Η μελλοθάνατη, πανώρια κόρη μου
Τέλη του 1947, στο Κιλκίς. Η Μαρίτσα, 19 χρονών, σύνδεσμος και αρραβωνιασμένη με αντάρτη, καταδικάζεται «πεντάκις»
σε θάνατο με τουφεκισμό.
Είχαν προηγηθεί φρικτά βασανιστήρια.
Οι μακελάρηδες δεν ανακοινώνουν την ημερομηνία της εκτέλεσης, για να σπάσουν το ηθικό όχι μόνο της οικογενείας της, αλλά και του αγωνιζομένου λαού του Κιλκίς.
Υστερα από χρόνια, η μητέρα της εκτελεσμένης - γιαγιά πια - δίνει τη μαρτυρία της στην εγγονή που την καταγράφει:
«Επεφτα να κοιμηθώ το βράδυ» συνεχίζει η γιαγιά «και το πρωί μ' έβρισκε με τα ματιά ορθάνοιχτα, την καρδιά βουτηγμένη στον
πόνο, το μυαλό γεμάτο σκέψεις και κακά ενδεχόμενα.
Τέσσερα μερόνυχτα κράτησε το μαρτύριο .
Κάποιο απ' αυτά τα ατελείωτα βράδια ο ήχος της μηχανής και σε συνέχεια το φρενάρισμα ενός αυτοκίνητου έσκισε στα δυο
τη σιγαλιά της νύχτας.
Το τεντωμένο μου αυτί αφουγκράστηκε: Μάναααα! η φωνή του λατρεμένου μου παιδιού μού τρύπησε την καρδιά.
Σαν τρελή πετάχτηκα έξω, αναμαλλιασμένη και ξυπόλυτη. Αγάντα, καρδιά μου.
Στην καρότσα του στρατιωτικού αυτοκίνητου, που ήταν σταματημένο μπροστά στην πόρτα της αυλής μας, ήταν το κοριτσάκι μου ή τουλάχιστον ό,τι είχε απομείνει απ' αυτήν την πανώρια κοπέλα.
Με ματιά γεμάτα λαχτάρα, άπλωνε τα χέρια της προς τα μένα, φωνάζοντας "Μάνααα"!
Με δυο δρασκελιές έφτασα κοντά της και άπλωσα με την ίδια λαχτάρα τα χέρια να την αγγίξω, να τη σφίξω στην αγκαλιά μου,
να την προστατέψω, να την κρατήσω, μη μου την πάρουν, μη μου ξεριζώσουν τα σπλάχνα. Δεν πρόλαβα.
Με ένα απότομο γκάζι το αυτοκίνητο έφυγε σαν βολίδα. Δε μ' άφησαν ούτε καν να την αποχαιρετήσω, να τη φιλήσω για τελευταία φορά.
Δεν επέτρεψαν ούτε μια τελευταία αγκαλιά στη μάνα και στη μελλοθάνατη κόρη.
Εμεινα εκεί, καταμεσής του δρόμου, βουβή, να βλέπω το αυτοκίνητο - νεκροκρέβατο να παίρνει μακριά μου το παιδί μου, το αίμα μου, το σπλάχνο μου, τη ζωή μου.
Κόρη μου! Λατρεμένη μου κόρη!
Πήρα να κυνηγώ το αυτοκίνητο από πίσω. Δεν το προλάβαινα, τα χαλίκια μάτωναν τα γυμνά μου πόδια, μα εγώ συνέχιζα να τρέχω ξοπίσω του.
Τριακόσια μέτρα μακριά, στο νεκροταφείο, σταμάτησε και έσβησε τη μηχανή του.
Το σκοτάδι αραιό, μόλις που άρχιζε να αχνοφέγγει και η ησυχία νεκρική!
Και τότε, μέσα στη σιγαλιά, βρόντηξε ο πρώτος πυροβολισμός. Και ύστερα και δεύτερος και τρίτος.
11 Νοεμβρίου 1947! Τα βόλια των άνανδρων φονιάδων καρφώθηκαν στο κορμάκι του παιδιού μου.
Μαρμάρωσα! Αγάντα, καρδιά μου! Πώς και δε σταματάς τους χτύπους σου.
Πώς και αντέχεις ακόμα και τρέχεις προς το νεκρό σου παιδί;».
ΟΧΙ δεν ξεχασαμε ουτε θα ξεχασουμε
Οσα αναχωματα να βαλετε στο δρομο μας !!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου