...Ο «θείος Αλβέρτος», μέσα από τη ζωή και το έργο του, μπορεί να μας εμπνεύσει στον αγώνα για το πανεπιστήμιο και την κοινωνία που ανταποκρίνεται στις αγωνίες και τις ανάγκες μας.
Αυτά τα δύο ζητήματα άλλωστε δεν είναι καθόλου άσχετα μεταξύ τους. Ο αγώνας για την επιστημονική πρόοδο είναι άμεσα συνυφασμένος τόσο με τον αγώνα για τον προσανατολισμό και τον τρόπο αξιοποίησης της επιστήμης στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία όσο και με τον αγώνα για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, στο πλαίσιο της οποίας η επιστήμη θα τεθεί στην υπηρεσία των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών. Στις μέρες μας άλλωστε «βγάζει μάτι» το γεγονός ότι το καπιταλιστικό κέρδος βάζει τη σφραγίδα του στην κατεύθυνση ανάπτυξης της ίδιας της επιστήμης, αλλά και στην αναντιστοιχία ανάμεσα στις δυνατότητες που δημιουργεί αυτή η ανάπτυξη και στην πραγματικότητα που βιώνει ο λαός.
Η παρουσίαση της στάσης του Αϊνστάιν στα παραπάνω ζητήματα –παράλληλα φυσικά με τη στάση του και τον τρόπο προσέγγισης των καθαυτών ζητημάτων της επιστήμης του– μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της παραπάνω συζήτησης τόσο στους χώρους της εκπαίδευσης όσο και στους χώρους στους οποίους απασχολείται επιστημονικό εργατικό δυναμικό.
Για να κατανοηθεί όμως ολοκληρωμένα η συμβολή του Αϊνστάιν, πρέπει να μελετήσουμε την ιστορική εποχή στην οποία έζησε κι έδρασε, τους κοινωνικούς αγώνες που την σημάδεψαν και φυσικά τη στάση του απέναντι σε όλες αυτές τις εξελίξεις.
Ο Αϊνστάιν είχε ταχτεί με διάφορες αφορμές στο πλευρό του εργατικού και λαϊκού κινήματος της Ελλάδας, στηλιτεύοντας ταυτόχρονα την καταστολή των λαϊκών αγώνων από το αστικό κράτος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του έδινε το χέρι του σε όποιον προσπαθούσε να σηκωθεί στα πόδια του και να υψώσει τη φωνή του. Ίσως να προσέξατε ένα πρόσφατο άρθρο του «Ριζοσπάστη»1 που αναφερόταν στο τηλεγράφημα του Άλμπερτ Αϊνστάιν προς την κυβέρνηση Βενιζέλου, με το οποίο διαμαρτυρόταν για την αποβολή, για πολιτικούς λόγους, κομμουνιστών φοιτητών από το Πανεπιστήμιο Αθήνας. Το τηλεγράφημα αυτό δημοσιεύτηκε στις 23 Μάρτη 1929 στο «Ριζοσπάστη» και είχε ως εξής:
«Πρωθυπουργόν Βενιζέλον
Διαμαρτυρόμαστε εντόνως ενάντια στην αποβολή φοιτητών από το Πανεπιστήμιο. Απαιτούμε την ελευθερία στην εκδήλωση των σκέψεων ανάμεσα στους φοιτητές.
Καθηγητής Αλμπέρ Αϊνστάιν».
Λίγες μέρες αργότερα έστειλε αντίστοιχη επιστολή μαζί με συναδέλφους του και στην Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών:
«Σύγκλητον Πανεπιστημίου Αθήνας
Διαμαρτυρόμαστε εντόνως ενάντια στην αποβολή των φοιτητών που αγωνίστηκαν για τα πολιτικά τους φρονήματα. Απαιτούμε την άμεσο επανεγγραφή τους.
Καθηγητής Αλμπέρ Αϊνστάιν
Καθηγητής Ερρίκος Λέβε
Καθηγητής Φριτς».
Ο Αϊνστάιν ενημερώθηκε για τις αποβολές αυτές μέσω μιας πρωτοβουλίας του φοιτητικού κινήματος της χώρας μας. Ας το δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα. Η περίοδος εκείνη ήταν για τους κομμουνιστές και τους αγωνιστές στη χώρα μας μια περίοδος διαρκών διώξεων. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και μέσα στα πανεπιστήμια. Το Σπουδαστικό της Ασφάλειας ήταν σε πλήρη δράση, συνεπικουρούμενο από λογής-λογής χαφιέδες. Ομάδες φασιστοειδών δρούσαν μέσα στις σχολές. Η διοίκηση των πανεπιστημίων ήταν πλήρως εναρμονισμένη με όλα αυτά. Λίγο καιρό πριν από αυτές τις αποβολές, υπήρξε απόφαση της Συγκλήτου, με βάση την οποία ακόμα και η απλή παρουσία ενός φοιτητή στις «κομμουνιστικές» συγκεντρώσεις αποτελούσε έγκλημα που συνεπαγόταν την άμεση αποβολή του.
Οι φοιτητές αντέδρασαν άμεσα στην ανακοίνωση των αποβολών των φοιτητών. Όπως αναφέρει ο «Ριζοσπάστης» της εποχής: «Αμέσως το απόγευμα το Φοιτητικό Τμήμα της Εργατικής Βοήθειας κυκλοφόρησε κατά χιλιάδες προκήρυξη προς τους φοιτητάς, διαμαρτυρόμενο εντονότατα για τις αποβολές και καλώντας τους να κινηθούν κατά της τρομοκρατίας στο Πανεπιστήμιο. Σύγχρονα απέστειλε τηλεγράφημα διαμαρτυρίας προς το Αντιφασιστικό Συνέδριο στο Βερολίνο και την Επιτροπή Αμύνης των θυμάτων της λευκής τρομοκρατίας στα Βαλκάνια»2.
Ο Αϊνστάιν συμμετείχε σε αυτό το Συνέδριο και ως μέλος αυτής της Επιτροπής Αμύνης έσπευσε να ανταποκριθεί. Το παραπάνω γεγονός προσφέρεται λοιπόν πέραν των άλλων και για την άντληση συμπερασμάτων όσον αφορά την πολύμορφη δράση που πρέπει να αναπτύσσει το φοιτητικό –και όχι μόνο– κίνημα. Αντίστοιχη εγρήγορση επέδειξε άλλωστε το φοιτητικό κίνημα και στην απεργία των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθήνας που έλαβε χώρα λίγες μέρες μετά από την αποβολή των φοιτητών, τον Απρίλη του 1929, με βασικά αιτήματα τις δωρεάν εγγραφές και συγγράμματα, τις διευκολύνσεις των φοιτητών στις εξετάσεις κ.ά. Παρά το γεγονός ότι από την πρώτη στιγμή επιχειρήθηκε από κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς το χτύπημα της φοιτητικής απεργίας και των διαδηλώσεων, αυτό αποτράπηκε από τη στάση του φοιτητικού συλλόγου, ο οποίος πρωτοστάτησε στην καλή οργάνωση της απεργίας, στην περιφρούρηση και την αλληλεγγύη, με αποτέλεσμα η απεργία να διαρκέσει περίπου είκοσι μέρες.
Οι παραπάνω επιστολές όμως δεν ήταν η μόνη μορφή εκδήλωσης έμπρακτης συμπαράστασης του Αϊνστάιν στους αγώνες του λαϊκού κινήματος της Ελλάδας. Λίγους μήνες μετά από τα παραπάνω γεγονότα και καθώς το βενιζελικό καθεστώς βυθιζόταν στον αυταρχισμό, ανοίγοντας το δρόμο προς τη φασιστική δικτατορία του Μεταξά, η κυβέρνηση πραγματοποίησε μια ολομέτωπη επίθεση στο Κομμουνιστικό Κόμμα αλλά και τα συνδικάτα. Επικράτησε ένα όργιο συλλήψεων, φυλακίσεων, εξοριών και εκτελέσεων από το κράτος και το παρακράτος. Είναι η περίοδος του περίφημου «Ιδιώνυμου»3, που στην ουσία καταδίκαζε και απαγόρευε την ανοιχτή πολιτική δράση των κομμουνιστών. Αυτό το «κύμα» κρατικής τρομοκρατίας προκάλεσε για άλλη μία φορά την παρέμβαση του Αϊνστάιν, που μαζί με άλλους επιστήμονες υπέγραψε επιστολή με την οποία «καταδικάζει αυτά τα μέτρα, που λαμβάνονται εναντίον των εργατών, των χωρικών, των φοιτητών και των εθνικών μειονοτήτων και εναντίον των οργανώσεών τους, οι οποίες αγωνίζονται για την κοινωνικήν και εθνικήν απελευθέρωσιν» και «απαιτεί γενικήν και ολοκληρωτικήν αμνηστίαν και πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες».
Ακόμα ο Αϊνστάιν ήταν ένας από τους εκατοντάδες ριζοσπάστες διανοούμενους απ’ όλο τον κόσμο που απηύθυναν στην ελληνική κυβέρνηση έκκληση για να μην εκτελεστεί ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του το 1952. Την ίδια περίπου περίοδο πρωτοστάτησε στην προσπάθεια παρεμπόδισης της εκτέλεσης του ζεύγους των Αμερικανών επιστημόνων Ρόζενμπεργκ, την οποία είχε αποφασίσει το αμερικανικό κράτος στις συνθήκες του λεγόμενου μακαρθισμού.4 Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τόσο στην περίπτωση των Ελλήνων κομμουνιστών όσο και στην περίπτωση των δύο Αμερικανών κομμουνιστών επιστημόνων η καταγγελία των αστικών κρατών ήταν κοινή: «Συνωμοσία σε περίοδο πολέμου με στόχο την κατασκοπία».
Επίσης, ως συνεπής διεθνιστής, ο Αϊνστάιν υποστήριξε στον Ισπανικό Εμφύλιο τις δυνάμεις κατά του Φράνκο. Την ώρα που η ναζιστική Λουφτβάφε εξαπέλυε κύματα βομβαρδισμών υποστηρίζοντας τον Φράνκο, την ώρα που ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία αρνούνταν να παράσχουν την οποιαδήποτε βοήθεια στον αγωνιζόμενο ισπανικό λαό, κηρύσσοντας ένα ψευτο-εμπάργκο «ουδετερότητας», ο Αϊνστάιν συμμετείχε και στήριζε τις διαδηλώσεις και τις εκκλήσεις για βοήθεια στις αντιφασιστικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα υποστήριξε ένθερμα τους περίπου 3.000 Αμερικανούς εθελοντές της Tαξιαρχίας «Αβραάμ Λίνκολν» που πήγαν στην Ισπανία για να πολεμήσουν στο πλευρό του ισπανικού λαού, μαζί με δεκάδες χιλιάδες άλλους διεθνιστές αγωνιστές, μεταξύ των οποίων και οι περίπου 500 Έλληνες εργάτες κομμουνιστές του λόχου «Ζαχαριάδης».
Αξίζουν λίγα λόγια για τη ζωή του Αϊνστάιν5, μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, συγκρούσεις κι αγώνες. Ο Αϊνστάιν γεννήθηκε στις 14 Μάρτη του 1879 στο Ουλμ της Νότιας Γερμανίας. Ήταν γιος μιας τυπικής γερμανο-εβραϊκής μεσοαστικής οικογένειας η οποία περιπλανιόταν αρκετά. Από μικρός ήταν ανήσυχο πνεύμα, ιδιαίτερα φιλομαθής, διάβαζε φιλοσοφία, επιθυμούσε να κατανοήσει τα μυστικά της φύσης, να διακρίνει «το νόμο μέσα στο νόμο», όπως έλεγε.
Λίγο μετά τη γέννηση του γιου τους, το 1880, η οικογένεια Αϊνστάιν μετακόμισε στο Μόναχο. Εκεί ο πατέρας και ο θείος του μικρού Άλμπερτ ίδρυσαν αρχικά μία μικρή εταιρία εγκατάστασης δικτύων νερού και αερίου. Η επιτυχία της εταιρίας τούς οδήγησε λίγα χρόνια αργότερα, το 1885, να ιδρύσουν ένα δικό τους μικρό εργοστάσιο ηλεκτρικών συσκευών το οποίο, παρά τις αρχικές επιτυχίες του, οδηγήθηκε λίγα χρόνια αργότερα στο κλείσιμο, αφού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει στην ανταγωνιστική πίεση της Siemens. Μετά από το κλείσιμο της εταιρίας, το 1894, η οικογένεια Αϊνστάιν μετακόμισε στο Μιλάνο. Ο 16χρονος πια Άλμπερτ έπρεπε να μείνει λίγο ακόμα στο Μόναχο για να τελειώσει το Γυμνάσιο. Ωστόσο οι διαμάχες του με τη διεύθυνση του σχολείου και άλλοι προσωπικοί παράγοντες τον οδήγησαν το Δεκέμβρη του 1895 να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει το Μόναχο χωρίς να πάρει το απολυτήριό του και ν’ ακολουθήσει την οικογένειά του στο Μιλάνο.
Λίγο μετά την άφιξή του στο Μιλάνο έκανε αίτηση στην Πολυτεχνική Σχολή της Ζυρίχης. Επειδή όμως δεν είχε πάρει το απολυτήριό του, έπρεπε να δώσει πρώτα εξετάσεις στις οποίες, παρά τις άριστες επιδόσεις του στις φυσικές επιστήμες, απέτυχε λόγω των επιδόσεών του στη γαλλική γλώσσα. Στη συνέχεια και αφού πήρε το απολυτήριό του από την επαγγελματική σχολή του Άαραου της Ελβετίας, ξεκίνησε τις σπουδές του το 1896 στη Σχολή τεχνικής εκπαίδευσης του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης (με κατεύθυνση τα Μαθηματικά και τη Φυσική), από την οποία αποφοίτησε το 1900. Στις αρχές του 1896, αντιδρώντας στο γερμανικό μιλιταριστικό πνεύμα, αλλά και ως μέσο για ν’ αποφύγει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, παραιτήθηκε από τη γερμανική υπηκοότητα (και συγκεκριμένα από την υπηκοότητα του κρατιδίου της Βυρτεμβέργης), ενώ στην εγγραφή του στο σχολείο του Άαραου δήλωνε ότι δεν ανήκει σε καμία θρησκευτική κοινότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι για πέντε χρόνια, μέχρι το 1901 οπότε και πήρε την ελβετική υπηκοότητα, ο Αϊνστάιν δεν είχε την ιθαγένεια κανενός κράτους.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του δυσκολεύτηκε να εργαστεί στο πανεπιστήμιο, αφού οι αιτήσεις του για θέσεις βοηθού καθηγητή απορρίφτηκαν από διάφορα πανεπιστήμια. Αφότου παρέδωσε για μικρό χρονικό διάστημα ιδιωτικά μαθήματα σε κάποιες ελβετικές πόλεις, τον Ιούνη του 1902 προσλήφθηκε ως «τεχνικός ειδικός 3ης τάξης» στο ελβετικό γραφείο ευρεσιτεχνιών στη Βέρνη, όπου ερχόταν σε επαφή με πολλές πρωτότυπες ιδέες και κατασκευές.
Το γεγονός ότι ήταν έξω από τους ακαδημαϊκούς κύκλους δεν τον εμπόδισε ν’ ασχοληθεί με τα θεωρητικά του ενδιαφέροντα, με αποτέλεσμα λίγα χρόνια αργότερα, το 1905, να δημοσιεύσει κάποιες από τις πιο βασικές εργασίες του (μεταξύ των οποίων και τη διδακτορική του εργασία) που θεμελίωσαν τη συνεισφορά του στη Φυσική. Το 1907 έγινε υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, ενώ το 1909 έγινε δεκτός ως καθηγητής θεωρητικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Στα χρόνια που έμεινε στη Ζυρίχη, ένα από τα αγαπημένα του στέκια ήταν το καφέ Οντεόν. Εκεί, μεταξύ άλλων, σύχναζαν και αρκετοί Ρώσοι εξόριστοι ριζοσπάστες κι επαναστάτες, συμπεριλαμβανομένου μερικά χρόνια μετά και του Λένιν. Ο Αϊνστάιν έβρισκε τόσο συναρπαστικές τις συζητήσεις που διεξάγονταν εκεί, ώστε –όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος– αρκετές φορές έχανε μαθήματα για να τις παρακολουθήσει και να συμμετάσχει.
Το 1911 δίδαξε για ένα περίπου χρόνο στο Γερμανικό Πανεπιστήμιο της Πράγας,6 ενώ το 1912 έγινε καθηγητής στην Πολυτεχνική Σχολή της Ζυρίχης. Το 1913 ο Μαξ Πλανκ τον κάλεσε στο Βερολίνο για να εργαστεί ως πλήρες μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Στο Βερολίνο ο Αϊνστάιν πήρε και τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, χωρίς όμως υποχρέωση διδασκαλίας, κάτι που τον διευκόλυνε να αφιερωθεί στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα. Το 1914 επανάκτησε και τη γερμανική υπηκοότητα.
Τα τύμπανα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου είχαν ήδη αρχίσει να ηχούν. Ο Αϊνστάιν επηρεάζεται από τις ραγδαίες εξελίξεις και αυξάνει την ενασχόλησή του με τα πολιτικά ζητήματα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου γίνεται μέλος της «Ένωσης Νέα Πατρίδα», η οποία αποτελούσε τη μεγαλύτερη φιλειρηνική γερμανική οργάνωση. Συντάχτηκε με τις απόψεις των κομμουνιστών, που θεωρούσαν ότι ο πόλεμος γινόταν για τα συμφέροντα των αστικών τάξεων των εμπόλεμων χωρών και οι λαοί καλούνταν να χύσουν το αίμα τους γι’ αυτά.
Γι’ αυτές τις απόψεις του ο Αϊνστάιν ήρθε σε σύγκρουση με πολλούς διάσημους συναδέλφους του, οι οποίοι στήριζαν τις πολεμικές επιδιώξεις της γερμανικής αστικής τάξης. Για παράδειγμα, όταν 93 διάσημοι Γερμανοί επιστήμονες υπέγραψαν την εποχή εκείνη ένα υπερεθνικιστικό «Μανιφέστο προς τον πολιτισμένο κόσμο», υπερασπίζοντας ανοιχτά αυτές τις επιδιώξεις, ο Αϊνστάιν συνέγραψε μαζί με άλλους τρεις επιστήμονες ένα αντι-μανιφέστο ως απάντηση.
Για να γίνει κατανοητό το κλίμα που επικρατούσε στον επιστημονικό κόσμο της Γερμανίας εκείνη την εποχή, παρουσιάζουμε ένα απόσπασμα από το «Μανιφέστο προς τον πολιτισμένο κόσμο», το οποίο είναι χαρακτηριστικό για τις ομοιότητες με τη μετέπειτα ναζιστική φρασεολογία: «Αυτοί που συμμαχούν με τους Ρώσους και τους Σέρβους και παρουσιάζουν μια τόσο ντροπιαστική εικόνα ως ηθικοί αυτουργοί για όσα κάνουν οι Μογγόλοι και οι νέγροι που έχουν ξεχυθεί ενάντια στη λευκή φυλή, δεν έχουν δικαίωμα να αυτοαποκαλούνται προστάτες του πολιτισμού»7.
Το γεγονός ότι ο Αϊνστάιν αντιστάθηκε σθεναρά στον εθνικιστικό παροξυσμό που συνέπαιρνε τη γερμανική κοινωνία και το γερμανικό επιστημονικό κόσμο προκάλεσε –όπως ήταν αναμενόμενο– ένα κύμα σφοδρών επιθέσεων εναντίον του.
Στην πορεία όμως του πολέμου οι γερμανικές πολεμικές επιδιώξεις δεν στέφτηκαν με επιτυχία. Η διαφαινόμενη ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο συνοδεύτηκε με την εμφάνιση επαναστατικής κατάστασης σε όλη τη χώρα. Η εξέγερση των ναυτών του Κιέλου στο στόλο της Βαλτικής πυροδότησε αντίστοιχες εξεγέρσεις στις περισσότερες μεγάλες πόλεις της Γερμανίας, ο έλεγχος των οποίων περνούσε στα νεοϊδρυόμενα Συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών. Μέσα σε λίγες μόλις μέρες, στις 9 Νοέμβρη 1918, η εξέγερση έφτασε στο Βερολίνο, υποχρεώνοντας τον πρίγκιπα Μαξ (που είχε αναλάβει επικεφαλής μίας βραχύβιας κυβέρνησης που θα έβγαζε τη Γερμανία από τον πόλεμο) να παραιτηθεί, παραδίδοντας οικειοθελώς την Καγκελαρία στον Φρίντριχ Έμπερτ, ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (ΣΚΓ), ο οποίος δήλωνε: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα». Τόσο η ανάθεση της Καγκελαρίας στο ΣΚΓ όσο και η παραίτηση του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ την ίδια μέρα αποσκοπούσαν στη χειραγώγηση και κατάπνιξη των εργατικών εξεγέρσεων.
Η γερμανική αστική τάξη ήταν τρομοκρατημένη, καθώς αντιμετώπιζε την απειλή της σοσιαλιστικής επανάστασης, ένα μόλις χρόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Η αντίδρασή της ήταν ωστόσο ακαριαία και απ’ ό,τι φάνηκε στη συνέχεια έγκαιρη, αξιοποιώντας τόσο το «καρότο» όσο και το «μαστίγιο». Βασικό όχημα αυτής της αντίδρασης ήταν η αξιοποίηση του ΣΚΓ που είχε τεράστια επιρροή στους εργάτες, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου –και της ανοιχτής στήριξης των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων της Γερμανίας– ολοκληρώθηκε η μετάλλαξή του σε καθαρόαιμο αστικό κόμμα8. Η αστική τάξη αξιοποίησε τη συμμετοχή των σοσιαλδημοκρατών στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις για να καθησυχάσει τα εξεγερμένα πλήθη, ενώ ταυτόχρονα αδρανοποίησε τα Συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών μέσω της κυριαρχίας της σε αυτά, αλλά και στο παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ9.
Ένα δεύτερο σκέλος της αστικής αντίδρασης αφορά τη στήριξη των φασιστικών παραστρατιωτικών δυνάμεων για την κατάπνιξη των εξεγέρσεων. Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Νόσκε10 έκανε έκκληση για την ανάπτυξη των παραστρατιωτικών ακροδεξιών σωμάτων εθελοντών Freikorps, τα οποία έπνιξαν στο αίμα την εργατική εξέγερση, δολοφονώντας μάλιστα στις 15 Γενάρη 1919 τον Καρλ Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, ηγέτες του νεοϊδρυθέντος –μόλις δύο βδομάδες πριν– Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.11
Ο παραπάνω επαναστατικός αναβρασμός δεν μπορούσε να μην ακουμπήσει και τον Αϊνστάιν. Τη μέρα της παραίτησης του Κάιζερ ο Αϊνστάιν κόλλησε ένα σημείωμα στην αίθουσα διδασκαλίας του που έγραφε: «ΜΑΘΗΜΑ ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ - ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ».
Στη συνέχεια η Γερμανία εισήλθε στην περίοδο της λεγόμενης «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης»12, που επώασε το «αβγό του φιδιού» κι έμελλε να παραδώσει την κυβερνητική εξουσία στα χέρια των ναζί και του Χίτλερ. Σε όλη αυτή την περίοδο ο Αϊνστάιν ανησυχούσε με όσα έβλεπε να συντελούνται γύρω του, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 προβληματιζόταν από την άνοδο του ναζισμού και την πρόδηλη απειλή ενός νέου μεγάλου πολέμου. Την ίδια περίοδο τον ανησυχούσε ιδιαίτερα ο ρόλος των διανοουμένων της εποχής του, που πρώτοι έστερξαν να στηρίξουν τις φασιστικές δυνάμεις.
Παρά το γεγονός ότι ο Αϊνστάιν το 1918 στήριξε αρχικά την έκκληση για τη δημιουργία του λεγόμενου Γερμανικού Δημοκρατικού Κόμματος13, στη συνέχεια απομακρύνθηκε από αυτό, διαμορφώνοντας τη δική του αντίληψη για το σοσιαλισμό ως κατάλληλη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης παρέμεινε ενεργό μέλος της Γερμανικής Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, από τις γραμμές της οποίας αγωνίστηκε για την απελευθέρωση των –κομμουνιστών κατά βάση– πολιτικών κρατούμενων της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ενώ για ένα διάστημα εργάστηκε και για την «Κόκκινη Βοήθεια Γερμανίας», η οποία καθοδηγούνταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας και δρούσε για τη στήριξη των πολιτικών κρατούμενων.
Το 1929 ξέσπασε –με κοιτίδα τις ΗΠΑ– η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση, που πολύ γρήγορα διαδόθηκε σε ολόκληρη την καπιταλιστική Ευρώπη κι εκφράστηκε με ιδιαίτερη ένταση στη Γερμανία. Όταν το 1933 οι ναζί ανέλαβαν τη διακυβέρνηση στη Γερμανία, οι επιθέσεις εναντίον του Αϊνστάιν εντάθηκαν. Μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Χίτλερ, ο Αϊνστάιν εγκατέλειψε τη Γερμανία ταξιδεύοντας στην Ευρώπη και παραδίνοντας το γερμανικό του διαβατήριο στην πρεσβεία στις Βρυξέλλες, παραιτούμενος ταυτόχρονα γι’ άλλη μία φορά από τη γερμανική του υπηκοότητα14.
Στη Γερμανία η περιουσία του κατασχέθηκε και ο ίδιος καθαιρέθηκε απ’ όλες τις θέσεις που είχε αναλάβει. Το έργο του χαρακτηρίστηκε από τους ναζί ως «εβραϊκή φυσική» που ήταν επικίνδυνη για την άρια κυριαρχία. Τα βιβλία και τα άρθρα του βρίσκονταν σε περίοπτη θέση στα δημόσια καψίματα βιβλίων που οργάνωνε ο Γκέμπελς, υπουργός Προπαγάνδας του Χίτλερ. Σε εφημερίδες των ναζί δημοσιεύτηκε προσφορά μεγάλης αμοιβής σε μετρητά (5.000 δολάρια) για τη δολοφονία του.
Έτσι, όταν του δόθηκε η ευκαιρία και αφού είχε διδάξει για σύντομες περιόδους και είχε δώσει διαλέξεις σε διάφορα ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια, αποφάσισε το 1935 να μείνει μόνιμα στις ΗΠΑ και να κάνει αίτηση για να πάρει την αμερικανική υπηκοότητα, η οποία του δόθηκε το 1940. Στις ΗΠΑ, έχοντας καθηγητική έδρα στο Πρίνστον, ο Αϊνστάιν συνέχισε το επιστημονικό του έργο, συμμετέχοντας ταυτόχρονα ενεργά στους αγώνες του κινήματος τόσο στην κοινωνία όσο και μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιό του. Αντιπαλεύοντας τις ταξικές διακρίσεις και την κοινωνική ανισότητα και αντιδρώντας στα αυξανόμενα δίδακτρα που οι φτωχότεροι δεν μπορούσαν να πληρώσουν, ο Αϊνστάιν έκανε δωρεάν μαθήματα σε φοιτητές, με τους οποίους άνοιγε συχνά και πολιτικές συζητήσεις. Σε αυτές στηλίτευε τον άκρατο ανταγωνισμό που εμφυσούσαν στους φοιτητές, οι οποίοι εκπαιδεύονταν για να θεωρούν την «αχόρταγη αρπακτικότητα επιτυχίας σαν προετοιμασία για τη μελλοντική τους καριέρα», ενώ υπογράμμιζε ότι «η πραγματική αξία ενός ανθρώπου κρίνεται κυρίως από το κατά πόσον έχει κατορθώσει να απελευθερωθεί από το εγώ του». Απεύθυνε το εξής κάλεσμα στους νέους ανθρώπους: «Μόνο μια ζωή που ζεις για τους άλλους, είναι μια ζωή που αξίζει τον κόπο».
Βαθιά ανθρωπιστής, φιλειρηνιστής και αντιρατσιστής, ο Αϊνστάιν αναπτύσσει πλούσια κοινωνική και πολιτική δράση, που του απέφερε ως …παράσημο έναν ογκωδέστατο φάκελο από το FBI. Ο κυβερνήτης του Μισισιπή τον κατηγόρησε ως «ξενόφερτο ταραχοποιό που επιδίωκε να προωθήσει την εξάπλωση του κομμουνισμού σε όλο τον κόσμο»!
Το 1939 ο Αϊνστάιν γράφει στον Αμερικανό πρόεδρο Ρούζβελτ, προειδοποιώντας για τη διαφαινόμενη πρόοδο των ναζί στην έρευνα της πυρηνικής σχάσης και την προοπτική να κατασκευάσουν ατομικό όπλο.
Αυτή η επιστολή συνέβαλε ώστε να ξεκινήσει το πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ, το περίφημο «Σχέδιο Μανχάταν», στο οποίο ο Αϊνστάιν δε συμμετείχε και το οποίο οδήγησε στις ατομικές βόμβες που οι ΗΠΑ έριξαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, όταν επί της ουσίας είχε λήξει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ιαπωνία ήταν έτοιμη να συνθηκολογήσει15. Αργότερα θα δηλώσει ότι «έκανα το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή μου όταν υπέγραψα την επιστολή προς τον πρόεδρο Ρούζβελτ, συνιστώντας την κατασκευή πυρηνικών βομβών. Αλλά υπήρχε μια δικαιολογία, ο κίνδυνος ότι θα τις έφτιαχναν οι Γερμανοί». Σε μια συνέντευξή του το 1945, ο Αϊνστάιν αποδίδει την ευθύνη για το φρικιαστικότερο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας «στην αντισοβιετική εξωτερική πολιτική του Τρούμαν». Η επιστολή στον Ρούζβελτ ήταν αποτέλεσμα αυταπατών που διατηρούσε για το χαρακτήρα του ιμπεριαλιστικού πολέμου και το ρόλο των ΗΠΑ σε αυτόν. Τέτοιου είδους αυταπάτες αναδεικνύονται και από μια άλλη συνέντευξή του, στην οποία εκτιμούσε ότι «αν ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ είχε ζήσει μέχρι το τέλος του πολέμου, η Χιροσίμα δε θα είχε ποτέ βομβαρδιστεί».
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 18 Απρίλη του 1955, ο Αϊνστάιν ανέπτυξε πλούσια φιλειρηνική, αντιιμπεριαλιστική δράση. Χωρίς να είναι κομμουνιστής, στήριζε ανοιχτά την πάλη των κομμουνιστών σε όλο τον κόσμο, ενώ στεκόταν συμπαραστάτης σε όλους τους αγώνες του εργατικού λαϊκού κινήματος.
Έχει ήδη αναδειχτεί η αγωνιστική στάση ζωής του Αϊνστάιν. Παράλληλα όμως ο Αϊνστάιν δεν έμενε στους αγώνες εναντίον των δεινών του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά προσπαθούσε να οραματιστεί θεωρητικά τη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία, την οποία ανοιχτά διακήρυσσε ως αναγκαία. Παρά το γεγονός ότι αυτές οι θεωρητικές σκέψεις του Αϊνστάιν δεν ταυτίζονταν με τις επεξεργασίες των θεμελιωτών της κοσμοθεωρίας του μαρξισμού-λενινισμού ή με τις κατά καιρούς επεξεργασίες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, σε αρκετά σημεία συναντιούνταν και κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση. Θα επιχειρήσουμε μία πολύ σύντομη παρουσίαση αυτής της ανησυχίας του Αϊνστάιν μέσα από τη σκιαγράφηση των βασικών σημείων ενός άρθρου του που γράφτηκε σε προχωρημένη φάση της ζωής του και αποτελεί ίσως την πιο ολοκληρωμένη πολιτική παρέμβασή του. Το άρθρο αυτό φέρει τον τίτλο «Γιατί σοσιαλισμός;» και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Monthly Review» το Μάη του 1949.
Παρ’ όλες τις κριτικές παρατηρήσεις που μπορεί να προκαλέσει σ’ ένα μαρξιστή το συγκεκριμένο άρθρο, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο Αϊνστάιν προσεγγίζει –με τα δικά του μεθοδολογικά μέσα– αλήθειες που ακόμα και σήμερα συσκοτίζονται και διαστρεβλώνονται από τους εκπροσώπους της αστικής ιδεολογίας. Ο τρόπος έκθεσης των σκέψεών του στο άρθρο φέρει την προσωπική του σφραγίδα, αφού παρουσιάζει ομοιότητες με τον τρόπο που σκεφτόταν και παρουσίαζε τα ιδιαίτερα ζητήματα της επιστήμης του. Το άρθρο έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με μια σειρά αστικά ιδεολογήματα για το ρόλο της επιστήμης και κατ’ επέκταση της επιστημονικής «ελίτ», για τη σχέση ατόμου και κοινωνίας (και την υποτιθέμενη ανεξαρτησία του πρώτου από τη δεύτερη), για τις δυνατότητες του καπιταλισμού κλπ. Στο άρθρο, μέσα από τη διεισδυτική ματιά και το βαθύ ανθρωπισμό του κορυφαίου επιστήμονα, γίνονται αρκετές επισημάνσεις που παραμένουν ιδιαίτερα επίκαιρες και σήμερα.
Ο Αϊνστάιν ξεχωρίζει ως πηγή της κοινωνικής κακοδαιμονίας και της αδικίας τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και το γεγονός ότι τα μέσα παραγωγής «νόμιμα και κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών προσώπων». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η πραγματική αιτία του κακού». Ταυτόχρονα στοχοποιεί το κίνητρο του κέρδους και την κυριαρχία του ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής ως παράγοντες που ευθύνονται για την αυξανόμενη οικονομική αστάθεια στις καπιταλιστικές χώρες και τις σοβαρές κρίσεις που συνοδεύουν την καπιταλιστική ανάπτυξη: «Ο προσανατολισμός στο κέρδος σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό των καπιταλιστών είναι η αιτία της αστάθειας στη συσσώρευση και τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου, πράγμα που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές καταστάσεις ύφεσης».
«Αποτέλεσμα της ανάπτυξης αυτής», γράφει, «είναι η ολιγαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου, η κολοσσιαία εξουσία του οποίου δεν μπορεί να ελέγχεται αποτελεσματικά ακόμη και σε μια δημοκρατική κοινωνία». Προσπαθώντας να προσεγγίσει αυτή την επίφαση δημοκρατίας στην αστική κοινωνία, σημειώνει ότι αυτό συμβαίνει «γιατί τα μέλη των νομοθετικών οργάνων εκλέγονται από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία χρηματοδοτούνται και επηρεάζονται βασικά από τους ιδιώτες επιχειρηματίες, που επιδιώκουν για πρακτικούς σκοπούς να απομακρύνουν το εκλογικό σώμα από τους νομοθέτες. Σαν αποτέλεσμα, οι αντιπρόσωποι του λαού δεν υπερασπίζονται αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μη προνομιούχων ομάδων του πληθυσμού».
Στα παραπάνω συμπληρώνει ότι ο έλεγχος της οικονομικής και της πολιτικής ζωής από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής ολοκληρώνεται με τον έλεγχο της πληροφόρησης και της εκπαίδευσης: «στις υπάρχουσες συνθήκες οι ιδιώτες επιχειρηματίες ελέγχουν αναπόφευκτα τις κύριες πηγές πληροφόρησης (Τύπο, ραδιόφωνο, εκπαίδευση)», κάτι που έχει ως αποτέλεσμα ότι «ο απλός πολίτης είναι πολύ δύσκολο και στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς αδύνατο να καταλήξει σε αντικειμενικά συμπεράσματα και ν’ ασκεί με εξυπνάδα τα πολιτικά του δικαιώματα».
Όσον αφορά την επιστήμη, ο Αϊνστάιν διατυπώνει τη θέση ότι από μόνη της δεν μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικούς σκοπούς και να τους επιβάλει στους ανθρώπους. «Το μέγιστο που μπορεί να κάνει είναι να προσφέρει τα μέσα για την επίτευξη ορισμένων σκοπών», λέει. Επίσης θεωρεί ότι όλοι οι ενεργοί πολίτες έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται και να παρεμβαίνουν σε ζητήματα που αφορούν την οργάνωση της κοινωνίας: «Δεν πρέπει επίσης να σκεφτόμαστε ότι μόνο οι ειδικοί έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν τη γνώμη τους για τα ζητήματα οργάνωσης της κοινωνίας».
Όσον αφορά τη σχέση ατόμου - κοινωνίας, ο Αϊνστάιν σημειώνει: «Η προσωπικότητα διαμορφώνεται οριστικά στο περιβάλλον, όπου ο άνθρωπος βρίσκεται στη διαδικασία της ανάπτυξής του, από τη διάρθρωση της κοινωνίας όπου μεγαλώνει, από τις παραδόσεις της κοινωνίας αυτής, από το πώς εκτιμάει τους διάφορους τύπους συμπεριφοράς. Η αφηρημένη έννοια “κοινωνία” σημαίνει για το ατoμικό ανθρώπινο ον το σύνολο των άμεσων και έμμεσων αμοιβαίων σχέσεων με τους σύγχρονούς του και με όλες τις προηγούμενες γενεές. Το άτομο είναι σε θέση να σκέπτεται, να νιώθει, να προσπαθεί να εργαστεί αυτοτελώς, αλλά εξαρτάται τόσο πολύ από την κοινωνία στη φυσική, διανοητική και συναισθηματική ύπαρξή του, που είναι αδύνατο να σκέπτεται γι’ αυτήν ή να την κατανοεί εκτός των πλαισίων της κοινωνίας».
Τέλος, στο άρθρο αυτό παρουσιάζεται η πιο συνοπτική διατύπωση του Αϊνστάιν για την κοινωνία που οραματιζόταν: «Είμαι πεισμένος ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να μπει τέλος σε όλο αυτό το κακό, δηλαδή η δημιουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας με το αντίστοιχο σε αυτή σύστημα παιδείας, προσανατολισμένης σε κοινωνικούς σκοπούς. Σε μια τέτοια οικονομία η κοινωνία κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα διαχειρίζεται με βάση το σχεδιασμό. Η σχεδιασμένη οικονομία πρoσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, κατανέμει την εργασία στους ικανούς για εργασία και εγγυάται τα μέσα προς το ζειν για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Αντί για την εξύμνηση της εξουσίας και της επιτυχίας, όπως γίνεται στη σημερινή μας κοινωνία, η παιδεία που συμπληρώνεται με την ανάπτυξη των εσωτερικών ικανοτήτων της προσωπικότητας θ’ αποβλέπει στην ανάπτυξη σε αυτή της συναίσθησης της ευθύνης για τους άλλους ανθρώπους».
Μέχρι τώρα έχει αναδειχτεί η στάση του Αϊνστάιν απέναντι στα γεγονότα της εποχής του. Δε θα μπορούσε ωστόσο να σταθεί άρθρο γι’ αυτόν χωρίς μία σύντομη έστω αναφορά στη συνεισφορά του στη φυσική επιστήμη. Μέσα από το επιστημονικό του έργο ο Αϊνστάιν άνοιξε το δρόμο για μια πραγματική επανάσταση στη Φυσική. Χωρίς να επεκταθούμε ιδιαίτερα, δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε την αναφορά σε κάποιες τομές που επέφερε με το επιστημονικό του έργο κι έχουν σημασία και σε γενικότερο, φιλοσοφικό επίπεδο.
Όπως σε όλες τις επαναστάσεις, έρχεται μια στιγμή που μια φιτιλιά αρκεί για ν’ αλλάξουν τα πάντα. Η αμφισβήτηση «αιώνιων αληθειών» παίζει το δικό της ρόλο στη «γέννηση» του νέου και στην ήττα του παλιού. Ο Αϊνστάιν αμφισβήτησε πολλές από τις «αιώνιες αλήθειες» της επιστήμης της εποχής του.
Μέχρι τότε οι επιστήμονες πίστευαν ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι απόλυτοι, προκαθορισμένοι και ανεξάρτητοι, τόσο μεταξύ τους όσο και από τα φυσικά φαινόμενα και αντικείμενα. Αυτή η αντίληψη είχε κληροδοτηθεί από τον Νεύτωνα, ενώ είχε τις ρίζες της ακόμα παλιότερα. Πίσω από αυτή την αντίληψη ήταν η πίστη ότι ο Θεός καθορίζει την αναπόφευκτη πορεία των πραγμάτων, θέτοντας τα όρια και καθορίζοντας τους νόμους στο φυσικό κόσμο.
Οι παλιές αντιλήψεις δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα όταν ανακαλύφτηκε ότι το φως, τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά φαινόμενα δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκδηλώσεις του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. Την ίδια περίπου περίοδο το πρόβλημα της φύσης του φωτός, που από παλιά βασάνιζε τους φυσικούς, επανήλθε στο προσκήνιο. Πέρα από την παλαιότερη επιστημονική διαμάχη Νεύτωνα - Χουκ16, η συζήτηση γύρω από αυτό το επιστημονικό ερώτημα τροφοδοτήθηκε και από τα πιο νέα –για την εποχή– πειραματικά δεδομένα, π.χ. από το πείραμα της διπλής σχισμής, τα οποία βεβαίωναν ότι το φως παρουσιάζει τόσο σωματιδιακές όσο και κυματικές ιδιότητες. Το ζήτημα της φύσης του φωτός αποτελούσε λοιπόν έναν από τους δισεπίλυτους επιστημονικούς γρίφους της εποχής, που μαζί και με άλλους αντίστοιχους γρίφους απειλούσαν να κλονίσουν τα βάθρα της φυσικής επιστήμης.
Δυο δρόμοι ανοίγονταν για την επιστήμη. Ο ένας απαξίωνε όσα γνωρίζαμε μέχρι τότε, δικαιώνοντας τις φωνές που άρχισαν (ξανά) ν’ αμφισβητούν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον κόσμο όπως πραγματικά είναι ή ακόμα και την αντικειμενικότητα της ύπαρξής του. Ο δεύτερος απαιτούσε την επαναθεμελίωση όλου του οικοδομήματος σε καινούργιες βάσεις, ικανές να το στηρίξουν, απορρίπτοντας θαρρετά ό,τι εμπόδιζε την περαιτέρω πρόοδο. Αυτό το δρόμο βάδισε ο Αϊνστάιν.
Η θεωρία της σχετικότητας μας αποκαλύπτει την οργανική και ακατάλυτη σύνδεση του χώρου και του χρόνου που υπάρχουν αντικειμενικά και αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα μεταξύ τους μέσω της ύλης, η οποία βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Στην περίφημη εξίσωση E=mc2 εκφράζεται η αλληλομετατροπή των μορφών ύπαρξης της ύλης και της κίνησής της, μέσω της οποίας εκδηλώνεται η αφθαρσία της.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι αυτό το τολμηρό και ρηξικέλευθο βήμα του Αϊνστάιν με τη θεωρία της σχετικότητας ήταν δυσκολοχώνευτο. Άλλωστε, δεν τιμήθηκε γι’ αυτό με το Νόμπελ το 1921, αλλά για την –εξίσου σημαντική– εργασία του για το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Σε αυτήν έβαλε για πρώτη φορά σε εφαρμογή τα κβάντα ενέργειας, για τα οποία είχε μιλήσει για πρώτη φορά λίγα χρόνια νωρίτερα ο Πλανκ. Έτσι ο Αϊνστάιν συνέβαλε καθοριστικά στη θεμελίωση της κβαντομηχανικής και στη σύγχρονη κατανόηση του φωτός.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρότι ο Αϊνστάιν αποτέλεσε έναν από τους θεμελιωτές της κβαντικής θεωρίας, ποτέ δεν αποδέχτηκε τις ιδεαλιστικές ερμηνείες της που κυριάρχησαν στη συνέχεια. Σε αυτό το ζήτημα είναι γνωστές οι διαμάχες του με τον Μπορ και τις ερμηνείες της Σχολής της Κοπεγχάγης. Στον πυρήνα της ερμηνείας της Σχολής της Κοπεγχάγης βρίσκεται η αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ, σύμφωνα με την οποία είναι φύσει αδύνατο να προσδιοριστεί ταυτόχρονα η θέση και η ταχύτητα ενός σωματιδίου. Η υιοθέτηση της αρχής αυτής έχει πολύ σημαντικές συνέπειες. Με αυτήν τίθενται απόλυτα όρια στη γνώση, αφού η ίδια η φύση παρουσιάζεται ως «φτιαγμένη» με κάποιον τρόπο που δεν μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος, καθώς για καθετί που προσπαθούμε να προσδιορίσουμε, θα πρέπει να υποστούμε το τίμημα να μην μπορούμε να προσδιορίσουμε κάτι άλλο. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την ίδια αρχή, η ίδια η διαμεσολάβηση της διαδικασίας της μέτρησης και οι πειραματικές διατάξεις που χρησιμοποιούμε αλλοιώνουν το σύστημα προς το οποίο στρέφονται οι μελέτες μας, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε αυτό ως έχει, παρά μόνο σε μια αλλοιωμένη έκφρασή του. Ακόμα, η ερμηνεία της κβαντομηχανικής σε αυτά τα πλαίσια θεωρήθηκε από πολλούς ως το τελειωτικό χτύπημα σε κάθε προσπάθεια να θεμελιωθεί η αιτιότητα στη φύση. Ο Μπορ υποστήριζε ότι οι οντότητες που αποκαλούμε ηλεκτρόνια δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα ως σωματίδια, παρά μόνο αφότου κάποιος τα παρατηρήσει. Με αυτή την έννοια, αυτές οι οντότητες δεν έχουν ανεξάρτητη ύπαρξη αλλά η παρατήρηση είναι η αιτία της ύπαρξης τους.
Ο Αϊνστάιν, από την άλλη, θεωρούσε ότι η Φυσική πρέπει να μας δίνει τη φύση ως «τέτοια που είναι», δηλαδή αυθύπαρκτη, ανεξάρτητη από την παρουσία κάποιου παρατηρητή. Υποστήριζε ότι η περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας που μας δίνει η κβαντομηχανική δεν μπορεί να θεωρείται πλήρης. Αρνούμενος να δεχτεί τις απολυτοποιήμενες πιθανοκρατικές ερμηνείες της νέας θεωρίας –και παρότι ο ίδιος είχε κολοσσιαία συμβολή στην ανάπτυξη της στατιστικής Φυσικής– έλεγε ότι ο «Θεός δεν μπορεί να παίζει ζάρια». Μέχρι τέλους προσπαθούσε να αποδείξει την ασυνέπεια αυτής της ερμηνείας και –μαζί με συνεργάτες του– είχε αλλεπάλληλες πολύτιμες συμβολές, όπως π.χ. τα περίφημα νοητικά του πειράματα.
Ο θεός του Αϊνστάιν βέβαια δεν ήταν ο θεός κάποιας θρησκείας. Βαθύτατα επηρεασμένος από τα φιλοσοφικά αναγνώσματα της νιότης του, είχε μια άποψη που έμοιαζε με την «πανθεϊστική» προσέγγιση του μεγάλου Ολλανδού φιλοσόφου Σπινόζα (1632-1677). Όπως κι εκείνος, έτσι κι ο Αϊνστάιν κατέκρινε την προσωποποιημένη αντίληψη για το Θεό των διάφορων θρησκειών. Προτιμούσε να μην αποκαλεί τον εαυτό του άθεο (μόνο προς το τέλος της ζωής του εξέφρασε δημόσια μια τέτοια θέση), αισθανόμενος αδύναμος και ταπεινός, όπως έλεγε, ώστε να προσεγγίσει διανοητικά το μεγαλείο της φύσης και της ύπαρξής μας.
Ο Αϊνστάιν αφιέρωσε μεγάλο μέρος των κατοπινών του ερευνών στην προσπάθεια να διατυπώσει μια θεωρία που θα εξηγούσε, από τη σκοπιά της Φυσικής, με ενιαίο τρόπο το μακρόκοσμο και το μικρόκοσμο. Δεν τα κατάφερε όμως, ούτε θα μπορούσε. Αυτός ο στόχος ξεπερνούσε τις δυνατότητες της εποχής, καθώς η επιστήμη δεν είχε ακόμα προχωρήσει όσο απαιτούνταν για να ευοδωθεί μια τέτοια προσπάθεια. Ο στόχος αυτός παραμένει και σήμερα στην αιχμή της επιστημονικής έρευνας.
Ο Αϊνστάιν κατανοούσε ότι δεν μπορεί η επιστήμη της Φυσικής να απαντήσει ερωτήματα που δεν την αφορούν. Ως εραστής της φιλοσοφίας κατανοούσε και τη σημασία της φιλοσοφικής γνώσης, την οποία δεν έφερνε ποτέ σε αντιπαράθεση με την επιστημονική γνώση. Ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι η κάθε μερικότερη επιστήμη δεν μπορεί ν’ απαντήσει σ’ ερωτήματα που ξεπερνούν το γνωστικό της αντικείμενο. Παρά το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να συλλάβει ολοκληρωτικά και να κατανοήσει τη διαλεκτικοϋλιστική φιλοσοφική θεώρηση, είχε πλήρη συναίσθηση ότι πρέπει κανείς να απλώνει τα πόδια του μέχρι εκεί που φτάνει το «πάπλωμά» του.
Έτσι δεν υπέπεσε στο ολίσθημα ενός άλλου, λίγο προγενέστερού του, σημαντικού φυσικού, του Μαχ, που είδε στην επιστήμη της εποχής του την απόλυτη πηγή της γνώσης και ολοκλήρωσε τα συμπεράσματά του σ’ ένα φιλοσοφικό σύστημα που δέχτηκε τη συντριπτική κριτική του Λένιν στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η σχετική μομφή του Λένιν για τους μεγάλους επιστήμονες δεν αφορά τον Αϊνστάιν. Η αντιπαράθεση του Λένιν με τον Μαχ ανέδειξε το γεγονός ότι όσο σοβαρά πρέπει να παίρνει κανείς τους μεγάλους επιστήμονες για το έργο και τη συμβολή τους στην ιδιαίτερη επιστήμη τους τόσο επιφυλακτικός πρέπει να είναι απέναντί τους όταν αυτοί τσαλαβουτούν ερασιτεχνικά και υπερφίαλα στα νερά της φιλοσοφίας, χωρίς να έχουν την απαραίτητη παιδεία.
Με αφορμή τα παραπάνω αξίζει ένα σύντομο σχόλιο για τη σημερινή σχέση ανάμεσα στη φιλοσοφία και τις υπόλοιπες επιστήμες. Στη σύγχρονη εποχή η φιλοσοφία παίρνει θέση στο πλάι των υπόλοιπων επιστημών, ως επιστήμη και η ίδια, με διακριτό αντικείμενο. Το αντικείμενό της δεν μπορεί πια να είναι και δεν είναι οι ειδικοί, επιμέρους νόμοι που αφορούν τις ιδιαίτερες επιστήμες, όπως παλαιότερα. Πραγματικό αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας είναι οι πιο γενικοί νόμοι κίνησης της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Αν θέλουμε να το δούμε και υπό ένα άλλο πρίσμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ολόκληρο το διαλεκτικά αναπτυσσόμενο προτσές της αντικειμενικής γνώσης του υλικού κόσμου (του κόσμου των φυσικών και κοινωνικο-ιστορικών φαινομένων). Αυτή η γνώση πραγματοποιείται από τον κοινωνικό άνθρωπο μέσω της αντανάκλασης αυτού του κόσμου στη συνείδηση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας. Έτσι, οι πιο μερικοί και ειδικοί νόμοι των επιμέρους επιστημών αντικειμενικά βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση με τους πιο γενικούς νόμους που αποτελούν αντικείμενο της φιλοσοφικής γνώσης. Το συμπέρασμα αυτό για τη σχέση φιλοσοφίας κι επιστήμης είναι πολύτιμο και για το σήμερα, που πολλοί επιστήμονες δε διστάζουν ν’ ανακηρύσσουν την επιστήμη τους ως απόλυτη αλήθεια, ως ικανή να δώσει όλες τις απαντήσεις, ακόμα και σε ερωτήσεις που δεν την αφορούν.
Δείτε, για παράδειγμα, τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang) ή τις πληθωριστικές θεωρίες για τη δημιουργία και εξέλιξη του Σύμπαντος. Ακόμα και το ίδιο το Σύμπαν, ως έννοια, δεν κατανοείται με φιλοσοφικό τρόπο, με αποτέλεσμα πολλοί επιστήμονες να ολοκληρώνουν τα συμπεράσματα των μελετών τους σε ερμηνείες που αντιμετωπίζουν μια σειρά από δυσκολίες και αδυναμίες. Για παράδειγμα, οι παραπάνω θεωρίες επεκτείνουν αυθαίρετα την ερμηνεία των παρατηρήσεων για μια περιοχή του κόσμου σε όλο τον κόσμο.17
Επίσης, διάφορες προϋποθέσεις που εισάγονται εξιδανικευμένα για να διευκολυνθεί η μελέτη δεν αίρονται και διατηρούνται όσο αυτή βαίνει προς ολοκλήρωση. Διάφορα προβλήματα που προκύπτουν, κρύβονται κάτω από το χαλί κι έτσι φτάνουμε σε καταστάσεις εμφανώς προβληματικές. Για παράδειγμα, η σύγχρονη κοσμολογία διαβεβαιώνει ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το 70% της ύλης κι ενέργειας –βαφτίζοντας αυτό το μέρος «σκοτεινή» ενέργεια– κι όμως πρέπει να είμαστε και ικανοποιημένοι που έχουμε καταφέρει να «υπολογίσουμε» αυτό το μέρος.18
Από τα παραπάνω αναδεικνύεται ότι η λαθεμένη φιλοσοφική ερμηνεία των φυσικών φαινομένων –η οποία πολλές φορές παίρνει τη μορφή της άρνησης της αναγκαιότητας αυτής της ερμηνείας– θέτει εμπόδια και στην ίδια την ανάπτυξη της φυσικής επιστήμης. Η λαθεμένη φιλοσοφική ερμηνεία πολλών σημαντικότατων επιστημονικών ανακαλύψεων μειώνει την ίδια την αξία αυτών των επιτευγμάτων, καθώς και την πιθανότητα επιτάχυνσης της επιστημονικής έρευνας προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ συμβάλλει στο να τίθενται μια σειρά επιστημονικά ερωτήματα με διαστρεβλωμένο τρόπο, δυσχεραίνοντας την απάντησή τους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο σπουδαίος φυσικός Έντινγκτον ήταν αυτός που επιβεβαίωσε με τις παρατηρήσεις του τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας και ταυτόχρονα από αυτούς που πρωτοστάτησαν στην ιδεαλιστική ερμηνεία των σχετικών επιστημονικών ανακαλύψεων μαζί με τον παπά και φυσικό Αβά Λεμέτρ, ο οποίος πρώτος είδε σε αυτή τη θεωρία την επιβεβαίωση της δημιουργίας του κόσμου.
Ίσως αξίζει να σταθούμε λίγο ακόμα στη σημασία που έχει για ένα νέο επιστήμονα να μελετήσει τη μαρξιστική φιλοσοφία, την υλιστική διαλεκτική. Ας πάρουμε το παράδειγμα της ύλης. Πώς γίνεται –σε γενικές γραμμές– κατανοητή αυτή η έννοια στις φυσικές επιστήμες; Αυτή η έννοια κατανοείται και διδάσκεται περίπου ως συνώνυμη της μάζας και του πεδίου. Στο σχολείο, για παράδειγμα, τα βιβλία κάνουν λόγο για την «ποσότητα της ύλης» που περιέχεται σ’ ένα σώμα. Όμως η φιλοσοφική κατηγορία της ύλης είναι κάτι πολύ πιο ευρύ, αγκαλιάζει όλη την αντικειμενική, ανεξάρτητη από τη συνείδησή μας, πραγματικότητα, την οποία μπορούμε να συλλάβουμε νοητικά ως αντανάκλαση (με τη διαμεσολάβηση αρχικά των αισθήσεων).
Ύλη είναι λοιπόν οτιδήποτε υπάρχει αντικειμενικά και με αυτή την έννοια έχει μια σειρά από μορφές ύπαρξης και εκδήλωσης. Ο Ένγκελς, για παράδειγμα, ξεχώρισε ως βασικές μορφές ύπαρξης της ύλης τη μηχανική, τη φυσική, τη χημική, τη βιολογική και την κοινωνική. Έτσι διαπιστώνουμε ότι η αντικειμενικότητα της ύλης δεν αφορά μόνο τις σχέσεις στη φύση, αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις. Το συμπέρασμα της αντικειμενικής ύπαρξης των κοινωνικών σχέσεων έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της κίνησής τους. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων χρειάζεται επίσης να σημειώσουμε εδώ ότι η διάκριση και κατάταξη των μορφών κίνησης από τον Ένγκελς δεν είναι εξαντλητική και τελική, αφού δεν έχει απριορικό, αλλά ιστορικό χαρακτήρα, αντιστοιχεί στο τότε επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης. Για την υλιστική διαλεκτική, κάθε νέο επίπεδο οργάνωσης της ύλης που ανακαλύπτεται είναι δεμένο με αντίστοιχη μορφή κίνησης. Έτσι η σύγχρονη επιστήμη μπορεί ν’ ανοίξει το δρόμο για να γνωρίσουμε μορφές, π.χ. μεταξύ χημικής-βιολογικής ή φυσικής-χημικής κίνησης, που θ’ αντιστοιχούν σε υλικές διεργασίες για τις οποίες αυτή η κατάταξη δεν επαρκεί.
Η ύλη, σε όλες τις μορφές ύπαρξης και εκδήλωσής της, βρίσκεται σε μια μόνιμη διεργασία αλλαγής και ανάπτυξης. Υπάρχει μόνο σε κίνηση και μόνο μέσω αυτής εκδηλώνει τον εαυτό της. Υπάρχει μόνο στον απέραντο χώρο και στον απέραντο χρόνο, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν υφίστανται έξω από την κινούμενη ύλη. Εφόσον η φιλοσοφική κατηγορία της ύλης είναι καθολική και αφορά ολόκληρη την αντικειμενική πραγματικότητα, εξίσου καθολική και αντικειμενική είναι και η κίνηση ως τρόπος ύπαρξης της ύλης. Εφόσον η κινούμενη ύλη είναι αδημιούργητη και άφθαρτη, τότε και η κίνησή της είναι απόλυτη κι αιώνια, ούτε δημιουργείται, ούτε καταστρέφεται.
Καθεμιά από τις μορφές κίνησης της ύλης έχει τις δικές της ιδιότητες, τα δικά της χαρακτηριστικά, αφού αντιστοιχεί σε δεδομένο επίπεδο οργάνωσης της ύλης. Εξ ου και οι ανώτερες μορφές κίνησης δεν ανάγονται στις κατώτερες, καθώς αυτές δεν μπορούν να εξαντλήσουν την ουσία μιας ανώτερης μορφής κίνησης. Αυτό, από την άλλη, δε σημαίνει ότι μεταξύ τους δεν υπάρχει οργανική σχέση. Οι μορφές κίνησης της ύλης είναι αλληλένδετες και αδιάρρηκτες, εναλλάσσονται και μετατρέπονται η μια στην άλλη. Βάση της ενότητας και της αμοιβαίας σχέσης τους είναι η υλική ενότητα του κόσμου.
Η σημασία που έχει η διάκριση μεταξύ της ύλης ως φιλοσοφικής κατηγορίας και του τρόπου με τον οποίο την προσεγγίζουν οι φυσικές επιστήμες είναι πρόδηλη. Σκεφτείτε μόνο πόσα συμπεράσματα βγαίνουν αν κάποιος κατανοήσει ότι όσο υλικό είναι ένα μόριο, ή το βαρυτικό πεδίο, τόσο υλικές είναι π.χ. και οι σχέσεις μεταξύ του καπιταλιστή και του εργάτη. Η θεωρία της σχετικότητας δεν ερμηνεύει λοιπόν γενικά την κίνηση της ύλης, αλλά την κίνηση της ύλης σε μία ιδιαίτερη μορφή κίνησής της και συγκεκριμένα της φυσικής.
Ας δούμε πώς έχει διαμορφωθεί σήμερα η εικόνα στην επιστήμη της Φυσικής. Οι δυο πιο επιτυχείς θεωρίες, που αποτελούν και τους πυλώνες της σημερινής Φυσικής, είναι η κβαντομηχανική και η θεωρία της σχετικότητας. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι –τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό– πως ισχύουν και οι δυο, αφού τις έχουμε βάλει σε δράση και μας έχουν δώσει αποτελέσματα, τις έχουμε επιβεβαιώσει πρακτικά, τις έχουμε αξιοποιήσει για το «ξεκλείδωμα» και άλλων πτυχών της πραγματικότητας που πριν μας ήταν απρόσιτες. Κι όμως, αυτές οι δυο θεωρίες –ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, οι απαντήσεις που μας δίνουν– δύσκολα συνταιριάζονται σε μια σειρά από προβλήματα, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται ως ασύμβατες. Αυτό κατά κύριο λόγο απορρέει από την αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ (στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως). Αναδεικνύεται εδώ λοιπόν ένα προσωρινό όριο στο βαθμό ανάπτυξης της γνώσης του κόσμου που μας περιβάλλει. Αυτό δεν είναι ούτε πρωτόγνωρο, ούτε κάτι που κάνει τους επιστήμονες να σηκώνουν τα χέρια ψηλά, παραδιδόμενοι στην πρόσκαιρη αδυναμία τους να λύσουν το πρόβλημα. Μέσω της επίλυσης τέτοιων αντιφάσεων προχωράει άλλωστε μπροστά η γνώση σε όλα τα γνωστικά πεδία, από τη φυσική επιστήμη μέχρι την επαναστατική θεωρία.
Ας το δούμε όμως το ζήτημα λίγο πιο διεισδυτικά. Η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας είναι μια θεωρία βαρύτητας που ανήκει στην κλασική –μη κβαντική– Φυσική. Η βαρυτική αλληλεπίδραση διέπει το σχηματισμό των γαλαξιών, τη συμπύκνωση που οδηγεί στο σχηματισμό των πλανητών και πολλά άλλα φαινόμενα. Κι ενώ όλα αυτά αποτελούν ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης κοσμολογίας, υπάρχει ένα άλλο μέρος της για το οποίο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την κβαντική θεωρία: Πρόκειται για την εξήγηση αυτής καθαυτής της «Μεγάλης Έκρηξης». Από τη σκοπιά της γενικής σχετικότητας η «Μεγάλη Έκρηξη» είναι μια «ανωμαλία», με απειροστά μικρή διάρκεια, σε απειροστά μικρό όγκο, που περιέχει άπειρη πυκνότητα ενέργειας. Το πρόβλημα με τέτοιου είδους ανωμαλίες δεν είναι μόνο εννοιολογικό, αλλά και μαθηματικό. Κι ενώ η κβαντική θεωρία δεν επιτρέπει τέτοιες ανωμαλίες, φαίνεται να μην μπορεί να μας δείξει τον τρόπο να τις ξεπεράσουμε. Αυτό συμβαίνει γιατί κάθε προσπάθεια διατύπωσης μιας κβαντικής θεωρίας βαρύτητας δίνει μαθηματικά αποτελέσματα που δεν έχουν αποδεκτή φυσική ερμηνεία.
Η θεωρία των υπερχορδών, που συγκεντρώνει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον σήμερα, είναι μια προσπάθεια να ξεπεραστούν τέτοια προβλήματα. Σύμφωνα με αυτή, δεν υπάρχουν σωματίδια, αλλά μικροσκοπικοί παλλόμενοι βρόχοι ενέργειας. Οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους αυτοί ταλαντώνονται, ανιχνεύονται από τα επιστημονικά όργανα ως τα διάφορα σωματίδια (ηλεκτρόνια, φωτόνια, κουάρκ κ.ά.). Παρά το γεγονός όμως ότι παρουσιάζεται ως ελπιδοφόρα κατεύθυνση έρευνας και είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στις μέρες μας, η θεωρία των υπερχορδών έχει να αντιμετωπίσει και αυτή με τη σειρά της κάποια σοβαρά προβλήματα και δυσκολίες. Για παράδειγμα, η υιοθέτησή της μας οδηγεί σ’ ένα κόσμο δέκα διαστάσεων19. Ο μόνος τρόπος για να εξηγηθούν οι τρεις διαστάσεις του χώρου και η χρονική διάσταση του κόσμου στον οποίο ζούμε (που η θεωρία της σχετικότητας τις ενοποιεί, από την άποψη της Φυσικής, στο τετραδιάστατο χωροχρονικό συνεχές) είναι να «τυλίξει» τις έξι διαστάσεις που «περισσεύουν» μ’ ένα τρόπο που να τις «κρύβει» από τον κόσμο. Πέραν αυτού όμως, που σε τελική ανάλυση είναι αντικείμενο της μαθηματικής περιγραφής, υπάρχουν και άλλα, πιο θεμελιώδη ερωτήματα που μένουν αναπάντητα. Για παράδειγμα, αν ο χωρόχρονος αποτελείται από μικρές κβαντικές μονάδες που αλληλεπιδρούν σύμφωνα με τους δικούς τους νόμους, πώς γίνεται το πέρασμα στο μη κβαντικό επίπεδο; Και φυσικά, από τη σκοπιά της σύγχρονης κοσμολογίας, παραμένει αναπάντητο το βασικό ερώτημα: Από πού προήλθε αυτή η «Μεγάλη Έκρηξη»;
Η παραπάνω συζήτηση συνδέεται και με τις νεότερες επιστημονικές ανακαλύψεις, για παράδειγμα το μποζόνιο Higgs και τα βαρυτικά κύματα. Οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε ότι και για τις δυο αυτές περιπτώσεις έχουν εγερθεί ενστάσεις. Ιδιαίτερα δε για την περίπτωση των βαρυτικών κυμάτων, τα προβλήματα φαίνεται να είναι σοβαρότερα. Μάλιστα, ήδη η ερευνητική ομάδα που ανακοίνωσε την ανακάλυψη, οδηγήθηκε σε μια δεύτερη, πιο μετριοπαθή, ανακοίνωση. Στην περίπτωση του Higgs το πρόβλημα είναι διαφορετικό. Τα πειραματικά δεδομένα από το CERN φαίνεται πράγματι να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός αντίστοιχου σωματίου, στο βαθμό που θεωρείται δεδομένο το θεωρητικό πλαίσιο που προβλέπει την ύπαρξη του Higgs. Πρόκειται δηλαδή για έμμεση επιβεβαίωση. Αν όμως αυτό το θεωρητικό πλαίσιο αποδειχτεί ανεπαρκές, όπως άλλωστε έχει ήδη προταθεί από αρκετούς επιστήμονες, τότε πιθανότατα θα προκύψει ζήτημα επανερμηνείας αυτών των πειραματικών δεδομένων. Ακόμα και αν αγνοήσουμε αυτές τις ενστάσεις, το ουσιαστικό ζήτημα είναι ότι καθεμιά φαίνεται να προσανατολίζει την έρευνα προς αντίθετη κατεύθυνση. Πιο συγκεκριμένα, αν και οι δυο αυτές ανακαλύψεις αποδειχτούν σωστές, τότε –σύμφωνα με το σύγχρονο θεωρητικό πλαίσιο της Φυσικής– το «πρώιμο Σύμπαν» θα έπρεπε να είχε καταρρεύσει ελάχιστα μετά τη «Μεγάλη Έκρηξη». Η παραγωγή μποζονίων Higgs (που θεωρούνται «υπεύθυνα» για το γεγονός ότι τα υπόλοιπα στοιχειώδη σωμάτια, όπως τα ηλεκτρόνια, τα quarks κλπ., έχουν μάζα) στη φάση της απότομης διαστολής του, όπως προβλέπει το πληθωριστικό μοντέλο (η εγκυρότητα του οποίου θα ενισχυόταν από την επιβεβαίωση της ανίχνευσης βαρυτικών κυμάτων), θα έπρεπε να το είχε αποσταθεροποιήσει.
Το γιατί δεν κατέρρευσε το Σύμπαν λίγο μετά τη «Μεγάλη Έκρηξη» είναι ένα από τα βασικότερα ανεπίλυτα επιστημονικά ερωτήματα που σχετίζονται με τη θεωρία του «Big Bang». Το Καθιερωμένο Πρότυπο της σωματιδιακής φυσικής (που περιγράφει τα στοιχειώδη σωμάτια και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις), δεν μπορεί να μας δώσει κάποια εξήγηση γι’ αυτό.
Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται μια πολύτιμη πλευρά που αφορά την προσπάθεια κατάκτησης από τον άνθρωπο (με βασικό όπλο την επιστήμη) της αλήθειας για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Η κάθε φορά κατακτημένη από τον άνθρωπο αλήθεια, η οποία αποτυπώνεται στις γνώσεις του για τον κόσμο, είναι σχετική με την έννοια ότι αποτελεί μονάχα μέρος της απόλυτης αλήθειας. Η νέα γνώση που θ’ ανακαλύψει σε επόμενη φάση θα τον βοηθήσει να την θεμελιώσει πιο στέρεα, να την δοκιμάσει, να κρατήσει ό,τι αντέχει και σιγά-σιγά να προσθέτει και άλλα κομμάτια στο παζλ της ανθρώπινης γνώσης. Η βάσανος της πρακτικής, εν προκειμένω της πειραματικής, επιβεβαίωσης, της τεχνολογικής εφαρμογής, της καθοδήγησης των θεωρητικών μας αναζητήσεων σε μονοπάτια που θα μπορούν να δώσουν πρακτικά επικυρώσιμα αποτελέσματα κλπ., είναι το αποκούμπι μας σε αυτή τη διαδικασία, αφού μόνο μέσω αυτής μπορούμε να κατοχυρώσουμε την αλήθεια των γνώσεών μας. Έτσι, μέσα από την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης, μέσα από την επίλυση των αντιφάσεων που προκύπτουν σε αυτή τη διαδικασία, συνεχώς προσεγγίζουμε την απόλυτη αλήθεια, τη γνώση του κόσμου ως έχει. Φυσικά, η ίδια η αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία προσπαθούμε να κατανοήσουμε, δεν είναι ακίνητη αλλά «τρέχει» και αυτή μαζί με τη γνώση μας γι’ αυτήν, αφού όπως ήδη αναφέραμε η ύλη είναι άπειρη και απειρόμορφη, δίχως εσχατιές στην ποσότητα και την ποιότητά της, δίχως τέρμα στους μετασχηματισμούς της, την όλη κίνησή της. Αυτό σημαίνει ότι, στο διάβα των χρόνων, αποκτούμε όλο και περισσότερη, πιο βαθιά γνώση, σε μια ανεξάντλητη διαδικασία που διαρκώς θα γεννά νέα ερωτήματα προς απάντηση, που διαρκώς θα εμφανίζει αντιφάσεις που θα σπρώχνουν τη γνώση πιο μπροστά.
Αυτό, για παράδειγμα, μπορούμε να το δούμε στη σχέση της νευτώνειας φυσικής με τη θεωρία της σχετικότητας. Όσο και αν ο Αϊνστάιν ανέτρεψε πλήρως το πλαίσιο της νευτώνειας φυσικής, τις θεμελιώδεις παραδοχές της, οι ανακαλύψεις της τελευταίας μπορούν ν’ ανασυγκροτηθούν μέσα από τη θεωρία της σχετικότητας ως ειδικές περιπτώσεις κι έτσι εξακολουθούν υπ’ αυτή την έννοια να μπορούν να περιγράψουν μια πλευρά της πραγματικότητας και συγκεκριμένα αυτή των κινήσεων των σωμάτων στο μακρόκοσμο.
Έτσι, αυτό που δίδασκε ο Ένγκελς, ότι κάθε νέα ανακάλυψη της επιστήμης είναι ένα πολύ ευχάριστο νέο για τους υλιστές γιατί τους δίνει την ευκαιρία να βαθύνουν την αντίληψή τους και ν’ ακονίσουν τα όργανα της κριτικής τους, είναι σπουδαίο δίδαγμα για κάθε νέο επιστήμονα.
Ίσως λοιπόν σήμερα να είμαστε σε μια εποχή που έχουμε κοιλοπονήματα, σαν και αυτά στα χρόνια του Αϊνστάιν, όμως χρειάζεται προσοχή μην τυχόν «μαζί με τα νερά πετάξουμε και το μωρό» που θα βγει. Και το μωρό αυτό –ποιος ξέρει;– ίσως να είναι κοντά σε αυτό που ήθελε να πετύχει ο Αϊνστάιν.
Με αφορμή τη ζωή του Αϊνστάιν μπορούμε ν’ αναδείξουμε το ουσιαστικό περιεχόμενο του συνθήματος «επιστήμη στα χέρια του λαού και των αναγκών του» που προτάσσουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ μέσα από τη δράση τους στο ριζοσπαστικό πόλο στο φοιτητικό κίνημα.
Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι μονόδρομος για να μπορέσει να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα η επιστήμη και να τεθεί η επιστημονική γνώση στην υπηρεσία των αναγκών του λαού είναι ν’ απελευθερωθεί η κοινωνία από τα δεσμά των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Αυτές οι σχέσεις και το καπιταλιστικό κέρδος που αυτές επιβάλλουν ως κριτήριο παραγωγής επηρεάζουν –όπως ήδη έχουμε σημειώσει– την ταχύτητα και την κατεύθυνση ανάπτυξης της ίδιας της επιστήμης.
Οι δυνατότητες που προσφέρει το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, με πρώτη τον άνθρωπο, καθώς και το επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης που αυτό το επίπεδο συνεπάγεται, δεν μπορούν ν’ αξιοποιηθούν πλήρως, αλλά μπαίνουν στο «ζύγι» του καπιταλιστικού κέρδους. Αυτό εκφράζεται σε μια σειρά τομείς, σε τεχνολογικές εφαρμογές της υπαρκτής γνώσης που δεν μπαίνουν στη ζωή, σε φάρμακα που θα μπορούσαν να σώζουν ζωές και δεν παράγονται γιατί θα υποκαταστήσουν την πολύ πιο κερδοφόρα συντήρηση κάποιων ασθενειών, σε όλες τις πλευρές της οργάνωσης της ανθρώπινης εργασίας (μέτρα προστασίας και ασφάλειας, χρόνος εργασίας κλπ.), αλλά και της κοινωνίας γενικά (π.χ. ανεπάρκεια αντισεισμικής προστασίας και μέσων προστασίας του περιβάλλοντος). Για να μην αναφερθούμε στο τεράστιο κεφάλαιο της αξιοποίησης της επιστήμης (π.χ. των κοινωνικών επιστημών) προς όφελος της ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης και της διατήρησης της εξουσίας της. Η λίστα των παραπάνω παραδειγμάτων δεν έχει τελειωμό… Μέχρι κι έρευνα για να παράγονται χειρότερα προϊόντα με μικρότερη διάρκεια ζωής (η αποκαλούμενη «σχεδιαζόμενη αχρηστοποίηση») –προς όφελος της εκ νέου αγοράς τους– συνεπάγεται η κυριαρχία του καπιταλιστικού κέρδους. Εμβληματική μορφή ίσως της επίδρασης του καπιταλιστικού κέρδους στην έρευνα αποτελεί η παρεμπόδιση της διάχυσης της κατακτημένης γνώσης και κατ’ επέκταση της επιτάχυνσης της επιστημονικής προόδου μέσω των γνωστών πατεντών. Στα εμπόδια που βάζει ο καπιταλισμός στην επιστημονική έρευνα ανήκουν και μια σειρά ζητήματα οργάνωσης και στήριξής της (π.χ. το πώς μέσω των όρων χρηματοδότησης καθορίζεται το ίδιο το περιεχόμενο ανάπτυξης της έρευνας, η συγκρότηση ερευνητικών ομάδων, ακόμα και το πώς οργανώνονται επιστημονικά συνέδρια, εκδίδονται επιστημονικά περιοδικά και συγγράμματα, αξιολογείται το αποτέλεσμα της ερευνητικής δραστηριότητας κλπ.).
Από τα παραπάνω απορρέει το συμπέρασμα ότι καθοριστικό για την ανάπτυξη της επιστήμης είναι το ερώτημα στο πλαίσιο ποιας κοινωνίας αναπτύσσεται. Αλλιώς αναπτύσσεται η επιστήμη στο σοσιαλισμό κι αλλιώς σήμερα, στον καπιταλισμό. Άλλο πράγμα είναι η ερευνητική παραγωγή να καθοδηγείται από την αδηφαγία του κεφαλαίου και άλλο από την ανάγκη για ανάπτυξη της κοινωνικής ευημερίας, στο πλαίσιο της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και του κεντρικού σχεδιασμού. Μόνο στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας και της αντίστοιχης εργατικής εξουσίας μπορεί η ανάπτυξη της επιστήμης να τροφοδοτεί και να τροφοδοτείται από τις πραγματικά λαϊκές ανάγκες, γεγονός που από μόνο του διευρύνει κατά πολύ τα όρια ανάπτυξης και της ίδιας της επιστήμης.
Αυτή η κοινωνία δε φτιάχνεται με «φτιασιδώματα» της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά με την επαναστατική ανατροπή της. Αυτό το δρόμο προτείνει το ΚΚΕ στον ελληνικό λαό, κόντρα στις αυταπάτες και το φόβο που καλλιεργούν οι δυνάμεις του συστήματος περί δυνατότητας φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού. Πρωτεργάτες αυτής της προπαγάνδας είναι άλλωστε τα ίδια τα στελέχη της «κυβερνώσας Αριστεράς», τα οποία τσακίζουν στις μέρες μας τα όποια εναπομείναντα δικαιώματα των εργαζομένων προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Τα ίδια στελέχη αξιοποιούν τις θέσεις τους στους χώρους που δραστηριοποιούνται επιστήμονες κι ερευνητές (πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα κλπ.) για να προωθήσουν τις στοχεύσεις του κεφαλαίου για εμβάθυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στους χώρους αυτούς, πασπαλίζοντας αυτή την προσπάθεια με αρκετή «αριστερή και δημοκρατική» χρυσόσκονη. Καθόλου τυχαίες δεν είναι επίσης και οι κυβερνητικές αναφορές στην ανάγκη αξιοποίησης του χώρου της επιστημονικής έρευνας προς όφελος της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» της χώρας, δηλαδή της …ανασυγκρότησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Οι σημερινοί αγώνες οφείλουν να βάλουν στο στόχαστρό τους το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, το κράτος και τις διακρατικές συμμαχίες της αστικής τάξης. Οφείλουν να μην παγιδευτούν στις αυταπάτες περί εύκολων λύσεων τιθάσευσης του καπιταλισμού μέσω κυβερνητικών εναλλαγών «εντός των τειχών». Οφείλουν να βάλουν πλώρη για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. Οφείλουν, με άλλα λόγια, να σκεφτούν και ν’ αναπτύξουν τη σκέψη του Αϊνστάιν, όταν έθετε το ερώτημα: «Γιατί σοσιαλισμός;».
Σημειώσεις
Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας & Έρευνας της ΚΕ του ΚΚΕ. Το κείμενο βασίζεται σε ομιλίες του, σε σειρά εκδηλώσεων της ΚΝΕ σε Φυσικό Αθήνας, Φυσικό Πάτρας, ΣΕΜΦΕ ΕΜΠ. Επειδή το ακροατήριο αυτών των εκδηλώσεων αποτελούνταν κυρίως από φοιτητές φυσικών επιστημών, οι ομιλίες επεκτείνονταν –μεταξύ άλλων– και σε ζητήματα σχετικού επιστημονικού ενδιαφέροντος. Με δεδομένο ότι οι αναγνώστες της ΚΟΜΕΠ δεν είναι απαραίτητα εξοικειωμένοι με αυτά τα ζητήματα, έχει γίνει προσπάθεια να αποδοθούν αυτά τα ζητήματα με εκλαϊκευτικό τρόπο, περιορίζοντας όσο το δυνατό περισσότερο τις αναπόφευκτες απώλειες ως προς την επιστημονική ακρίβεια.
1. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 16 Απρίλη 2015.
2. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 13 Μάρτη 1929.
3. Πρόκειται για το ν.4229 «Περί μέτρων ασφάλειας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», που έγινε νόμος του κράτους από την κυβέρνηση Βενιζέλου στις 25 Ιούλη του 1929, με τη θετική ψήφο της συντριπτικής πλειοψηφίας των βουλευτών και των δύο αστικών παρατάξεων του κοινοβουλίου. Το Ιδιώνυμο προέβλεπε ποινές φυλάκισης, εκτοπισμού ή απόλυσης (στην περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων, των δασκάλων κλπ.) για «αδικήματα» που είχαν να κάνουν με την «επιδίωξη εφαρμογής ιδεών εχουσών έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας». Τιμωρούνταν επίσης όποιος ενεργούσε «υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν», καθώς και όποιος, «επωφελούμενος απεργίας ή λοκ-άουτ», προκαλούσε «ταραχάς ή συγκρούσεις». Τέλος, ο νόμος επέβαλλε τη διάλυση (ή την απαγόρευση σύστασης) στα «σωματεία ή ενώσεις οιασδήποτε μορφής» που φέρονταν ως φορείς τέτοιων αντιλήψεων. Με το ίδιο σκεπτικό όριζε την απαγόρευση δημόσιων συγκεντρώσεων, συλλαλητηρίων κλπ. με «ανατρεπτικό» περιεχόμενο ή σκοπούς.
4. Δυστυχώς η εκτέλεση αυτή δεν αποτράπηκε κι έλαβε χώρα στις 19 Ιούνη 1953.
5. Αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή του Αϊνστάιν, που παρατίθενται στο κείμενο, αντλούνται από το βιβλίο του F. Jerome «The Einstein File».
6. Προϋπόθεση για να ζήσει και να διδάξει στην Πράγα ήταν να πάρει και την αυστριακή υπηκοότητα (η Πράγα ανήκε τότε στην Αυστροουγγαρία), την οποία διατήρησε το διάστημα που παρέμεινε εκεί, δηλαδή για τη διετία 1911-1912.
7. Αξίζει να σημειώσουμε ότι μεταξύ αυτών που υπέγραφαν αυτό το Μανιφέστο ήταν 6 βραβευμένοι με Νόμπελ Χημείας (von Baeyer, Ostwald, Fischer, Nernst, Willstätter, Haber), 4 με Νόμπελ Φυσικής (Planck, Roentgen, Lenard, Wien), 2 με Νόμπελ Ιατρικής (von Behring, Ehrlich) και 2 με Νόμπελ Λογοτεχνίας (Eucken, Hauptmann), καθώς και άλλοι, όπως ο περίφημος μαθηματικός Klein και ο γιος του πασίγνωστου μουσικοσυνθέτη Wagner.
8. Στην ψηφοφορία στο γερμανικό κοινοβούλιο το 1914 για τη χορήγηση πολεμικών πιστώσεων, από τους 110 βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας μόνο ο Καρλ Λίμπκνεχτ (ένας εκ των ιδρυτών του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας αργότερα) δεν υπερψήφισε.
9. Στις 10 Νοέμβρη, μία μέρα μετά τη δημιουργία της κυβέρνησης Έμπερτ, το Συνέδριο των Σοβιέτ της Γερμανίας στήριξε ανοιχτά την κυβέρνηση αυτή θεωρώντας την «επαναστατική».
10. Ο Γκούσταβ Νόσκε ήταν υπουργός Εθνικής Άμυνας της κυβέρνησης των σοσιαλδημοκρατών. Στις 11 Γενάρη έδωσε διαταγή ν’ αρχίσει η επίθεση των Freikorps στις επαναστατημένες εργατικές-λαϊκές μάζες του Βερολίνου, λέγοντας το φοβερό: «Τι να γίνει! Κάποιος πρέπει να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δε φοβάμαι τις ευθύνες». Όσοι συλλαμβάνονταν, καταδικάζονταν με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο από έκτακτα στρατοδικεία που οργανώνονταν επιτόπου και εκτελούνταν σε ομάδες των έξι. Ο Νόσκε είναι επίσης αυτός που λίγο νωρίτερα, το Νοέμβρη του 1918, είχε πάει ως στέλεχος της κυβέρνησης Έμπερτ στο επαναστατημένο Κίελο και –αξιοποιώντας το κύρος του παλιού σοσιαλδημοκράτη– αυτοανακηρύχτηκε κυβερνήτης του Κιέλου, άρπαξε την προεδρία του Συμβουλίου των στρατιωτών και γρήγορα κατέπνιξε «από τα πάνω» την εξέγερση.
11. Αναλυτικά για την περίοδο και το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας, βλ. Χρ. Μπαλωμένου: «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τ. 4-5/2012.
12. Ως «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» χαρακτηρίζεται η περίοδος εκείνη της γερμανικής ιστορίας που οριοθετείται χρονικά από το τέλος της Επανάστασης του Νοέμβρη του 1918 μέχρι την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ το Γενάρη του 1933. Αποτέλεσε την πρώτη μορφή αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη Γερμανία, ενώ χαρακτηριζόταν από έντονη ρευστότητα. Στα 14 χρόνια της ύπαρξής της η σύνθεση των κυβερνήσεων άλλαξε 20 φορές.
13. Το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα δημιουργήθηκε το 1918 ως μετεξέλιξη του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας. Το 1930 μετονομάστηκε σε Γερμανικό Κρατικό Κόμμα, ενώ διαλύθηκε το 1933, λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Χίτλερ. Συμμετείχε με υπουργούς σχεδόν σε όλες τις κυβερνήσεις της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αρχικά θεωρούνταν μετριοπαθές «κεντρώο» κόμμα, αλλά προς το τέλος της δεκαετίας του 1920 ανέπτυξε δεσμούς με εθνικιστικά και αντισημιτικά στοιχεία, γεγονός που αποτυπώθηκε και στην αλλαγή του ονόματος του. Ανήκε στα κόμματα που στις 23 Μάρτη 1933 υπερψήφισαν το λεγόμενο «Νόμο εξουσιοδότησης», με τον οποίο τροποποιόταν το Σύνταγμα της Βαϊμάρης για να δώσει τη δυνατότητα στον Χίτλερ να νομοθετεί χωρίς την έγκριση του γερμανικού κοινοβουλίου.
14. Αρχικά η παραίτηση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από το γερμανικό κράτος, το οποίο όμως του αφαίρεσε την υπηκοότητα ένα χρόνο σχεδόν αργότερα ως ποινή για τη στάση του.
15. Στις 6 Αυγούστου 1949 οι Αμερικανοί έριξαν την πρώτη ατομική βόμβα στην ιαπωνική πόλη Χιροσίμα και τρεις μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου, ολοκλήρωσαν το αποτρόπαιο έγκλημά τους με τη ρίψη και δεύτερης ατομικής βόμβας στην πόλη Ναγκασάκι. Αυτό το αποτρόπαιο ολοκαύτωμα είχε ως τραγικό απολογισμό το θάνατο τουλάχιστον 300.000 ανθρώπων, ενώ πολλές χιλιάδες ακόμα βίωσαν και βιώνουν τις συνέπειες της ραδιενέργειας. Η βόμβα που ρίχτηκε στο Ναγκασάκι είχε την ίδια ισχύ με την προηγούμενη της Χιροσίμα και ισοδυναμούσε με 20.000 τόνους τρινιτροτολουόλης (ΤΝΤ). Η χρήση των ατομικών βομβών δεν υπαγορευόταν από καμία στρατιωτική ανάγκη, όπως προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Πρόεδρος Τρούμαν, αφού η ηγεσία της Ιαπωνίας είχε ήδη συνθηκολογήσει και απέμενε το τυπικό μέρος της παράδοσης. Αποτελούσε προειδοποίηση και επίδειξη ισχύος των ΗΠΑ, ως εμπροσθοφυλακής του παγκόσμιου καπιταλισμού, προς το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα με στόχο την επίδραση στο μεταπολεμικό καθεστώς σε μια σειρά χώρες.
16. Οι μελέτες του Νεύτωνα για το φως αποτελούν μια από τις σημαντικότερες συμβολές του σπουδαίου αυτού φυσικού φιλοσόφου. Ο Νεύτων μπόρεσε να δώσει μια θεωρία που ερμήνευε επιτυχημένα τη φύση και τις ιδιότητες του φωτός, η οποία εδράζεται στη σωματιδιακή αντίληψη. Από την άλλη, ο Χουκ (ένας άλλος σπουδαίος Άγγλος επιστήμονας) είχε δημοσιεύσει τις γενικές γραμμές μιας κυματικής θεωρίας του φωτός και υποστήριζε ότι το φως διαδίδεται όπως τα ηχητικά κύματα, μέσω ταλαντώσεων του αιθέρα. Η διαμάχη μεταξύ Νεύτωνα και Χουκ αποτελεί μια από τις πιο γνωστές διαπροσωπικές συγκρούσεις στην ιστορία της επιστήμης, που βέβαια στο υπόβαθρό της είχε και άλλα, πολιτικά ζητήματα.
17. Πολλές φορές άλλωστε οι αντιτιθέμενες απόψεις στην επιστήμη δεν εκφράζουν παρά υπαρκτές πλευρές του υπό μελέτη φαινομένου, οι οποίες λαθεμένα προβάλλονται ως ικανές να ερμηνεύσουν το «όλο».
18. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη στη σύγχρονη κοσμολογία, η καλύτερη εξήγηση για κάποιες αστρονομικές παρατηρήσεις είναι ότι το Σύμπαν διαστέλλεται επιταχυνόμενα. Όμως παραμένει άγνωστο τι προκαλεί αυτή την επιτάχυνση. Με το όνομα «σκοτεινή ενέργεια» οι φυσικοί αναφέρονται ακριβώς σε αυτό. Θεωρητικοί υπολογισμοί δείχνουν ότι η «σκοτεινή ενέργεια» συνεισφέρει περίπου το 70% της συνολικής μάζας του σύμπαντος. Όμως αυτή την τεράστια ποσότητα δεν μπορούμε να την «δούμε» ή έστω να την μετρήσουμε με οποιονδήποτε άμεσο τρόπο, αφού δεν έχει καμία μετρήσιμη επίδραση στην κλίμακα των πλανητών ή ακόμα και στο ηλιακό σύστημα, παρότι φέρεται να δρα με τόσο τεράστια δύναμη, ώστε να «διευρύνει» το διάστημα.
19. Με την έννοια των μαθηματικά περιγραφόμενων ιδιοτήτων του χώρου, που δεν έχουν απαραίτητα φυσική ερμηνεία σαν αυτή που έχουν οι τρεις διαστάσεις του χώρου που γνωρίζουμε από την εμπειρία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου