Στα μέσα Γενάρη του 1972, ο βρετανικός στρατός πραγματοποιεί εκτεταμένες συλλήψεις Καθολικών στο Μπέλφαστ, με πρόσχημα την εκκαθάριση του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA). Στις 16 του Γενάρη, η τοπική κυβέρνηση των Προτεσταντών ανακοινώνει τη δημιουργία νέου στρατοπέδου συγκέντρωσης, όπου κρατούνται οι συλληφθέντες Καθολικοί. Ταυτόχρονα, παρατείνεται για άλλους έξι μήνες η απαγόρευση ανοιχτών εκδηλώσεων διαμαρτυρίας. Είναι η σταγόνα που κάνει το νερό να ξεχειλίσει στο ποτήρι της μειονότητας. Την επομένη, η Ενωση Πολιτικών Ελευθεριών, μια οργάνωση που πρωτοστατεί στις κινητοποιήσεις των Καθολικών, εξαγγέλλει για τις 30 του Γενάρη, στο Λοντοντέρι, το λίκνο του κινήματος για την απελευθέρωση της Β. Ιρλανδίας, συγκέντρωση και πορεία, με στόχους την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων και την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Ιρλανδία.
Στις 25 του Γενάρη σε μυστική σύσκεψη μελών της προτεσταντικής κυβέρνησης, της στρατιωτικής και της αστυνομικής διοίκησης αποφασίζεται το αιματοκύλισμα της διαδήλωσης. Οι Βρετανοί επιστρατεύουν τους διαβόητους για τη σκληρότητά τους αλεξιπτωτιστές της μονάδας «Para-1».
Την Κυριακή 30 του Γενάρη 1972, παρά την απειλητική ατμόσφαιρα, ένα μαχητικό πλήθος περίπου 10.000 Καθολικών συγκεντρώνεται σε μια από τις καθολικές συνοικίες και ξεκινά πορεία για το ιστορικό κέντρο του Λοντοντέρι. Οταν οι δυνάμεις καταστολής σταματάνε τους διαδηλωτές, οι διοργανωτές της πορείας καλούν τον κόσμο να διαλυθεί για να μη δώσουν πάτημα στον αντίπαλο. Πραγματικά, το πλήθος διαλύεται, ενώ τελευταία αποχωρεί μια ομάδα νεαρών που είχαν προηγουμένως πετάξει πέτρες κατά των σιδερόφραχτων αστυνομικών. Τη στιγμή της αποχώρησης, όμως, βγαίνουν από τα οδοφράγματα της Αστυνομίας οι αλεξιπτωτιστές της «Para-1» και αρχίζουν να καταδιώκουν τους διαδηλωτές, να συλλαμβάνουν αδιακρίτως και να κακοποιούν βάναυσα όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ταυτόχρονα, τεθωρακισμένα οχήματα των ειδικών δυνάμεων εισβάλλουν από τρία διαφορετικά σημεία και αποβιβάζουν στρατιώτες που παίρνουν θέσεις απέναντι στους εναπομείναντες διαδηλωτές. Ξαφνικά, ακούγονται ριπές αυτομάτου όπλου και ένας 17χρονος πέφτει νεκρός. Ακολουθεί πανικός, πανδαιμόνιο, καταιγισμός πυροβολισμών και μέσα στα επόμενα δέκα λεπτά, η άσφαλτος βάφεται κόκκινη από το αίμα 13 νεκρών και 16 βαριά τραυματισμένων. Ολα σχεδόν τα θύματα είναι νέοι και παιδιά, ηλικίας 16-25 ετών.
Ο θρήνος στα γκέτο των Καθολικών συνοδεύεται από πολιτικό σάλο. Ο βουλευτής του Εργατικού Κόμματος Τζον Χιούμ, αυτόπτης μάρτυρας της σφαγής, καταγγέλλει ότι πωρωμένοι αλεξιπτωτιστές πυροβολούσαν πισώπλατα άοπλους εφήβους που προσπαθούσαν να σωθούν και μιλάει για «Ματωμένη Κυριακή», όπως θα μείνει στην Ιστορία η 30ή του Γενάρη 1972.
Οι 16 νεκροί της Ματωμένης Κυριακής: Πάτρικ Τζόζεφ Ντόχερτι (ετών 31), Τζέραλντ Β. Ντόναγκι (17), Τζον (Τζάκι) Ντάντι (17), Χιουζ Πίους Γκλίμουρ (17), Μάικλ Τζ. Κέλλι (17), Μάικλ Μ. ΜακΝτέιντ (20), Κέβιν ΜακΕλχίνεϊ (17), Μπέρναρντ ΜακΓκίγκαν (41), Τζέραλντ (Τζέιμς) ΜακΚίνεϊ (34), Γουίλιαμ Α. ΜακΚίνεϊ (27), Γουίλιαμ Νόελ Νας (19), Τζέιμς Τζόζεφ Ρέι (22), Τζον Πίους Γιανγκ (17), Τζον Τζόνσον (59).
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποια μ@λ@κί@ θάγραψε πάλι ο Σεχτάρ για τους ηρωικούς αγώνες του ιρλανδικού λαού (παλιά είχε φτάσει να βρίζει τον αθάνατο Μπόμπι Σαντς που πέθανε μετά από απεργία πείνας στις αγγλικές φυλακές), τον κράξανε (σωστά!) κι έτρεξε να το σβήσει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρήστος Κ.