Επιλογή γλώσσας

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

30/11/1978 Λαμπρές σελίδες

 
Αφήγηση του συντρόφου. Λ. Σεφέρη για την πανελλαδική απεργία του 1923

Το 1923 κηρύχθηκε η γνωστή πανελλαδική απεργία. Γιατί τα βάρη της κρίσης, που πλάκωσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά, τα έριχναν στην πλάτη των εργαζομένων. Μέρος της πανεργατοϋπαλληλικής αυτής απεργίας ήταν η απεργία των ναυτεργατών.

Με τον ερχομό των προσφύγων οι εφοπλιστές βρήκαν την ευκαιρία να αφαιρέσουν καταχτημένα δικαιώματα των ναυτεργατών (...) χρησιμοποιώντας τη φτηνή εργατική δύναμη των προσφύγων και εκμεταλλευόμενοι τη φοβερή τους εξαθλίωση. Στην επίθεση αυτή των εφοπλιστών, οι ναυτεργάτες με την καθοδήγηση των σωματείων τους, αντιστάθηκαν με την κήρυξη της πανναυτεργατικής απεργίας κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Αυγούστου του 1923.


Το βαπόρι που εργαζόμουν ως ναυτεργάτης έφτασε στον Πειραιά τη δεύτερη μέρα της απεργίας. Αμέσως ανέβηκαν πάνω αντιπρόσωποι των σωματείων, μας ανάγγειλαν την απεργία και μας κάλεσαν να εγκαταλείψουμε το πλοίο, όπως και έγινε. Αφήσαμε τις δουλιές και, σάμπως να το περιμέναμε, πήγαμε όλοι στα σωματεία με κέφι και ενθουσιασμό. Εκεί βρήκαμε τους απεργούς άλλων καραβιών, που είχαν προηγηθεί από μας. Καθώς έφταναν τα νέα και των άλλων απεργιών που άπλωναν στις πόλεις, μας έδιναν νέο κουράγιο και πίστη.

Την άλλη μέρα δόθηκε το σύνθημα: «όλοι στο Πασαλιμάνι», όπου θα γινόταν η πανεργατική συγκέντρωση. (...) Η κυβέρνηση Πλαστήρια - Γονατά απαγόρευσε τη συγκέντρωση και διάταξε το Φρουραρχείο να διαλύσει τους συγκεντρωμένους. Το Φρουραρχείο έστειλε από διάφορα σημεία τμήματα για να μας διαλύσουν. Μια διμοιρία έπεσε πάνω στους συγκεντρωμένους ναυτεργάτες. Αντί να κρατήσουν κάποια απόσταση από τη μάζα των απεργών, χώθηκαν μέσα σ' έναν όγκο από ναυτεργάτες και στη στιγμή βρέθηκαν σφιχτοκυκλωμένοι.

Από αυτή τη θέση απειλούσαν τους συγκεντρωμένους ότι θα τους χτυπήσουν, αν δεν υπακούσουν και δεν διαλυθούν. Οι ναυτεργάτες απαντούσαν ότι τις εντολές, για το τι θα κάνουν, τις παίρνουν απ' το σωματείο και όχι απ' το Φρουραρχείο. Οσο άναβε η συζήτηση και οι φοβέρες, τόσο στριμώχνονταν οι εργάτες πιο κοντά στην περίπολο. Βλέποντας ο επικεφαλής της διμοιρίας πως οι απεργοί δεν τον λογάριαζαν, διέταξε τους άντρες του να χτυπήσουν με τους υποκόπανους.

Μόλις σήκωσαν τα όπλα, από το πλήθος των συγκεντρωμένων ακούστηκαν φωνές: «Μην το κάνετε αυτό, γιατί όταν θα απολυθείτε από το στρατό, μπορεί να είστε κι εσείς εργάτες. Παιδιά του λαού είστε κι εσείς». Και όπως ήταν η περίπολος κυκλωμένη, οι ναυτεργάτες τους πήραν τα όπλα και χέρι - χέρι τα απομάκρυναν. Ετσι, αφού με τις επεμβάσεις του στρατού δεν πραγματοποιήθηκε η συγκέντρωση, ξεκινήσαμε για τα σωματεία μας γεμάτοι αγανάχτηση και οργή.

Μα εκεί που ανεβαίναμε τη λεωφόρο Γεωργίου του Α' για το λιμάνι, δεχτήκαμε από ακροβολισμένες δυνάμεις του Φρουραρχείου τις πρώτες προειδοποιητικές ριπές. Ωστόσο οι απεργοί δεν διαλύθηκαν γιατί δεν πίστεψαν πως θα ρίχναν και στο ψαχνό. Ξαφνικά, σφαίρες σφύριξαν και από πάνω μας.

Προτού προλάβω να αντιληφθώ τι συμβαίνει, πέφτει απ' τα αριστερά μου ένας απεργός και μένει ασάλευτος. Ενιωσα ένα ρίγος και ένα αίσθημα μίσους, χωρίς να συνειδητοποιώ εναντίον τίνος. Αυτό ήταν όμως και το πρώτο μου βάπτισμα στον αγώνα.

Την άλλη μέρα, πήγα εκεί που στεγάζονταν τα ναυτεργατικά σωματεία. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί 100άδες ναυτεργάτες. Πολλοί διαπληκτίζονταν με τις φρουρές του λιμεναρχείου και του φρουραρχείου που είχαν καταλάβει τα οικήματα των σωματείων. Ψάχναμε τις εφημερίδες να δούμε τι έγινε την προηγούμενη, γιατί και πόσοι σκοτώθηκαν. Το μόνο που έβγαινε από τις αστικές εφημερίδες ήταν πως οι απεργοί ήταν κομμουνιστές. Συνεπώς και οι φταίχτες για ό,τι έγινε. Οσο για τα θύματα, το φρουραρχείο ανακοίνωσε μόνο ότι θάφτηκαν τα ξημερώματα αθορύβως.

Ετσι έμαθα πως ήμουν κομμουνιστής, ενώ εγώ πίστευα πως ήμουν βασιλόφρων! Υποστήριζα το βασιλιά. Μα και η μεγάλη πλειοψηφία των ναυτεργατών τις κομμουνιστικές ιδέες τις γνώριζε διαστρεβλωμένες, όπως τις σερβίριζε η αντικομμουνιστική και αντισοβιετική προπαγάνδα. Το ταξικό μας ένστικτο και το συμφέρον μας, μας έσπρωχναν στον αγώνα κι εκεί ανταμώσαμε τους κομμουνιστές και την εφημερίδα τους, το «Ριζοσπάστη».

(...) Σε τέτιες στιγμές μαθαίνουν οι εργαζόμενοι με την ίδια τους την πείρα, όσα δεν μαθαίνουν στη διάρκεια πολλών χρόνων.

Υστερα απ' αυτή τη μάχη άρχισαν να ξεφυτρώνουν κομμουνιστές μεσ' στα καράβια, να μπαίνει ο «Ρίζος», να κυκλοφορούν προκηρύξεις του κόμματος. Κι αυτά, παρά το καθεστώς της τρομοκρατίας που επέβαλαν οι εφοπλιστές, μετά την αποτυχία της απεργίας και παρά την καθιέρωση του μαύρου πίνακα από τους εφοπλιστές. Σχηματίστηκε πυρήνας των ναυτεργατών και μάλιστα μαζικός, σ' εκείνη την εποχή. (...)

***


Η παραπάνω αφήγηση του Λευτέρη Σεφέρη, που έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1924 και διετέλεσε μέλος της ΚΕ του Κόμματος, δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 30/11/1978.

Η ζωντανή μαρτυρία του βετεράνου του Κόμματος αποτύπωνε πλευρές της μεγάλης απεργίας που έγινε τον Αύγουστο του 1923.

Εκείνη την εποχή βρισκόταν σε εξέλιξη συντονισμένη επίθεση εργοδοσίας και κυβέρνησης για την περαιτέρω μείωση των μισθών, έπειτα από την πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος. Στο χτύπημα των μισθών πρωτοστάτησαν οι ιδιοκτήτες μηχανουργείων και χυτηρίων, οι οποίοι και μείωσαν από την 1η Ιούλη «αυτοβούλως» κατά 30% τα μεροκάματα.

Η εργατική τάξη αντέδρασε σε αυτήν την επίθεση. Τον Αύγουστο του 1923 ξεκίνησαν απεργίες σε διάφορους κλάδους και στις 20 του μήνα η ΓΣΕΕ προκήρυξε πανελλαδική απεργία. Την ίδια μέρα ο Πλαστήρας ανακοίνωσε τη διάλυση όλων των σωματείων και την κατάσχεση της περιουσίας τους.

Δύο μέρες μετά, ο στρατός επιτέθηκε σε εργατική συγκέντρωση στο Πασαλιμάνι, σκοτώνοντας τρεις εργάτες. Την επόμενη μέρα (23 Αυγούστου) πραγματοποιήθηκε νέα εργατική συγκέντρωση στην πλατεία Πασαλιμανίου. Ο στρατός και η αστυνομία επιτέθηκαν και πάλι. Οκτώ ακόμα εργάτες έπεσαν νεκροί.

Ο συνολικός απολογισμός: 11 νεκροί, 100 τραυματίες και περίπου 500 συλληφθέντες.

Βλ. περισσότερα:

Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918 - 1939, τόμ. Α2, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 195 - 202

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου