τότε η δουλειά με δικαιώματα, ο ελεύθερος χρόνος, η Υγεία, η Ασφάλιση, η σύνταξη θα είναι διασφαλισμένα για όλους. Στον καπιταλισμό καμία κατάκτηση των εργαζομένων δεν μπορεί να διασφαλιστεί, όσο σκληρός κι αν ήταν ο αγώνας για την απόσπασή της. Πόσο μάλλον το δικαίωμα στη δουλειά.
Αποτελεί πρώτιστο καθήκον των κομμουνιστών να συμβάλουν ώστε οι εργάτες, μέσα και από την πείρα τέτοιων αναμετρήσεων, να αντιλαμβάνονται ότι τα όνειρά τους για καλύτερη ζωή θα γίνουν πράξη μόνο αν κατανοήσουν καλύτερα πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός, αν συνειδητοποιήσουν ότι έχουν ιστορική αποστολή να τον ανατρέψουν, ότι υπάρχει άλλο κοινωνικό σύστημα, ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός, που μπορεί να ικανοποιήσει τις αυξανόμενες ανάγκες τους, με τη δική τους ενεργητική συμμετοχή.
Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι αντικείμενο μιας «διάλεξης» ή μιας συζήτησης με «λίγους και εκλεκτούς» εργαζόμενους. Αποτελούν στοιχείο της καθημερινής δουλειάς των κομμουνιστών μέσα και έξω από το χώρο δουλειάς, στη βασανιστική προσπάθεια να οργανώσουν τους εργαζόμενους, να αναπτυχθούν μαχητικές εστίες αντίστασης και διεκδίκησης, να διαμορφώνονται προϋποθέσεις ανασύνταξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ενίσχυσης της Κοινωνικής Συμμαχίας, της αντιμονοπωλιακής - αντικαπιταλιστικής πάλης.
Μια τέτοια δουλειά σφυρηλατεί δεσμούς με το κίνημα, αφήνει μικρές ή μεγαλύτερες παρακαταθήκες, ανεξάρτητα από την έκβαση ενός αγώνα.
Για τις δικές μας δυνάμεις προκύπτει και ένα άλλο βασικό δίδαγμα: Η πιο σημαντική προϋπόθεση για να οικοδομούνται στέρεοι δεσμοί με τους εργάτες ενός εργοστασίου είναι η σταθερή, ακούραστη και υπομονετική δουλειά, που κατορθώνει να δημιουργεί συγκεκριμένους αξιόμαχους πυρήνες εργατών μέσα στο εργοστάσιο.
Αυτήν την επιδίωξη την ξέρει φυσικά πολύ καλά ο ταξικός αντίπαλος, την υπολογίζει, καθώς πολλές φορές «έχει καεί η γούνα του» ακόμα και από λίγες στην αρχή δυνάμεις, που όμως ήταν αποφασισμένες και ατρόμητες. Οφείλουμε να δούμε και τις νέες νομοθετικές αντεργατικές παρεμβάσεις, με τον συνδικαλιστικό νόμο, κυρίως από αυτήν τη σκοπιά. Δηλαδή από τη στόχευση της εργοδοσίας και των αστικών κυβερνήσεων να απομακρύνουν τους εργάτες από τη ζωντανή συζήτηση, τη διαφώτιση, τη διαπάλη, τη διεκδίκηση, τελικά την οργάνωση. Ειδικά οι πιο νέες βάρδιες των εργατών να μην έρθουν καν σε επαφή με τους αγώνες, την πείρα, τις παραδόσεις του εργατικού κινήματος.
Αν αυτοί λοιπόν είναι οι στόχοι του κεφαλαίου, εμείς στοχεύουμε στο ακριβώς αντίθετο και αφιερώνουμε όλες μας τις δυνάμεις σε αυτό: Στην άνοδο του βαθμού οργάνωσης των εργατών, στη γνωριμία των πιο πρωτοπόρων από αυτούς με την επαναστατική στρατηγική του ΚΚΕ, στη στράτευσή τους με αυτήν. Σε αυτόν τον σκληρό και ασταμάτητο αγώνα συνεχίζουμε αισιόδοξα, συγκεντρώνοντας νέα πείρα, υπερνικώντας εμπόδια και βάζοντας νέους στόχους.
Πέτρου ΑΛΕΠΗ*
*Ο Πέτρος Αλέπης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Γραφείου της ΕΠ της ΚΟ Αττικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου