Τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και το αστικό καθεστώς κάθε άλλα παρά σίγουρα αισθάνεται μετά τη στρατιωτική του νίκη. Οι διωξεις συνεχίζονται, το ΚΚΕ είναι παράνομο και η κυβέρνηση του Συναγερμού μαζί με τις ΗΠΑ και το Παλάτι, κάνουν ότι περνά από το χέρι τους για την παραπέρα θωράκιση του. Έτσι στο πλαίσιο αυτό ιδρύουν την ΚΥΠ. που έχει για σκοπό της « την αντιμετώπισην της εν τη χώρα εχθρικής κατασκοπείας η οποία στηριζομένη επί των κομμουνιστικών οργανώσεων έχει λάβει τελευταίως λιαν επικίνδυνον έκτασιν». Διευθυντής της θα ορισθεί ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Νάτσινας που είχε αποταχθεί γι τη συμμετοχή του στο κίνημα υπέρ του Παπάγου στις 31/5/1951. Επανέρχεται στην υπηρεσία μαζί με άλλους «στασιαστές» του ΙΔΕΑ στην ενεργό υπηρεσία. Ο Νάτσινας έχει την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ. Γράφει χαρακτηριστικά ο Σπ. Λιναρδάτος (Από τον εμφύλιο στη χούντα): «Με την επαναφορά των αξιωματικών του ΙΔΕΑ και την ίδρυση της ΚΥΠ οι αμερικανικές υπηρεσίες στερεώνουν τον έλεγχο τους στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις».
Μία χρήσιμη λεπτομέρεια. Η της ΚΥΠ γίνεται σχεδόν ταυτόχρονα με αυτή του ΝΑΤΟ και επομένως αυτή αναλαμβάνει και ευρύτερα καθήκοντα λόγω γειτνίασης με τις τότε σοσιαλιστικές χώρες…
Τι προηγήθηκε
Τον Σεπτέμβριο του 1925 ιδρύθηκε η «Υπηρεσία Ειδικής Ασφαλείας», η ΥΕΑ, με το νομοθετικό διάταγμα 19 της 23ης Σεπτεμβρίου του 1925. Ως αποστολή είχε «την παρακολούθηση πάσης υπόπτου εις την Ασφάλεια του Κράτους οργανώσεως, την καταδίωξην της κατασκοπείας και την αστυνομίαν επί των ξένων» (άρθρον ‑1-). Η ΥΕΑ υπαγόταν στο Υπουργείο εξωτερικών. Μετά μόλις τέσσερις μήνες, η υπό εμβρυακή κατάσταση ΥΕΑ, καταργήθηκε και την θέση της πήρε η «Υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας του Κράτους», ΥΓΑΚ, η οποία ιδρύθηκε από το νομοθετικό διάταγμα 22 της 29ης Ιανουαρίου 1926. Η ΥΓΑΚ υπάγονταν πλέον στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η ΥΓΑΚ καταργείται το 1936, και ιδρύεται η «Υπηρεσία Αμύνης του Κράτους», ΥΑΚ, με τον αναγκαστικό νόμο 25 της 25ης Ιανουαρίου 1936. Η ΥΑΚ υπάγεται πλέον στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Τρεις μήνες αργότερα η ΥΑΚ καταργείται. Ιδρύεται με τον αναγκαστικό νόμο 320 της 5ης Νοεμβρίου 1936, η «Υπηρεσία Αλλοδαπών» ως ειδική Διεύθυνση και υπάγεται στο Υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας. Να σημειώσουμε ότι τον Φεβρουάριο του 1949 ιδρύεται ο πρόδρομος της γνωστής μας ΚΥΠ, η «Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών και Ερευνών» (ΚΥΠΕ) με πρώτο αρχηγό της ΚΥΠΕ, τον ταξίαρχο Ιππικού Πέτρο Νικολόπουλο και με Υπαρχηγό τον τότε Αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρο Νάτσινα, μετέπειτα ιδρυτή της ΚΥΠ και Αρχηγό της για 11 χρόνια. Με το νομοθετικό διάταγμα 2421 της 9ης Μαΐου 1953, ιδρύεται η «Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών», η περιβόητη ΚΥΠ. Στις 28 Αυγούστου του 1986 με το νομοθετικό διάταγμα, 1645, η ΚΥΠ μετονομάζεται σε ΕΥΠ.
Και οι αντιδράσεις της εποχής…
Η ίδρυσή της προκαλεί αντιδράσεις και στα αστικά κόμματα της εποχής. Αντιδράσεις που έχουν να κάνουν πρώτιστα με διαδικαστικά νομοθετικά θέματα. Σε σχετικό πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (7/5/1953) διαβάζουμε: «Η αντιπολίτευσις καταγγέλει την κυβέρνησιν ως ασεβούσαν προς το κοινοβουλευτικόν πολίτευμα και ως παραβιάζουσαν το Σύνταγμα. Η καταγγελία θα επαναληφθή και κατά την σημερινήν έκτακτον συνεδρίασιν της Επιτροπής Εξουσιοδοτήσεως κατά την οποίαν η κυβέρνησις τρεις ημέρας προ της συγκροτήσεως της Βουλής επιμένει να συζητήσει το νομοσχέδιον «περί συστάσεως Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών»…Το επιχείρημα είναι ότι «νομοσχέδια τοιαύτης σημασίας των οποίων μάλιστα αμφισβητείται η συμφωνία προς το Σύνταγμα δεν είναι επιτετραμμμένον να εισαχθούν προς συζήτησιν εις την Επιτροπήν Εξουσιοδοτήσεως όπου δεν είναι δυνατόν εκ των πραγμάτων να τύχουν της επιβαλλόμενης εξονυχιστικής επεξεργασίας και να διεξαχθή επ’ αυτών απολύτως διαφωτιστική συζήτησις..» Μάλιστα έγινε και παρέμβαση στον πρόεδρο της Βουλής από τους Μητσοτάκη, Αλαμανή, Κοθρή και εκπρόσωπο των Φιλελευθέρων (του κ. Παπανδρέου). Μάλιστα το κόμμα αυτό αποφάσισε την αποχή από τη συζήτηση στη Βουλή και την παρουσία σε αυτή μόνο για να καταγγείλει το γεγονός. Ο βουλευτής Καρτάλης επισημαίνει: «…η ύποπτος σπουδή της Κυβερνήσεως δικαιολογεί τους φόβους ότι κάτωθεν νομοσχεδίου αυτού κρύπτονται βουλήσεις εν ψυχρώ επεκτάσεως τους αστυνομικού κράτους. Ο προοδευτικός ελληνικός λαός έδωσεν σκληράν μάχην από του 1950 και εντεύθεν δια να καταργηθή το αστυνομικόν κράτος. Δεν θα δεχθή σήμερα την κατάργησιν των ελευθεριών του δια της δήθεν συγκεντρώσεως αστυνομικών πληροφοριών».
Τελικά ερήμην της αντιπολίτευσης ψηφίζεται το σχετικό νομοσχέδιο. Υπερασπιζόμενος την κυβερνητική πολιτική ο Π. Κανελοπουλος (υπουργός Άμυνας τονίζει: «..δεν δικαιολογείται ο περί αυτού γενόμενος θόρυβος και ότι αποτελεί εν από τα αθωότερα νομοσχέδια της κυβερνήσεως το οποίον όμως αφορά ενόχους». Επίσης, σύμφωνα με το ρεπορτάζ υποστήριξε ότι «επιδιώκεται απλώς ο συντονισμός των ενεργειών των διαφόρων κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών προς αποτελεσματικωτέραν δράσιν αυτών, αποφυγήν συγχίσεως εκ των παραλλήλων ενεργειών και περιττής δαπάνης. Η υπηρεσία αύτη πληροφοριών, έχει υψίστην εθνκήν σημασίαν και συνδέεται με την κατασκοπείαν και την αντικατασκοπείαν και την παρακολούθησιν των ενόχων ή των υποτιθεμένων ενόχων,βαρυτάτων ενδεχομένως κατά του Εθνους και του κράτους ενεργειών». Απαντώντας ο Κ. Μητσοτάκης σημείωσε: « Δια το νομοσχέδιον μάλιστα περί υπηρεσίας πληροφοριών απροκαλύπτως διετυοώθει η κατηγορία ότι υποκρύπτει δικατορικάς τάσεις και επιδώξεις. Στοιχειώδης ευαισθησίαν αν είχε η κυβέρνησις ώφειλε ενώπιον της Βουλής συζήτησιν δια να αποκρούση τας κατηγορίας…»
Η «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη»
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτις 18 Οκτώβρη αποβιβάστηκαν στο Κερατσίνι ο Γ. Παπανδρέου και μια σειρά υπουργοί. Περίπου ένα μήνα πριν, είχαν αποβιβαστεί στην Ελλάδα οι πρώτες αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Στις 16 Οκτώβρη είχε φτάσει στην Αθήνα από τα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας ο Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Γ. Σιάντος, με μια σειρά μέλη της ΚΕ του Κόμματος, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ. Την επόμενη μέρα συνήλθε το ΠΓ της ΚΕ, το οποίο εξέδωσε Απόφαση «πάνω στην απελευθέρωση της Αθήνας». Η Απόφαση εκτιμούσε ότι με την Απελευθέρωση της πρωτεύουσας και της υπόλοιπης Ελλάδας «ανοίγει νέο στάδιο αγώνων για την κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και για την αναγέννηση της νέας δημοκρατικής Ελλάδας». Τονιζόταν επίσης η σημασία της «περιφρούρησης της τάξης και της ασφάλειας κατά την ώρα της απελευθέρωσης» που «ανέτρεψαν τις προσπάθειες των εχθρών της εθνικής ενότητας να συκοφαντήσουν το Κόμμα και το ΕΑΜ στα μάτια των συμμάχων μας».
Ανέφερε: «Ο λαός μας, κάτω από τις σημαίες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ μ' ενθουσιασμό χαιρέτησε και φιλοξενεί τμήματα ενόπλων δυνάμεων των συμμάχων, που ήρθαν εδώ για να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον του εχθρού που υποχωρεί. Τα γενναία τέκνα της φιλελεύθερης και συμμάχου Μεγάλης Βρετανίας θα βρουν την πιο θερμή υποδοχή και υποστήριξη από το σύμμαχο, φιλελεύθερο και φιλοπρόοδο ελληνικό λαό» («Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τόμ. 5ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 231-232).
Ακόμα: «Υποστηρίζουμε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας γιατί οι προγραμματικοί της σκοποί συμπίπτουν με τους άμεσους σκοπούς του αγώνα μας. Την υποστηρίζουμε υπό την προϋπόθεση ότι θα πάρει όλα τα μέτρα πραχτικής εφαρμογής των προγραμματικών διακηρύξεών της».
Τέλος, το ΠΓ καλούσε «ολόκληρο το Κόμμα και τον ελληνικό λαό να περιφρουρήσουν την εθνική ενότητα, να κατοχυρώσουν τη λαϊκή κυριαρχία και ν' αγωνιστούν θαρρετά για μιαν Ελλάδα καθαρισμένη από το φασισμό, αναγεννημένη, λαοκρατούμενη, ευτυχισμένη».
Στην παραπάνω θέση αποτυπώνεται, με το χαρακτηρισμό «λαοκρατούμενη» Ελλάδα, η μεταρρυθμιστική, κοινοβουλευτική αντίληψη για το πέρασμα από την καπιταλιστική στη σοσιαλιστική εξουσία, η οποία δεν κατονομάζεται, αλλά υπονοείται.
Εξάλλου, ο Σιάντος είχε δηλώσει ότι στις εκλογές που θα γίνουν, το ΚΚΕ «όχι μόνο θα κατέβει σε ενιαίο συνασπισμό με όλα τα Κόμματα του ΕΑΜ, αλλά και επιδιώκει να συμπράξει σε έναν ευρύτατο συνασπισμό όλων των δημοκρατικών δυνάμεων της Χώρας. Το ΚΚΕ θεωρεί ότι προς το συμφέρον του Ελληνικού Λαού επιβάλλεται η συσπείρωση όλων των προοδευτικών δυνάμεων - και αυτών που βρίσκονται έξω από το ΕΑΜ - σε ένα πανδημοκρατικό Μέτωπο» («Ριζοσπάστης», 16-11-1944). ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Η πείρα διδάσκει
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην αστική κυβέρνηση του 1944 αποτελεί απτό παράδειγμα για το πόσο ουτοπικός είναι ο ισχυρισμός ότι χάρη στη μαχητικότητα και τη συνέπεια του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι δυνατό μία τέτοια κυβέρνηση να ακολουθήσει φιλολαϊκό δρόμο ή - σε κάθε περίπτωση - να πάρει τουλάχιστον κάποια μέτρα υπέρ του λαού και ν' ανοίξει σιγά - σιγά τον δρόμο για έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό στην πάλη για το σοσιαλισμό. Αντίθετα με αυτήν την ανεδαφική προσμονή, η πείρα και εκείνης της περιόδου διδάσκει ότι η συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις - σε πείσμα των πιο καλών προθέσεων - γίνεται φραγμός στη λαϊκή πάλη και οδηγεί σε πισωγύρισμα με αρνητικές επιπτώσεις και για πολλά χρόνια.
Στο πλαίσιο της συμμετοχής σε αστική κυβέρνηση, δεν είναι δυνατό να υπάρξουν επωφελείς για το λαό συμβιβασμοί, από τη στιγμή που το ΚΚ έχει κάνει ήδη την πρώτη και θεμελιώδη υποχώρηση, προκειμένου να συμμετάσχει σε αυτήν την κυβέρνηση: Εχει παραιτηθεί από την πάλη για την εργατική εξουσία και συνεπώς από τον στόχο της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής.
Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ χρεώθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα μη φιλολαϊκά μέτρα που πάρθηκαν αυτήν την περίοδο, χάριν των αναγκών της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, όπως επίσης και την αποτυχία άλλων μέτρων, για παράδειγμα στο μέτωπο της καταπολέμησης της ανεργίας, του πληθωρισμού. Ταυτόχρονα, εφόσον οι ΕΑΜικοί υπουργοί αντιμετώπιζαν τα ζητήματα «από τα πάνω», ο λαϊκός παράγοντας υποτιμήθηκε ή ακόμα και τέθηκε στο περιθώριο.
Στις 15 Οκτώβρη 1944, η ΚΕ του Εργατικού ΕΑΜ ανέλαβε καθήκοντα προσωρινής διοίκησης της ΓΣΕΕ, με σκοπό την αποκατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, τη διενέργεια αρχαιρεσιών στα συνδικάτα και τη σύγκληση ενός πραγματικού συνεδρίου της ΓΣΕΕ. Σημειώνεται ότι στις 18 Αυγούστου 1944 η ΚΕ του ΕΕΑΜ αποφάσισε το ΕΕΑΜ να χρησιμοποιεί «από δω και στο εξής τον τίτλο Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδας» με 16μελή Διοίκηση («Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», τόμ. Α', εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 200).
Αυτήν την περίοδο η ΓΣΕΕ διακήρυττε πως «η εργατοϋπαλληλική τάξη θα υποστηρίξει την Κυβέρνηση στην πραγματοποίηση των σκοπών της» («Ριζοσπάστης», 5-11-1944 ).
Από τη μεριά του, ο Παπανδρέου διαβεβαίωνε τους εκπροσώπους των εργαζομένων «ότι η κυβέρνηση πιστεύει σταθερά στη λαοκρατία και αποβλέπει στη δημιουργία του λαϊκού σοσιαλιστικού κράτους» («Ριζοσπάστης», 7-11-1944).
Οπως ήταν επόμενο, το γενικότερο πρόβλημα της στρατηγικής του ΚΚΕ είχε άμεσο αντίκτυπο στην κατεύθυνση της πάλης του συνδικαλιστικού κινήματος. Σε σύσκεψη μεταξύ των εκπροσώπων της ΓΣΕΕ, των βιομηχάνων και των αρμόδιων υπουργών, υπό την προεδρία του Γ. Παπανδρέου (7 Νοέμβρη 1944), με αντικείμενο τη λειτουργία των εργοστασίων, ο Κ. Θέος, μιλώντας εξ ονόματος της ΓΣΕΕ, τόνισε μεταξύ άλλων:
«Ο αγώνας των εργατών που έφερε εθνική ένωση δεν είχε σαν επιδίωξη να κάμει προνομιούχο τάξη την εργατική. Ο εργατικός κόσμος είναι έτοιμος με αυταπάρνηση να συμβάλει με όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια της ανασυγκρότησης».
Διαβεβαίωσε ακόμη «ότι και οι εργάτες αναγνωρίζουν ότι και μεγάλο μέρος των βιομηχάνων έδειξε κατά το διάστημα της σκλαβιάς πατριωτική στάση». Ο υπουργός Εργασίας Μ. Πορφυρογένης, με τη σειρά του, τόνισε ότι «πρέπει να μην έχουμε προκαταλήψεις (...) και πρέπει να κατανοήσουμε ότι όλοι αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις για να μπούμε από την ανωμαλία στην ομαλότητα» («Ριζοσπάστης», 8-11-1944).
Το συμπέρασμα είναι ότι ο λαός, ακόμα και ένοπλος, θα παραμένει εγκλωβισμένος στο αστικό πλαίσιο, από τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετέχει σε αστική κυβέρνηση και δεν οργανώνει την αυτοτελή δράση της εργατικής τάξης για την ανατροπή της αστικής εξουσίας.
Με πληροφορίες απο "Ρ" Θ. Λ...... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ