Η Ζάτουνα, η Ικαρία, οι φυλακές Αβέρωφ, το στρατόπεδο Ωρωπού, η ταράτσα της Μπουμπουλίνας, το κολαστήριο της Μακρονήσου και όλοι εμείς αποχαιρετούμε τον Μίκη Θεοδωράκη, τον τελευταίο αθάνατο Ελληνα.
Την Πέμπτη μάζεψε τα μεγάλα φτερά του και ανελήφθη.
Ενα χρόνο πριν, με επιστολή του στον Δημήτρη Κουτσούμπα, έγραφε:
«Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ' το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα "Μεγάλα Μεγέθη". Ετσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομουνιστής».
* * *
Τον πρωτοείδα μπροστά μου, θεόρατο και γελαστό, στα μέσα της δεκαετίας του '70, στην οδό Ιπποκράτους. Ανήκα στην ομάδα των παιδιών από την ΚΝΕ, που είχαν πάει να βοηθήσουν εθελοντικά στο γραφείο του. Εκεί τον ζούσαμε καθημερινά, ανάμεσα στον Ρίτσο, την Φαραντούρη, τον Κατράκη, τον Πανδή, τον Ηλιού... Εκεί μας παρέσυρε σε διηγήσεις συναρπαστικές, εκεί μας ενέπνεε, εκεί «κοκκίνιζαν τα όνειρά» μας. Η επαφή με αυτόν τον φλεγόμενο γίγαντα πολλαπλασίαζε όσα είχαμε ακούσει και διαβάσει γι' αυτόν!
Δεν ξεχνάω ούτε ένα δευτερόλεπτο από τις συναυλίες του εκείνης της εποχής, με πιο ισχυρή στο χρόνο την εικόνα που διευθύνει με τα ανοιχτά φτερά του, μέσα σε μια θάλασσα από κόκκινες σημαίες.
Είχαμε την τύχη να ζήσουμε στην εποχή του, τραγουδήσαμε παρέα, και μαζί μας στον αιώνα του ήταν κι οι παππούδες μας, οι γονείς μας και τα παιδιά μας.
«Ο καπιταλισμός δημιούργησε μια νέα δυστυχία στον κόσμο»
Το 1998 - σε μια από τις πολλές συναντήσεις μου μαζί του - στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής, γύριζα δύο εκπομπές για την ΕΡΤ. Θα έδινε δύο συναυλίες με το ορατόριο του «Αξιον Εστί», σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, τις οποίες και θα διηύθυνε. Ηταν μαζί ο Γιώργος Νταλάρας, ο Ανδρέας Κουλουμπής, ο Γιάννης Φέρτης και η Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης».
Την πρώτη μέρα το πρωί, ο αφηγητής στη συναυλία, ο Γιάννης Φέρτης, με ρωτάει: «Εμαθα πως θα πας στο Σοβέτο για γύρισμα. Να 'ρθω μαζί σου;». «Μεγάλη μας τιμή», του λέω, κι ο Μίκης συμπληρώνει: «Μην αργήσετε όμως, έχει κίνηση στους δρόμους».
Ο Φέρτης μας ακολουθεί στις φτωχογειτονιές και δεν βαρυγκομάει στιγμή για τις ταλαιπωρίες που υφίσταται. Παρασυρμένοι στον απίστευτο κόσμο του γκέτο, ακούγοντας μαρτυρίες για το ξεκίνημα της εξέγερσης των μαύρων κατά του ρατσισμού και της φτώχειας, για τους αγώνες που έδωσαν οι νομπελίστες Μαντέλα και Τούτου, οι οποίοι έζησαν εκεί, σχεδόν ξεχνάμε την πρόβα. Φεύγουμε άρον άρον, όταν εκείνος βλέπει ξαφνικά την ώρα.
Απίστευτη κίνηση στην Πρετόρια. Τρέχουμε σαν τρελοί. Συναντώ τον Μίκη με τις πιτζάμες στο καμαρίνι του. Ξεκουράζεται για λίγο, πριν από την πρόβα. Κάποιος πίσω μου ουρλιάζει: «Είστε τρελοί, θα βγάλετε στην τηλεόραση τον κύριο Θεοδωράκη με τις πιτζάμες;».
Πριν προλάβω ν' απαντήσω, ο Μίκης σηκώνεται από το μικρό ανάκλιντρο και απαντάει: «Ναι, έτσι ακριβώς θα με βγάλει. Ετσι θέλω. Ξεκινάμε;»
Λέω στον κάμεραμαν το πλάνο να είναι γκρο και να μη φαίνεται τι φοράει ο συνθέτης. Ωστόσο, η απόφασή του να βγει στις Ειδήσεις με τις πιτζάμες ήταν εντυπωσιακή!
Μετά, βέβαια, μου έδωσε μια πιο ...καλοντυμένη συνέντευξη, όπου - μεταξύ άλλων - τόνισε: «Ο καπιταλισμός δημιούργησε μια νέα δυστυχία σ' όλο τον κόσμο!».
Μίλησε ακόμη τότε, για το τι συνέβαινε στα σπίτια που κρυβόταν, όταν βρισκόταν στην παρανομία, για το ρόλο της χωροφυλακής, για τις σχολές που εκπαίδευαν βασανιστές, για τις διασυνδέσεις της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή, για τον ανυπεράσπιστο ελληνικό πολιτισμό κ.ά.
Μια συνέντευξη του 1998, απολύτως σημερινή
«Οταν κρυβόμουν σ' ένα σπίτι και μετά μάθαιναν ποιος ήμουν, μ' έδιωχναν», μου λέει. «Δεν είχα πού να πάω. Κάποτε όμως στέριωσα, όταν με πήγαν να μείνω σ' ένα σπίτι στο Χαϊδάρι, και μάλιστα ως σύντροφο "Αναστασιάδη".
Ζούσε εκεί μια κυρία με την κόρη της. Τους είπαν ότι ήμουν καταζητούμενος από τη δικτατορία κι έπρεπε να με κρύψουν για μερικές μέρες. Αποφάσισαν οι δυο γυναίκες να με κρύψουν στο υπόγειο. Κάποια στιγμή η κόρη με ρωτάει: "Αλήθεια, ακούτε τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, αγαπάτε τη μουσική του;". "Ετσι κι έτσι", της απαντάω. Τότε πάει μέσα και μου φέρνει δίσκους μου. Με πιάσαν τα γέλια και αναγκαστικά φανερώθηκα. Αντί να φοβηθούν αυτές οι γυναίκες, πήγαν εκείνες τελικά στο υπόγειο κι άφησαν εμένα επάνω, σ' ολόκληρο το σπίτι, και με φρόντιζαν σαν πρίγκιπα. Κι όμως, δεν ήταν ενεργά μέλη της Αντίστασης».
-- Ποια εικόνα είναι πιο έντονη από εκείνες τις μέρες;
-- Επειδή αυτό ήταν το μοναδικό σπίτι με τηλέφωνο στην περιοχή, μπαινόβγαινε πολύς κόσμος. Θυμάμαι, λοιπόν, που μου είχαν μια ωραία κρυψώνα πίσω από ένα μεγάλο πιάνο, μου είχαν βάλει κι ένα άνετο μαξιλάρι στο πάτωμα και κρυβόμουν εκεί όταν έρχονταν γείτονες. Εκεί συνέβαινε να κάθομαι κι ολόκληρη τη μέρα για να περνάει η ώρα, έγραφα μουσική.
-- Και το βράδυ;
-- Αργά τη νύχτα με βγάζαν λίγο έξω. Θυμάμαι κάποτε, επειδή επρόκειτο να έρθει επίσκεψη ο αδελφός της ιδιοκτήτριας, μ' έκρυψαν σ' ένα... ντουλάπι! Μακρύ βέβαια. Εμεινα εκεί οριζοντιωμένος και ακίνητος από τις 8 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ. Μετά αυτός ο παράξενος εγκλεισμός γινόταν όλο και πιο συχνά, όταν υπήρχαν μακράς διάρκειας επισκέψεις στο σπίτι.
Πήρα 10 κιλά από το φαγητό και την ακινησία. Και μόλις πάχυνα, με παρέλαβε η Ασφάλεια για κατανάλωση.
-- Τους ξανασυναντήσατε αυτούς τους ανθρώπους;
-- Βέβαια. Η κυρία Μαρία έζησε κοντά μας, της ζήτησα να μείνει μαζί μας και φρόντιζε τη μητέρα μου μέχρι το τέλος της.
-- Σ' εκείνο το σπίτι, σας συνέλαβαν τελικά, έτσι δεν είναι;
-- Ναι. Και πήγαν φυλακή και η μάνα και η κόρη και ο γιος και η νύφη. Ολοι φυλακίστηκαν εξαιτίας μου.
-- Ξέρετε, σκέφτομαι πως κάποια περιστατικά μπορεί ν' ακούγονται αστεία σήμερα, αλλά τότε που συνέβαιναν ήταν οδυνηρά.
-- Πράγματι. Και λουσμένα στον κρύο ιδρώτα. Η δικτατορία συνέπεσε να γίνει λίγο μετά από τη σφαγή στην Ινδονησία, τότε που γέμισαν οι ποταμοί με πτώματα. Λένε πως σφάχτηκαν 500.000 άνθρωποι, οπότε πιστεύαμε πως ήταν η σειρά μας μετά. Περιμέναμε να μας καθαρίσουν.
-- Ηταν κι εκείνα τα βασανιστήρια - και τα κλασικά και τα εισαγόμενα - εκείνη η θηριωδία που δεν την χωράει ανθρώπινος νους...
-- Οι περισσότεροι βασανιστές μας είχαν εκπαιδευτεί στην Αμερική, κάποια γεγονότα τα έχει περιγράψει κι ο Γαβράς στην «Κατάσταση Πολιορκίας». Πήγαιναν οι αξιωματικοί μας σε ειδικές σχολές βασανιστών στην Αμερική και σπούδαζαν την «τέχνη». Τότε εξειδικεύονταν και στη χρήση ηλεκτροδίων στους βασανισμούς. Αλλοι εκπαιδεύονταν στη βρετανική σχολή, την πιο εκλεπτυσμένη, και άλλοι στην πιο άγρια και βάρβαρη, γερμανική σχολή.
Ημουν πολύ θυμωμένος, πολύ αγανακτισμένος, το θεωρούσα άδικο με τους φόρους μας να τρέφονται αυτοί οι αξιωματικοί και μετά ν' αγοράζουν όπλα για να τα στρέφουν εναντίον μας. Ηταν χυδαίο.
-- Κάνατε τότε, ίσως, κάποιο λάθος στις πρώτες εκτιμήσεις σας;
-- Ναι. Δεν μπόρεσα να προβλέψω αυτήν την άμεση κατάρρευση του ελληνικού λαού. Φοβήθηκε γρήγορα ο κόσμος κι εμείς τότε οι αντιστασιακοί νιώθαμε μεγάλη μοναξιά. Το περίεργο είναι πως λίγα χρόνια πριν, το φρόνημα ήταν υψηλό, η ατμόσφαιρα ήταν αγωνιστική, κάναμε μαραθώνιες πορείες, διαδηλώσεις. Η χούντα ήταν ένα σοκ για το λαό.
-- Ηταν μια άγρια και απάνθρωπη εποχή, μια προέκταση του μετεμφυλιακού κράτους.
-- Ναι, βέβαια, και τότε κρινόσουν από τη στάση σου απέναντι σ' ένα φρούριο που δεν ήταν φτιαγμένο από πέτρες, ήταν φτιαγμένο από αγκάθια. Παντού υπήρχαν ρόπαλα. Είχαμε απέναντί μας μια αστυνομία και μια χωροφυλακή που βασάνιζε, ένα Παλάτι που οργίαζε, ποιος τολμούσε να τα βάλει με αυτό το άγριο καθεστώς; Τότε και λίγο άσχημα να μιλούσε κάποιος, δεν έπαιρνε, π.χ., άδεια αυτοκινήτου, δε διοριζόταν ούτε ως νεκροθάφτης.
Οταν τότε έβγαινε κάποιος και μιλούσε ενάντια στο κατεστημένο, έπαιζε κορόνα - γράμματα τη ζωή του. Θυμήσου μόνο πόσο πολλοί δολοφονήθηκαν επειδή αντέδρασαν, μίλησαν, αγωνίστηκαν. Βλέπουμε όμως ακόμη και σήμερα το φαινόμενο να στήνονται χουντογλέντια από την αστυνομία και να μην κουνιέται φύλλο. Παρατηρώ και έντονη φασιστική νοοτροπία μέσα στους κόλπους της και διασύνδεση με τη Χρυσή Αυγή. Υπάρχει μια επικίνδυνη συνέχεια στο χώρο της.
-- Διαπιστώνετε δηλαδή κάτι που σας ανησυχεί;
-- Καταλήγω στο ότι δεν έχουν ακόμη στερεωθεί καλά οι δημοκρατικοί θεσμοί στη χώρα. Δεν αντιστεκόμαστε στη βαρβαρότητα.
-- Πού οδηγεί τελικά το απάνθρωπο σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε;
-- Πιστεύω πως πέρασε η περίοδος της αποθέωσης του καπιταλισμού και τώρα φαίνονται πλέον οι αδυναμίες του, τα φριχτά, τα τραγικά αδιέξοδα που δημιουργεί. Ο καπιταλισμός δημιούργησε μια νέα δυστυχία σ' όλο τον κόσμο! Αυτό αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε νέες σκέψεις, νέες ανακατατάξεις, νέες συγκρούσεις, αλλά και σε νέες λύσεις.
-- Πώς χαρακτηρίζετε την εποχή μας;
-- Εποχή άκρατου εγωισμού, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ατομικές και οικογενειακές δυστυχίες.
-- Τι δεν υπερασπιζόμαστε στην Ελλάδα σήμερα;
-- Την ιστορία μας, τη γλώσσα μας, τα ήθη και τα έθιμά μας, τον πολιτισμό μας, δηλαδή δεν υπερασπιζόμαστε την ψυχή της Ελλάδας.
-- Υπάρχει στήριξη του πολιτισμού σήμερα;
-- Κατηγορηματικά όχι! Τα κονδύλια που δίνονται στον πολιτισμό είναι ψίχουλα. Κι αυτό οπωσδήποτε θα το βρούμε μπροστά μας. Μια πολιτιστική επένδυση είναι τελικά οικονομική επένδυση, αλλά θέλει χρόνο και υπομονή. Εμείς παλιά θεωρούσαμε εθνικό ηγέτη μας τον Κωστή Παλαμά. Υπήρχαν αξίες πνευματικές, ηθικές, εθνικές και, όταν ήρθαν τα μεγάλα γεγονότα, ήμασταν δυνατοί να τ' αντιμετωπίσουμε, δε λυγίσαμε.
Ο χρόνος παραμορφώθηκε
Τον Μίκη, που η τέχνη του συνομίλησε με την εποχή του και με την Ιστορία, που μας είπε πως ελληνισμός σημαίνει πολιτισμός, που αναμετρήθηκε με την αδικία, αγωνίστηκε για κοινωνική δικαιοσύνη, που κάποτε μικρό παιδί μοίραζε φαγητό σε σκελετωμένους συμμαθητές του στο σχολείο, που μας ενέπνευσε, μας ξεσήκωσε, που κάποτε μπορεί και να μας ξάφνιασε, να μας θύμωσε, να μας πλήγωσε, αυτόν τον κομμουνιστή Αρχάγγελο πενθούμε.
Τον ευχαριστούμε που κάποτε έπαιξε με δυο νότες και μας τραγούδησε όλος ο κόσμος, που νοιαζόταν για μας στα νησιά της εξορίας του, στις φυλακές, στην παρανομία, που μας περπάτησε στους «Δρόμους του Αρχάγγελου», που γέμισε μουσικές «το όνειρο όλων των πεινασμένων και των αδικημένων», που έβαλε φτερά στη χώρα μας, την ταξίδεψε και τη σύστησε με το δικό του τρόπο στον πλανήτη.
Και ναι:
Ο χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.
Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με την αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ' άσεμνα, φρικιαστικά βεγγαλικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν' αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν' αρχίσουν ν' αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Ομως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα 'ναι τα παιδιά,
πλούσια απ' την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ' αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να 'ρθει.
Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου