Επιλογή γλώσσας

Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Κείμενα του Μπέρτολτ Μπρεχτ για το φασισμό και τον πόλεμο


 Φασισμός και καπιταλισμός 
Οι επιχειρήσεις του καπιταλισμού σε διάφορες χώρες (ο αριθμός τους αυξάνεται) δεν μπορούν πια να ευοδωθούν χωρίς τη χρήση ωμής βίας. Μερικοί πιστεύουν ακόμα, ότι μπορούν να ενεργούν έτσι συνέχεια, αλλά μια ματιά στα βιβλία των λογαριασμών τους θα τους πείσει, αργά ή γρήγορα, για το αντίθετο. Είναι μονάχα ζήτημα χρόνου.

Μια διακήρυξη ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να έχει ίχνος ειλικρίνειας, όταν μένουν ανέπαφες οι κοινωνικές καταστάσεις, που τον παράγουν σαν φυσική αναγκαιότητα.
Οποιος δε θέλει να εγκαταλείψει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όχι μονάχα δε θ' απαλλαγεί από το φασισμό, αλλά θα τον χρειάζεται.

Φυσικά, ξέρω, ότι μερικές λέξεις, όπως ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, δεν ακούγονται ωραία, είναι ελάχιστα ρομαντικές και καθόλου ποιητικές. Αλλά κανένας μας δε σκέπτεται να τις χρησιμοποιεί για την ομορφιά τους. Είναι μόνο απαραίτητες. Δηλαδή, χρειάζεται να πούμε αυτό που λένε αυτές οι λέξεις. Κι όταν βρεθεί κανείς μπροστά στο δίλημμα, αν πρέπει να χρησιμοποιεί τόσο άσχημες, ξερές και δογματικές λέξεις και να μιλάει για πράγματα τόσο μηδαμινά, όπως η εξασφάλιση των απαραίτητων μέσων συντήρησης και η δυνατότητα να τρώει κανείς μέχρι να χορτάσει, ή αν πρέπει ν' αφήσει το φασισμό να νικήσει, θα πρέπει να κηρυχτεί υπέρ αυτών των λέξεων.

Αλλά για να μπει ο καπιταλισμός στον αγώνα ζωής και θανάτου με το προλεταριάτο, πρέπει να απαλλαγεί από όλους τους δισταγμούς του και να πετάξει μια-μια στη θάλασσα όλες τις δικές του έννοιες για ελευθερία, δικαιοσύνη, προσωπικότητα του ατόμου, ακόμα και συναγωνισμό. Ετσι μια άλλοτε μεγάλη και επαναστατική ιδεολογία εμφανίζεται τώρα στον τελικό της αγώνα με την πιο ταπεινή μορφή κοινής απάτης, με τον πιο αναιδή τρόπο εξαγοράς συνειδήσεων, με την πιο κτηνώδη θρασυδειλία, ακριβώς με φασιστική μορφή. Και ο αστός δεν εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης προτού πάρει την πιο βορβορώδη όψη του.

Γιατί είναι τρομερό, να πρέπει να ειπωθεί πρώτα στον εργάτη της πέννας, ότι η απαγόρευση δεκατεσσάρων κομμουνιστικών εφημερίδων θα 'πρεπε να τον σπρώξει σε οργισμένη φωνή διαμαρτυρίας; Είναι τρομερό γιατί εδώ, όπου κλείστηκε το εργαστήρι της αλήθειας και της προόδου, εκείνος ποτέ δεν έκανε την εμφάνισή του. Και είναι επίσης τρομερό γιατί, όταν απαγορεύτηκε η αλήθεια, δεν απαγορεύτηκε τίποτα απ' όσα εκείνος είχε τυχόν πει ή επρόκειτο να πει. Η απαγόρευση της αλήθειας δεν τον αφορά.

Εκείνος δεν έχει καμιά σχέση με την αλήθεια. Αυτός γράφει πράγματα χωρίς καμιά αξία, επομένως δε θα του απαγορευτεί να γράφει ό,τι γράφει. Τι να κάνει ο εργάτης της πέννας; Η αστυνομία απαγορεύει την αλήθεια και οι εφημερίδες πληρώνουν καλά το ψέμα!


Πηγή κάθε βαρβαρότητας

Συνελεύσεις σαν αυτή των αντιφασιστών συγγραφέων αποδείχνουν, ότι στην αστική τάξη υπάρχουν άνθρωποι, που δεν είναι πρόθυμοι να διατηρήσουν με κάθε τρόπο, ακόμα και τον πιο βρώμικο, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Ενώ, όμως, υπάρχουν συγγραφείς (και ο αριθμός τους αυξάνεται), που αρνούνται την υποστήριξή τους στο σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, που παίρνει και χρειάζεται να παίρνει τόσο βάρβαρα μέτρα για την άμυνά του, και ενώ υπάρχουν άλλοι, πρόθυμοι να πολεμήσουν ενάντια σ' αυτό το σύστημα, υπάρχουν και πολλοί, που ελπίζουν, ότι η υπεράσπιση του συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας δεν έχει καθόλου ανάγκη από μέτρα σαν αυτά, που παίρνει ο φασισμός, τον οποίο συχαίνονται. Αυτοί, που σκέπτονται έτσι, δεν έχουν ακόμα κερδηθεί εντελώς στον αγώνα κατά του φασισμού. Αυτοί ή θα αφανιστούν από το φασισμό ή θα προθυμοποιηθούν να μην κάνουν καμιά ενέργεια εναντίον του ή θα προθυμοποιηθούν να κάνουν τα πάντα γι' αυτόν. Θα αμφιταλαντεύονται στο βαθμό, που θα τους παρασύρει η ελπίδα τους, ότι το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής μπορεί να σωθεί χωρίς την επιβολή βαρβαρότητας. Ακόμα δεν αντιλαμβάνονται, ότι το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής είναι η πηγή κάθε βαρβαρότητας. Αλλά η έλλειψη αυτής της αντίληψης τους οδηγεί με σιγουριά στο να επικροτήσουν βάρβαρα μέτρα. Θα μπορούσε κανείς να λογομαχεί σε εκατό τραπέζια συνεδριάσεων μέχρι να μεγαλώσουν τα γένια του, για το αν η πηγή του φασισμού είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Εμένα, όμως, ένα μου φαίνεται σίγουρο: Χωρίς την ελπίδα, ότι η πηγή της βαρβαρότητας θα φραχτεί και θα στερέψει μονάχα αν καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, δεν μπορεί κανένας σήμερα να είναι αξιόπιστος αγωνιστής ενάντια στο φασισμό.
Πλατφόρμα για τους αριστερούς διανοούμενους

1. Ολες οι προσπάθειες για την κουλτούρα, είτε φιλολογικές είναι είτε άλλου είδους, είτε συνειδητά εκπολιτιστικές είτε ασυνείδητα, έχουν σαν προϋπόθεση της αποτελεσματικότητάς τους, να αγγίζουν τους πάντες, που σημαίνει να αφορούν όλους τους ανθρώπους, που βρίσκονται στη σφαίρα της δράσης τους, δηλαδή να ασκούν επιρροή.

2. Ενας από τους λόγους της τρομακτικής ασυνέπειας των εκπολιτιστικών μας προσπαθειών είναι, κατά τη γνώμη μου, το ότι γενικά όλοι μας με τις εργασίες μας, που τις προορίζαμε για «όλους» και που απόβλεπαν στο καλό «όλων» απευθυνόμασταν υπερβολικά απροσδιόριστα σε όλους. Η εξέλιξη στη Γερμανία μας διδάσκει, ότι δεν είναι όλοι για όλους και ότι μονάχα ένα στρώμα ανθρώπων είναι πρόθυμο να υπερασπίσει τα συμφέροντα όλων και ακριβώς σ' αυτό έγκειται η διαφορά του από όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα. Είναι το κοινωνικό στρώμα, που πρέπει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα όλων επί ποινή αφανισμού του ή για να είμαστε πιο ακριβείς, επειδή το κοινωνικό σύστημα το καταδικάζει σε μόνιμη κατάπτωση, γιατί ακριβώς το δικό του βούλιαγμα παράγει την ευημερία των άλλων. Αλλά για να μπορέσει αυτό το κοινωνικό στρώμα να γίνει υπερασπιστής των συμφερόντων όλων, πρέπει πρώτα να οργανωθεί και να γίνει ικανό γι' αυτή την αποστολή. Μιλάω για το κοινωνικό στρώμα που λέγεται προλεταριάτο.

3. Σε μια τέτοια επιλογή του κοινωνικού στρώματος, που μπορεί να κινητοποιηθεί για τα συμφέροντα όλων, θα μπορούσε να αντιπαραταχθεί το επιχείρημα, ότι γίνεται από οικονομική σκοπιά. Θα μπορούσε να θέλει κανείς την επιλογή από άλλη σκοπιά, έτσι, που να γίνει στρατολογία από όλα τα κοινωνικά στρώματα γι' αυτή την αγωνιστική ομάδα. Προτάθηκε λόγου χάρη το σημείο διαχωρισμού ανάμεσα στο βάρβαρο και το ανθρωπιστικό. Απορρίπτουμε αυτό το διαχωριστικό κριτήριο, γιατί δεν έχει καμιά οργανωτική δύναμη. Προτιμούμε να υποθέτουμε, ότι τόσο η βαρβαρότητα όσο και ο ανθρωπισμός, είναι πράγματα, που παράγονται και οργανώνονται από ανθρώπους. Αν δεν ήταν έτσι, τότε η βαρβαρότητα θα μπορούσε να καταργηθεί με την εξόντωση (σωματικό αφανισμό) ολόκληρων τμημάτων λαού - και είναι σαφές, ότι μονάχα η κατάργηση της βαρβαρότητας κάνει δυνατό τον ανθρωπισμό: Το ιδανικό μιας νησίδας ανθρωπισμού, που θα εξακολουθεί να υφίσταται μέσα στη βαρβαρότητα είναι απέραντα επικίνδυνο. Ο καθένας πάντοτε διαπίστωνε και διαπιστώνει, ιδιαίτερα καθαρά τώρα τελευταία, ότι η βαρβαρότητα δεν ανέχεται με κανέναν τρόπο τέτοιες νησίδες και έχει όλη τη δύναμη να τις καταστρέφει. Η επιλογή του κοινωνικού στρώματος, στο οποίο και μόνο μπορεί να ανατεθεί η σωτηρία ολόκληρου του πολιτισμού, πρέπει να γίνει με οικονομικά κριτήρια, γιατί μονάχα σε ένα στρώμα ανθρώπων, που έχει συντεθεί μ' αυτόν τον τρόπο, υπάρχει η εσωτερική δύναμη και μπορεί να δοθεί η οργανωτική μορφή, που χρειάζεται για να δημιουργήσει καταστάσεις, για τις οποίες έχουν συμφέρον όλοι οι άνθρωποι και οι οποίες επομένως μπορούν να δημιουργήσουν το θεμέλιο για μια πραγματική κουλτούρα.

4. Και ο εθνικοσοσιαλισμός είναι μια προσπάθεια για τη δημιουργία μιας παγκοσμιότητας. Προσπαθεί να συμπεριλάβει τους πάντες και μάλιστα πάνω στη βάση και με τη μορφή του έθνους. Δε θεωρούμε ότι πρέπει να τον βλέπουμε σαν ένα μεταφυσικό φαινόμενο και να παρατηρούμε την εμφάνισή του όπως μια θεομηνία, με τον τρόμο και το δέος που αντιμετωπίζει κανείς τις εκρήξεις ηφαιστείων, διαδικασίες, που κανείς δε μπορεί να επηρεάσει. Και οι οποίες άλλωστε δε γίνονται με κάποιο σκοπό. Για να μπορέσουμε να δράσουμε - και πρέπει να δράσουμε - είναι ανάγκη να δούμε αυτό το φαινόμενο σαν έργο ανθρώπων κι αυτό είναι ευκολότερο, αν χρησιμοποιήσει κανείς κοινωνικά κριτήρια. Μ' αυτά τα κριτήρια βλέπουμε ένα μικροαστικό στρώμα, που άρπαξε την κρατική εξουσία και επιδιώκει με τη βία την ενοποίηση των πάντων με τη μορφή ενός έθνους. Αυτό το στρώμα πιστεύει, ότι ένα ενοποιημένο έθνος είναι σε θέση, στην τωρινή ιστορική δομή της παγκόσμιας οικονομίας, να εκπροσωπεί όλες τις ενοποιημένες ανθρώπινες ομάδες, που βρίσκονται κάτω από τη σημαία του, με την προϋπόθεση, ότι είναι σε θέση να τις υπερασπίζεται πολεμικά. Η αντίληψη ότι είναι δυνατόν με τη βία να αλλοτριωθούν άλλοι άνθρωποι και ομάδες ανθρώπων, να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης και θύματα ενός καταλυτικού ανταγωνισμού, προέρχεται από το ιδιωτικό κύκλωμα αντιλήψεων της μικροαστικής τάξης. Ακριβώς σε μια τέτοια συμπεριφορά στηρίζεται, βέβαια, η οικονομία μας.

5. Η εθνικοσοσιαλιστική προσπάθεια για ενοποίηση κλείνει μέσα της την καταστροφή, τον αποκλεισμό ή την υποδούλωση εκείνων των κοινωνικών ομάδων, που βλάπτουν την εθνική ομοψυχία, δηλαδή, των Εβραίων και των εργατών. Μια εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία είναι αισθητά ισχυρότερη από μια Γερμανία που πιστεύει ότι δεν χρειάζεται να κάνει πολέμους, η οποία όμως διατηρεί την κοινωνική και οικονομική μορφή που δημιουργεί πολέμους. Είναι επίσης εσωτερικά ισχυρότερη και συνεπέστερη από μια Γερμανία, που διατηρεί την καπιταλιστική οικονομική μορφή, αλλά για πολιτικούς λόγους προστατεύει το εργατικό δυναμικό της, ενώ η οικονομία της δεν είναι προσανατολισμένη για κάτι τέτοιο. Από την άποψη του ισχύοντος (καπιταλιστικού) συστήματος, το εθνικοσοσιαλιστικό κράτος είναι ισχυρότερο από το φιλελεύθερο και δεν έχει καμιά σημασία, αν οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής και του εδάφους κυβερνούν με άμεσο τρόπο, δηλαδή πολιτικά, ή με έμμεσο, δηλαδή χωρίς να έχουν ορατή πολιτική εξουσία, έχοντας μάλιστα υποστεί πολιτικό βιασμό. Κυβερνούν αφήνοντας την οικονομική τους ισχύ να επιδρά σα φυσική δύναμη.

6. Είτε πιστεύει κανείς, ότι ο καπιταλισμός θέλει να διατηρήσει την οικονομική του εξουσία παίρνοντας με το μέρος του την κινητοποιημένη μεσαία τάξη, είτε πιστεύει ότι με τον εθνικοσοσιαλισμό η μεσαία τάξη εγκαταστάθηκε σαν κράτος σε καπιταλιστική βάση και παρεμβλήθηκε ανάμεσα στις οικονομικά αντιμαχόμενες τάξεις, μια και μέσα σ' αυτό το σύστημα δεν μπόρεσε να λυθεί το αγροτικό ζήτημα (οι δυο υποθέσεις δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους) - ο εθνικοσοσιαλισμός μπορεί να καταπολεμηθεί μονάχα με την καταπολέμηση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Σ' αυτόν τον αγώνα ενάντια στον εθνικοσοσιαλισμό, σύμμαχος μπορεί να είναι μονάχα η εργατική τάξη. Είναι αδύνατο να θέλει κανείς να καταπολεμήσει το φασισμό διατηρώντας τον καπιταλισμό, δηλαδή να ανακαλέσει τον καπιταλισμό σε μια πιο αδύνατη θέση, που ήδη είναι δοσμένη εξαιτίας της αστάθειάς της. Απέναντι στη μόνιμη πια κρίση του ο καπιταλισμός θα επιχειρήσει να επιβληθεί με την πιο ωμή και απροσχημάτιστη μορφή του και όχι με τη μορφή ενός υποχωρητικού φιλελευθερισμού κάτω από τους «εκβιασμούς» του προλεταριάτου του. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ολόκληρη η αστική τάξη θα έχει διαπιστώσει, ότι ο φασισμός είναι η καλύτερη καπιταλιστική κρατική μορφή της εποχής μας, όπως ήταν ο φιλελευθερισμός η καλύτερη μορφή κρατικής εξουσίας στον καιρό του. Το φασισμό μπορεί να τον καταπολεμήσει μονάχα όποιος αρνιέται την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και όλα όσα συνδέονται μ' αυτήν, επομένως όποιος είναι πρόθυμος να παλέψει μαζί μ' εκείνη την κοινωνική τάξη, που πολεμάει με όλες τις δυνάμεις της ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία.

7. Με όλο του το δίκιο χαρακτηρίζει ο Χίτλερ σαν εχθρό της εθνικοσοσιαλιστικής ενοποιητικής προσπάθειας το μαρξισμό, εκείνη την άλλη προσπάθεια, που εξετάζει τα πράγματα πολύ βαθιά, για την ενοποίηση όλων. Αλλά, φυσικά, η βάση της διχογνωμίας δε βρίσκεται σ' αυτή την καθεαυτή τη θεωρία για ενοποίηση, αλλά στην ουσία αυτής της θεωρίας: σ' ένα πολιτικο-οικονομικό σύστημα, που κάνει τις στερήσεις των πολλών ωφέλεια για τους λίγους. Γιατί ο καπιταλισμός δεν συντηρείται παρά την ένδεια των πολλών, συντηρείται ακριβώς από αυτή την ένδεια. Μέσα σε συνθήκες γενικής ευημερίας δε θα είχαμε μια κάποια βελτίωσή του, αλλά τον ολοκληρωτικό αφανισμό του.

Ο πιο επικίνδυνος, ο μοναδικός πραγματικός εχθρός του φασισμού είναι ο κομμουνισμός, κι αυτό το ξέρει και ο ίδιος ο φασισμός. Δεν είναι σωστό να κάνουμε εκτιμήσεις, για το αν ο κομμουνισμός είναι αρκετά δυνατός για ν' αντιμετωπίσει το φασισμό. Δουλειά δική μας είναι να δυναμώσουμε τον κομμουνισμό. Μετά το φασισμό, το μόνο που μπορεί να τον διαδεχτεί, είναι ο κομμουνισμός και τίποτα άλλο - και έχει και σ' αυτό δίκιο ο εθνικοσοσιαλισμός. Η κουλτούρα ή θα πέσει στο πεδίο της μάχης ή θα υπάρξει μονάχα μαζί με τον κομμουνισμό.
Λόγος για τη δύναμη αντίστασης της λογικής

Βλέποντας τα υπερβολικά σκληρά μέτρα, τα τόσο μεθοδευμένα όσο και βίαια, που παίρνονται τώρα σε όλα τα φασιστικά κράτη ενάντια στη λογική, είναι επιτρεπτή η ερώτηση, αν το ανθρώπινο λογικό θα μπορέσει να αντισταθεί σ' αυτήν την έφοδο της βίας. Φυσικά, σ' αυτό το ζήτημα δεν ωφελούν οι αόριστες αισιόδοξες διαβεβαιώσεις, όπως: «Στο τέλος νικάει πάντοτε η λογική» ή «όσο περισσότερη βία ασκείται στο πνεύμα, τόσο πιο ελεύθερα αναπτύσσεται αυτό». Τέτοιες διαβεβαιώσεις είναι οι ίδιες ελάχιστα λογικές.

Πραγματικά, είναι εκπληκτικός ο τρόπος, που μπορεί να φθαρεί ο νοητικός πλούτος του ανθρώπου. Αυτό ισχύει για το λογικό τόσο του μεμονωμένου ατόμου, όσο και ολόκληρων κοινωνικών τάξεων και λαών. Η ιστορία της ανθρώπινης διανόησης παρουσιάζει μεγάλες περιόδους μερικής ή ολικής πνευματικής στειρότητας, παραδείγματα τρομακτικών οπισθοδρομήσεων και μαρασμού. Με κατάλληλα μέσα μπορεί να οργανωθεί η βραδύνοια σε μεγάλη έκταση. Κάτω από ορισμένες συνθήκες, ο άνθρωπος είναι σε θέση να μάθει το ίδιο καλά ότι δύο επί δύο κάνει πέντε, και όχι τέσσερα. Ο Αγγλος φιλόσοφος Χομπς είπε ήδη στο 17ο αιώνα: «Αν το θεώρημα, ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου ισούται με δύο ορθές, αντιστρατευόταν τα συμφέροντα των εμπόρων, οι έμποροι θα έβαζαν αμέσως να καούν όλα τα βιβλία της Γεωμετρίας».

Πρέπει να υποθέσουμε ότι ο κάθε λαός ποτέ δεν αναπτύσσει περισσότερη λογική απ' όση του χρειάζεται (αν ανάπτυσσε κάποτε περισσότερη, δε θα γινόταν αποδεκτή), αλλά συχνά αναπτύσσει λιγότερη. Επομένως, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι η λογική θα τα βγάλει πέρα σε τούτους τους καιρούς της ανελέητης καταδίωξής της, αν δεν μπορούμε να δώσουμε μιαν εντελώς συγκεκριμένη απάντηση για τη χρησιμοποίησή της, μιαν εντελώς καθορισμένη αναγκαιότητα, που υπάρχει στην παρούσα στιγμή, για να διατηρηθούν οι υπάρχουσες καταστάσεις. Εχω σκεφτεί καλά, πριν πω, ότι η λογική πρέπει να είναι αναγκαία για τη διατήρηση των υφιστάμενων συνθηκών, για να μπορούν έτσι να της δοθούν μερικές ευκαιρίες. Εχω το λόγο μου, που δε λέω, ότι η λογική θα έπρεπε να είναι αναγκαία για την αλλαγή των καταστάσεων που υπάρχουν. Κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί κανείς να ελπίζει, ότι θα επιδειχθεί λογική, μονάχα για το λόγο, ότι είναι αναγκαία για τη βελτίωση των πολύ άσχημων συνθηκών που επικρατούν. Οι άσχημες συνθήκες μπορεί να διατηρηθούν για απίστευτα πολύν καιρό. Μάλλον μπορούμε να πούμε, ότι: όσο πιο άσχημες είναι οι καταστάσεις, τόσο λιγότερη λογική υπάρχει, παρά να πούμε: όσο χειρότερες οι καταστάσεις, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται η λογική.

Ωστόσο πιστεύω, όπως ήδη είπα, ότι αναπτύσσεται τόση λογική όση είναι απαραίτητη για να διατηρηθούν οι υπάρχουσες συνθήκες. Επομένως, μπαίνει το ερώτημα, πόση ακριβώς είναι απαραίτητη; Γιατί - και το λέω αυτό ακόμα μια φορά -, όταν ρωτάμε πόση λογική θα αναπτυχθεί στο άμεσο μέλλον, πρέπει να ρωτάμε και πόση απ' αυτήν είναι απαραίτητη για να διατηρηθούν οι συνθήκες που επικρατούν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι στις φασιστικές χώρες οι συνθήκες είναι πολύ άσχημες. Το βιοτικό επίπεδο σ' αυτές τις χώρες κατεβαίνει συνεχώς και χρειάζονται οπωσδήποτε πολέμους για να κρατηθούν τα καθεστώτα αυτά. Αλλά δεν πρέπει να υποθέσει κανείς, ότι για τη διατήρηση τόσο άσχημων συνθηκών χρειάζεται να υπάρχει ιδιαίτερα λίγη λογική. Η λογική, που χρειάζεται σ' αυτές τις χώρες, που πρέπει διαρκώς να παράγεται και να μην εμποδίζεται, είναι ιδιαίτερου τύπου, αλλά όχι μηδαμινή. Μπορούμε να εκφραστούμε έτσι: Πρέπει να είναι λογική ρυθμιζόμενη, να μεγεθύνεται ή να σμικρύνεται με ειδικό μηχανισμό κατά τις περιστάσεις. Πρέπει να τρέχει μακριά και γρήγορα, αλλά να γυρίζει όταν της σφυρίξουν. Πρέπει να είναι σε θέση να σφυρίζει οπισθοχώρηση στον εαυτό της, να επεμβαίνει η ίδια στον εαυτό της, να αυτοκαταστρέφεται.

Ας εξετάσουμε, τι είδους λογική χρειάζεται. Ο φυσικός πρέπει να είναι σε θέση να φτιάχνει για τον πόλεμο συσκευές, με μεγάλη οπτική ακτίνα, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να μην μπορεί να βλέπει μ' αυτές στο άμεσο περιβάλλον του - ας πούμε στο πανεπιστήμιο - περιστατικά, πάρα πολύ επικίνδυνα για τον ίδιον. Πρέπει να κατασκευάζει αμυντικά έργα ενάντια στις επιθέσεις ξένων εθνών, αλλά δεν επιτρέπεται να σκέπτεται τι πρέπει να κάνει ενάντια στις επιθέσεις των αρχών του τόπου του, που στρέφονται προς το άτομό του. Ο γιατρός ψάχνει στην κλινική του να βρει ένα μέσον ενάντια στον καρκίνο, που απειλεί τον άρρωστό του, αλλά δεν του επιτρέπεται να αναζητήσει ένα μέσον ενάντια στα δηλητηριώδη αέρια και στις βόμβες, που απειλούν τον ίδιο μέσα στην κλινική του. Γιατί το μοναδικό μέσον ενάντια στο θάνατο από ασφυξιογόνα θα ήταν ένα μέσον ενάντια στον πόλεμο. Οι εργάτες του πνεύματος πρέπει να αναπτύσσουν διαρκώς τις νοητικές ικανότητές τους για να μπορούν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του τομέα τους, αλλά πρέπει να έχουν και την ικανότητα να μην επεκτείνουν τις νοητικές ικανότητές τους και στους βασικούς, γενικούς τομείς. Πρέπει να φροντίζουν να βρίσκουν τρόπους για να γίνει ο πόλεμος φρικιαστικός, αλλά την απόφαση για πόλεμο ή ειρήνη πρέπει να την αφήνουν σε ανθρώπους με ολοφάνερα μηδαμινή ευφυΐα. Σ' αυτούς τους βασικούς τομείς βλέπουν να εφαρμόζονται μέθοδοι και θεωρίες, που αν εφαρμόζονταν στους δικούς τους τομείς - όπως η φυσική ή η ιατρική - θα θεωρούνταν μεσαιωνικές.

Η ποσότητα νου, που χρειάζεται η άρχουσα τάξη για να διεκπεραιώνει τις τρέχουσες υποθέσεις της, δεν εξαρτιέται από την ελεύθερη απόφασή της. Σε ένα σύγχρονο κράτος ο νους έχει μεγάλη σημασία και αποκτά ακόμα μεγαλύτερη, όταν για τον πιο πέρα χειρισμό των υποθέσεων της άρχουσας τάξης απαιτούνται άλλα μέσα, συγκεκριμένα για τον πόλεμο. Ο σύγχρονος πόλεμος καταβροχθίζει τεράστιες ποσότητες φαιάς ουσίας.

Η εισαγωγή του θεσμού των σύγχρονων δημοτικών σχολείων δεν έγινε επειδή η τότε άρχουσα τάξη θέλησε κινούμενη από ευγενικά κίνητρα να προσφέρει υπηρεσίες στη νόηση. Εγινε, επειδή έπρεπε να ανεβεί το νοητικό επίπεδο των πλατύτερων μαζών του πληθυσμού για να εξυπηρετηθεί έτσι η βιομηχανία. Αν το νοητικό επίπεδο των εργαζόμενων κατέβαινε τώρα υπερβολικά, τότε η βιομηχανία δε θα μπορούσε να ορθοποδήσει. Γι' αυτό δεν μπορεί να υποβαθμιστεί σημαντικά το νοητικό επίπεδο των εργαζόμενων, όσο κι αν η άρχουσα τάξη θα το επιθυμούσε πολύ για ορισμένους λόγους. Γιατί με αναλφάβητους δεν μπορεί κανείς να διεξάγει έναν πόλεμο.

Ετσι, αν η ποσότητα της αναγκαίας νοητικής ικανότητας δεν εξαρτιέται από την απόφαση της άρχουσας τάξης, η ποιότητά της, όμως, θα πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με το πόσο θα ήταν αυτό ευχάριστο στην άρχουσα τάξη.

Ηδη η απότομη εξάπλωση της ανάπτυξης του νου μέσω του θεσμού της βασικής εκπαίδευσης οδήγησε, εκτός από την ανόρθωση της βιομηχανίας και σε μια έξαρση των απαιτήσεων των πλατιών λαϊκών μαζών από κάθε άποψη. Ετσι, η απαίτηση αυτών των μαζών για εξουσία απόχτησε γερά θεμέλια. Εδώ μπορεί να διατυπωθεί ένα αξίωμα: Για να καταπιέζει και να εκμεταλλεύεται τις πλατιές μάζες, η άρχουσα τάξη έχει ανάγκη από τόσο ποσοτική και ποιοτική νοητική ικανότητα των πλατιών μαζών, ώστε στο τέλος να απειλείται απ' αυτήν το καταπιεστικό και εκμεταλλευτικό σύστημά της. Με τέτοιου είδους ψυχρή εκτίμηση φθάνει κανείς στο συμπέρασμα, ότι οι επιθέσεις, που δέχεται η λογική από μέρους των φασιστικών κυβερνήσεων, θα αποδειχτούν για μια ακόμα φορά δονκιχωτισμοί. Οι φασιστικές κυβερνήσεις είναι αναγκασμένες να αφήσουν άθικτες μεγάλες ποσότητες διαλογισμού και μάλιστα να τις αναπτύσσουν οι ίδιες. Μπορούν να βρίζουν τη διανόηση όσο θέλουν. Μπορούν να την παριστάνουν σα μιαν αρρώστια. Μπορούν να καταγγέλλουν με κτηνώδη τρόπο τους διανοούμενους. Ομως και γι' αυτή τη δραστηριότητά τους χρειάζονται ραδιόφωνα, που χρωστάνε την ύπαρξή τους στις νοητικές ικανότητες των κατασκευαστών τους. Για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους χρειάζονται να διατηρήσουν στις μάζες τόση λογική όση τελικά θα είναι αναγκαία για την ανατροπή της εξουσίας τους.
Η άλλη Γερμανία: 1943*

Τις ημέρες που οι μεγάλες Δυνάμεις δεν πολεμούσαν ακόμα τον Χίτλερ, ενώ αρκετές φωνές από το εξωτερικό τον ενθάρρυναν - μερικές από αυτές μάλιστα ακόμα δεν έχουν σιωπήσει - ο κόσμος ήξερε πολύ καλά ότι αυτός καταπολεμούνταν από τα μέσα και αυτοί οι εχθροί του αποκαλούνταν: η άλλη Γερμανία. Πρόσφυγες, πολλοί από τους οποίους γνωστοί σε όλο τον κόσμο και ξένοι ανταποκριτές που ήταν σε άδεια ανέφεραν ότι αυτή η άλλη Γερμανία πράγματι υπήρχε. Ούτε για μια στιγμή δεν κέρδισε ο Χίτλερ πάνω από τους μισούς ψήφους και η ύπαρξη των πιο τρομερών μέσων καταπίεσης και της πιο τρομακτικής αστυνομικής δύναμης που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα απέδειξαν ότι οι εχθροί του καθεστώτος δεν ήταν ανενεργοί. Πριν από οποιαδήποτε άλλη χώρα, ο Χίτλερ ρήμαξε τη δική του, και η κατάσταση της Πολωνίας, της Ελλάδας ή της Νορβηγίας μόλις που είναι χειρότερη από αυτή της Γερμανίας. Δημιούργησε αιχμάλωτους πολέμου στην ίδια του τη χώρα. Κράτησε ολόκληρους στρατούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1939 αυτοί οι στρατοί αριθμούσαν 200.000 Γερμανούς - περισσότερους απ' τους Ρώσους αιχμάλωτους στο Στάλινγκραντ. Αυτοί οι 200.000 δεν αποτελούν το σύνολο της άλλης Γερμανίας. Αποτελούν μόνο ένα μέρος των δυνάμεών της.

Η άλλη Γερμανία δεν μπόρεσε να σταματήσει τον Χίτλερ και στον τωρινό πόλεμο, ο οποίος έφερε τις μεγάλες Δυνάμεις σε σύγκρουση με αυτόν, η άλλη Γερμανία έχει σχεδόν ξεχαστεί. Πολλοί αμφέβαλλαν για το ότι πράγματι υπήρξε ή τουλάχιστον αμφισβητούσαν ότι είχε κάποια σπουδαιότητα. Ενας παράγοντας ήταν ότι οι Δημοκρατίες που διεξήγαγαν τον πόλεμο έπρεπε να καταπολεμήσουν τις ψευδαισθήσεις για τη δύναμη κρούσης των χιτλερικών στρατευμάτων. Επίσης, υπήρχαν ισχυρές ομάδες που προσέγγιζαν την άλλη Γερμανία με δυσπιστία. Φοβόντουσαν ότι ήταν σοσιαλιστική. Αλλά υπήρχε και μία υποψία που μπέρδεψε και τους φίλους της άλλης Γερμανίας, ακόμα και κάποιους που ανήκαν σε αυτή.

Το τρομακτικό ερώτημα ήταν: είχε βάλει ο πόλεμος τέλος στον εμφύλιο πόλεμο που υπέβοσκε στη Γερμανία τα πρώτα έξι χρόνια της ναζιστικής κυριαρχίας; Γιατί, σε τελική ανάλυση, είναι γνωστό ότι οι πόλεμοι τροφοδοτούν το λυσσαλέο εθνικισμό και δένουν τους λαούς πιο στενά πάνω στους κυβερνώντες τους.

Το επάγγελμα του εξόριστου είναι: να ελπίζει. Αυτό το επάγγελμα δεν του παρέχει καμία άνεση και ασφάλεια. Μερικοί προέβλεπαν ότι το ναζιστικό καθεστώς δε θα ήταν ικανό να καταργήσει την ανεργία. Και μόλις αυτή καταργήθηκε, προέβλεπαν ότι το καθεστώς αυτό θα χρεοκοπούσε. Αλλοι βάσισαν τις ελπίδες τους στη Reichswehr1, στην τιμή της κάστας των Πρώσων Γιούνκερς2, οι οποίοι δε θα ήθελαν να πάνε σ' έναν πόλεμο υπό την καθοδήγηση ενός δεκανέα ή στους βιομηχάνους της Ρηνανίας, οι οποίοι γενικά θα έπρεπε να φοβούνται τον πόλεμο. Ακόμα κι όταν ξέσπασε ο πόλεμος, κάποιοι είπαν: «Το καθεστώς μπορεί να κρατήσει τον πόλεμο όσο αυτός παραμένει Blitzkrieg (πόλεμος αστραπή) που διεξάγεται από εικοσάχρονα αγόρια και από ένα μηχανοκίνητο στρατό ειδικών, όχι όμως περισσότερο. Οι εργάτες παραμένουν στα εργοστάσια και τουλάχιστον τριάντα μεραρχίες χρειάζονται για να τους φυλάνε. Η κατάκτηση της Πολωνίας και της Νορβηγίας, ακόμα και η καθυπόταξη της Γαλλίας φαινόταν να διεκπεραιώνονται από αυτόν το στρατό ειδικών. Αλλά στη συνέχεια ήρθε η ρωσική εκστρατεία και μαζί της ένας σχεδόν καθολικός φόβος. Ακόμα περισσότερο φοβόντουσαν αυτοί που μισούσαν τη Σοβιετική Ενωση. Γιατί αυτός δεν ήταν πόλεμος ειδικών. Ολόκληρος ο λαός θα εμπλεκόταν. Οι ψηλότερες ηλικιακές ομάδες «οι οποίες ακόμα θυμόντουσαν με ρίγη τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες που θεωρούσαν τη Ρωσία πατρίδα τους, επιστρατεύτηκαν. Οι εργάτες, ειδικά αυτό το τμήμα του λαού, που το ίδιο το καθεστώς αποκαλούσε πάντα τον πιο σταθερό εχθρό του, μπήκαν στον πόλεμο ακριβώς τη στιγμή που αυτός συμπεριέλαβε τη χώρα που εκείνοι έβλεπαν με ιδιαίτερη συμπάθεια.

Ακόμα και αυτοί που είχαν την πιο ακλόνητη πίστη σώπασαν. Μήπως δεν υπήρχε άλλη Γερμανία;

Ο άνθρωπος μένει πιστός στο επάγγελμά του και το επάγγελμα του εξόριστου είναι: να ελπίζει. Ετσι, πολύ σύντομα, κάθε είδους εξήγηση ήταν διαθέσιμη, όλα όμως περισσότερο ή λιγότερο τεχνικής φύσης. Το χιτλερικό καθεστώς, έλεγαν, αναγκάστηκε να κρατήσει μέχρι την τελευταία στιγμή δυο χώρες στο σκοτάδι σχετικά με την εισβολή, τους Ρώσους και τους Γερμανούς. Αυτό αποδεικνύει ότι όλη αυτή η ιστορία ντρόπιασε το καθεστώς, έτσι δεν είναι; Οι έρευνες για το ποια εργατική πολιτική θα χαράξουν οι Ναζί κατά τη διάρκεια των πέντε ετών προετοιμασίας του πολέμου ήταν πιο σοβαρό ζήτημα. Ηδη στον τελευταίο χρόνο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η κατάσταση της εργατικής τάξης ήταν καταστροφική. Ο εξορθολογισμός της βιομηχανίας είχε προκαλέσει την ανεργία. Η παγκόσμια κρίση, η οποία έπληξε τη Γερμανία με ιδιαίτερη οξύτητα, μετέτρεψε την ανεργία σε εθνική καταστροφή. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών μετατράπηκε σε έναν πραγματικό πόλεμο. Η γερμανική εργατική τάξη είχε ήδη διαιρεθεί σε κόμματα. Τα κόμματα στράφηκαν τώρα το ένα ενάντια στο άλλο. Αυτή ήταν η κληρονομιά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στο μεγάλο και νόμιμο, όπως πολλοί νομίζουν, διάδοχό της: το Τρίτο Ράιχ. Η ανεργία παραμερίστηκε πολύ σύντομα. Πράγματι, η ταχύτητα και ο βαθμός κατάργησής της ήταν τόσο εκπληκτικός που φαινόταν σαν επανάσταση. Τα εργοστάσια καταλήφθηκαν με τη βία. Η τέταρτη τάξη εφόρμησε στη Βαστίλη... μόνο για να παραμείνει εκεί αιχμάλωτη. Την ίδια στιγμή οι πολιτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης διαλύθηκαν και αποδεκατίστηκαν από την αστυνομία. Με αυτό τον τρόπο αυτή η τάξη μετατράπηκε σε μία άμορφη μάζα χωρίς θέληση και πολιτική συνείδηση. Από εδώ και πέρα το κράτος δεν είχε να κάνει με οργανώσεις, αλλά με μεμονωμένα άτομα. Ο Ναπολέοντας είχε ισχυριστεί ότι το μόνο που χρειαζόταν κάποιος να κάνει ήταν να είναι πιο ισχυρός την κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο μέρος. Ο Χίτλερ αξιοποίησε λαμπρά αυτή τη στρατηγική. Οι πολιτικές του δε χρειάζεται πια να εγκρίνονται από αυτούς τους «ιδιώτες». Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η ειρηνική βιομηχανία που παράγει εμπορεύματα δεν απαιτεί να αντλούν οι εργάτες ευχαρίστηση από τη δουλειά τους. Ο σύγχρονος εκμηχανισμένος πόλεμος, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η βιομηχανία της καταστροφής, δεν απαιτεί οι εργάτες να αντλούν ευχαρίστηση από τον πόλεμο. Η καταστροφή είναι το εμπόρευμα με το οποίο ασχολούνται. Τέτοια είναι η τεχνικο-οικονομική πλευρά ενός κοινωνικού συστήματος που υποβιβάζει το συνηθισμένο άνθρωπο στο επίπεδο ενός εργαλείου, τόσο από πολιτική όσο και από οικονομική σκοπιά.

Τέτοιου είδους ερμηνείες είναι πιο διαφωτιστικές από αυτές των φιλοσόφων της Ιστορίας, οι οποίοι με ένα ανόητο και δημαγωγικό μίσος ισχυρίζονται ότι ο γερμανικός λαός είναι από την ίδια τη φύση του πολεμοχαρής, ότι η επιθυμία του να κατακτά μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη διάθεσή του να υπακούει κ.λπ. Αυτές οι ερμηνείες όμως δεν αποτελούν ολόκληρη την αλήθεια. Δείχνουν με ποιο τρόπο κατέληξε η εργατική τάξη να είναι δουλικά εξαρτημένη από τις κυρίαρχες τάξεις. Δε δείχνουν με ποιο τρόπο έφτασαν οι εργάτες να εξαρτώνται από την επιτυχία των κυβερνητών τους στον πόλεμο. Ο (Εμιλ) Λούντβιχ (Ludwig)3 και ο Βάνσιταρτ (Vansittart)4 παραπονιούνται ότι ο γερμανικός λαός το λιγότερο ανέχεται τον πόλεμο του Χίτλερ. Η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να ανεχτεί τον πόλεμο γιατί ανέχεται ένα σύστημα που απαιτεί - μεταξύ άλλων - και πολέμους.

Το να παραπονιέσαι ότι ο γερμανικός λαός επιτρέπει στην κυβέρνησή του να διεξάγει έναν τρομερό επιθετικό πόλεμο είναι στην πραγματικότητα σαν να παραπονιέσαι για το ότι ο γερμανικός λαός δεν κάνει κοινωνική επανάσταση. Προς όφελος ποιου διεξάγεται ο πόλεμος; Ακριβώς προς όφελος εκείνων που μπορούν να απομακρυνθούν από τις ψηλές τους θέσεις μόνο με μία κοινωνική επανάσταση γιγαντιαίας κλίμακας. Τα συμφέροντα των βιομηχάνων και των Γιούνκερς μπορεί κάποιες φορές να αποκλίνουν, ωστόσο και οι δύο χρειάζονται τον πόλεμο. Μπορεί να διαπληκτίζονται για τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, αλλά είναι εξίσου σίγουροι ότι ο πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί. Σημαντικοί Αγγλοι δημοσιογράφοι περιέγραψαν με ποιο τρόπο οι Γιούνκερς τροφοδότησαν στο υπουργείο Πολέμου τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων (Konzern) και πόσο αποτελεσματικά αγωνίστηκαν αυτοί οι επιχειρηματικοί όμιλοι για να ασκήσουν επιρροή στη διεξαγωγή του πολέμου. Καμία ομάδα που έχει κάτι στην ιδιοκτησία της δεν είναι εναντίον του πολέμου. Αν ο πόλεμος μετατραπεί σε αδιέξοδο, τα τραστ μπορεί να προσπαθήσουν να ξεφορτωθούν τη συμμορία του Χίτλερ ή ακόμα και τους στρατηγούς, χάριν της ειρήνης, αλλά θα συνάψουν ειρήνη με μοναδικό στόχο να διεξάγουν αργότερα άλλο πόλεμο με όλη τη δυνατή ισχύ και όσο το δυνατό συντομότερα. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι φυσικά να διατηρήσουν αυτό που έχουν στην κατοχή τους, δηλαδή την οικονομική εξουσία, χωρίς την οποία δε θα μπορούσαν ποτέ να ελπίζουν στο να ξανακερδίσουν την πολιτική εξουσία που χρειάζονται για να διεξάγουν πόλεμο. Οι Γάλλοι υπουργοί έχουν περιγράψει - και ο Στρατηγός de Gaull έχει επιβεβαιώσει αυτές τις περιγραφές - το πόσο πολύ φοβόντουσαν οι Γάλλοι βιομήχανοι το δικό τους λαό, που έτρεξαν όσο πιο γρήγορα γινόταν να υποταχθούν στους Γερμανούς κατακτητές. Θεωρούσαν τις γερμανικές ξιφολόγχες απαραίτητες για τη διατήρηση της περιουσίας τους. Κάποια μέρα οι Γερμανοί βιομήχανοι θα προσπαθήσουν να βρουν ξιφολόγχες (και όλες οι ξιφολόγχες κάνουν γι' αυτή τη δουλειά), ελπίζοντας ότι η απώλεια της πολιτικής εξουσίας θα είναι μόνο προσωρινή αν μπορεί να διασωθεί η οικονομική τους εξουσία. Είναι αυτό καθαρό;
Αλλά τι ισχύει με το υπόλοιπο τμήμα του γερμανικού λαού, το ενενήντα εννέα τοις εκατό; Είναι ο πόλεμος και προς το δικό τους συμφέρον; Χρειάζονται αυτοί τον πόλεμο; Οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι θα είναι κάτι παραπάνω από βιαστικοί αν απαντήσουν γεμάτοι αυτοπεποίθηση: Οχι. Αυτή θα ήταν μία ανακουφιστική απάντηση, αλλά δε θα ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι ο πόλεμος είναι προς όφελός τους για όσο δεν μπορούν ή δε θέλουν να αποτινάξουν το σύστημα στο οποίο ζουν. Οταν ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία, εφτά εκατομμύρια οικογένειες, δηλαδή περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού, αντιμετώπιζαν τη λιμοκτονία. Το σύστημα δεν μπορούσε να τους βρει δουλειά, δεν μπορούσε καν να τους προσφέρει το βοήθημα. Οταν βρέθηκε γι' αυτούς δουλειά, αυτή ήταν μόνο στον τομέα της βιομηχανικής προετοιμασίας του πολέμου. Στο μεταξύ, η αποκαλούμενη μεσαία τάξη είχε καταστραφεί και είχε οδηγηθεί στα εργοστάσια παραγωγής πολεμοφοδίων. Εκατοντάδες χιλιάδες μαγαζιά και εργαστήρια είχαν κλείσει και μάλιστα οριστικά: Τις ταμειακές μηχανές τις έλιωσαν για μέταλλο. Οι αγρότες είχαν επίσης καταστραφεί. Τώρα είναι περισσότερο εκμισθωτές γης που δρουν υπό τις διαταγές άλλων. Μπορούν να καλλιεργήσουν τη γη τους μόνο με τη φτηνότερη δουλική εργασία, την εργασία των αιχμαλώτων πολέμου. Ακόμα και τα μικρότερα εργοστάσια καταστράφηκαν για τα καλά και οι ιδιοκτήτες τους πρέπει να αναζητήσουν διευθυντική εργασία, την οποία μπορούν να βρουν μόνο αν το κράτος βγει νικηφόρο και μπορεί να διαθέσει κατειλημμένα εδάφη. Ετσι όλοι έχουν συμφέρον στον πόλεμο. Ολοι. Είναι αυτό καθαρό;

Κάπου πρέπει να υπάρχει ένας τρομερά λαθεμένος υπολογισμός - κι αυτό είναι καθαρό - και θα γίνεται όλο και πιο καθαρό όσο ο πόλεμος χειροτερεύει. Οι άνθρωποι κρύβονται στα υπόγεια των φλεγόμενων σπιτιών συνεπαρμένοι από ένα ζωικό φόβο και αρχίζουν να μαθαίνουν. Μάλλον αρχίζουν να μαθαίνουν και τα στρατεύματα που υποχωρούν στο Νότο και στην Ανατολή. Πού έγκειται ο λαθεμένος υπολογισμός; Κάπου κοντά στο Σμόλενσκ, ένας στρατιώτης από τη Σιλεσία σημαδεύει με το όπλο του ένα ρωσικό τανκ, το οποίο θα τον συντρίψει αν δεν αναγκαστεί να σταματήσει! Δεν υπάρχει χρόνος να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που σημαδεύει με το όπλο του είναι η ανεργία. Και ακόμα κι αν το συνειδητοποιήσει, πόσα λίγα κερδίζει με αυτό! Ενας μηχανικός έχει πέσει με τα μούτρα στη διόρθωση της κατασκευής γρήγορων καταδιωκτικών μαχητικών αεροσκαφών. Δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τι θα κάνει σε μία ηττημένη στον πόλεμο Γερμανία που θα πληγεί από τη φτώχεια. Αλλά σίγουρα κάτι κινείται στο πίσω μέρος του μυαλού του, όσο κι αν αυτό γίνεται με μυστηριώδη τρόπο. Ισως μισο-υποψιάζεται ότι κάπου πρέπει να υπάρχει κάποιος λαθεμένος υπολογισμός. Το Αμβούργο φλέγεται και ένα πλήθος κόσμου προσπαθεί να φύγει από την πόλη. Ενας άντρας των SS τους χτυπάει για να γυρίσουν πίσω. Οι γονείς του είχαν στην ιδιοκτησία τους ένα μαγαζί με έπιπλα στο Βρότσλαβ. Τώρα είναι κλειστό. Τι θα γινόταν αν χανόταν ο πόλεμος; Τι θα γινόταν αν αυτός κερδιζόταν; Συνεχίζει να χτυπάει το πλήθος. Μέσα σε αυτό υπάρχουν πολλοί γονείς.

Μόνο το άτομο μπορεί να σκεφτεί. Μόνο η ομάδα μπορεί να ξεκινήσει πόλεμο. Είναι πιο εύκολο για το άτομο να ακολουθήσει την ομάδα από το να σκεφτεί μόνο του. Κάθε ξεχωριστό άτομο που υπάρχει σε ένα πλήθος ίσως έκανε ένα πράγμα, αλλά το πλήθος κάνει άλλο πράγμα. Οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί είναι πιο μακριά από το λοχία. Και ο πόλεμος είναι ένα γεγονός, ενώ η σκέψη είναι αδύνατη και μη πρακτική, μία υπόθεση που μοιάζει με τα όνειρα. Ο πόλεμος τα απαιτεί όλα, αλλά φροντίζει επίσης και για όλα. Φροντίζει για διατροφή, διαμονή, εργασία. Δεν μπορεί να κάνει κάποιος κάτι που δεν είναι για τον πόλεμο. Το να κάνεις κάτι καλό, σημαίνει «καλό για τον πόλεμο». Στον πόλεμο βγαίνουν στην επιφάνεια όλα τα ελαττώματα και οι αδυναμίες. Αλλά ο πόλεμος φέρνει επίσης στην επιφάνεια όλες τις αρετές: Εργατικότητα, εφευρετικότητα, επιμονή, γενναιότητα, συντροφικότητα, ακόμα και καλοσύνη. Κι όμως, κάπου βρίσκεται ένας τεράστιος λαθεμένος υπολογισμός.

Πού;

Οταν πρόκειται για την τύχη τόσων πολλών, είναι δύσκολο να σκεφτείς ότι μόνο οι ηγέτες ευθύνονται για τον πόλεμο. Είναι πιο εύκολο να υποθέσεις ότι οι ηγέτες ευθύνονται μόνο για το χάσιμο του πολέμου. Τώρα είναι μάλλον απίθανο το ναζιστικό καθεστώς, όσο κακόηθες και να είναι, να προσέφυγε στον πόλεμο έτσι για πλάκα. Δεν το έκανε γι' αυτό. Οσον αφορά τον πόλεμο και την ειρήνη, το καθεστώς ενδεχομένως να μην είχε άλλη επιλογή. Οποιοι κι αν είναι οι κυβερνήτες, δεν κυριαρχούν μόνο στα κορμιά, αλλά και στα μυαλά. Δε διοικούν μόνο τις πράξεις, αλλά και τις σκέψεις. Το καθεστώς έπρεπε να επιλέξει τον πόλεμο επειδή όλοι οι άνθρωποι χρειάζονταν πόλεμο. Αλλά οι άνθρωποι χρειάζονταν πόλεμο μόνο κάτω από αυτό το καθεστώς και γι' αυτό πρέπει να αναζητήσουν έναν άλλο τρόπο ζωής. Αυτό είναι ένα κολοσσιαίο συμπέρασμα. Ακόμα και όταν το χέρι που κρατά τα ηνία γίνεται ασταθές, ο δρόμος προς αυτό το συμπέρασμα είναι πολύ μακρύς. Γιατί αυτός ο δρόμος είναι ο δρόμος της κοινωνικής επανάστασης.

Η ιστορία δείχνει ότι οι άνθρωποι δεν προχωρούν εύκολα σε ριζικές αλλαγές στο οικονομικό σύστημα. Οι άνθρωποι δεν είναι τζογαδόροι. Δε σπεκουλάρουν. Μισούν και φοβούνται την αταξία που συνοδεύει μία κοινωνική αλλαγή. Μόνο όταν η τάξη, κάτω από την οποία ζούσαν, μετατραπεί σε αδιαμφισβήτητη και αφόρητη αταξία τολμούν οι άνθρωποι. Και ακόμα και τότε το κάνουν νευρικά, αβέβαια, τρομάζοντας κάθε λίγο και έχοντας ενδοιασμούς να αλλάξουν την κατάσταση. Ενας κόσμος που περιμένει από το γερμανικό λαό να εξεγερθεί και να μετατραπεί σε ένα ειρηνικό έθνος περιμένει πολλά. Περιμένει από το γερμανικό λαό κουράγιο, αποφασιστικότητα και νέες θυσίες. Αν η άλλη μας Γερμανία είναι να νικήσει, θα πρέπει να έχει μάθει το μάθημά της.

Ο τελευταίος πόλεμος τελείωσε με ήττα και απελευθέρωσε για λίγο το γερμανικό λαό από τα πολιτικά του δεσμά. Τα χρόνια μετά τον πόλεμο ολόκληρος ο λαός προσπαθούσε ενεργά να δημιουργήσει μία κυβέρνηση από το λαό και για το λαό. Γιγάντια εργατικά και μικρά αστικά κόμματα, εν μέρει υπό καθολική επιρροή, καταδίκασαν τον πόλεμο και όλες τις πολιτικές που οδήγησαν σε αυτόν. Φαινόταν ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να δυσφημιστεί στην αντίληψη αρκετών γενεών. Οι τέχνες, η μουσική, η ζωγραφική, η λογοτεχνία και το θέατρο άνθισαν.

Δεν κράτησε πολύ. Ο λαός είχε παραλείψει να καταλάβει τις θέσεις - κλειδιά στην εθνική οικονομία. Αυτοί που είχαν συνηθίσει να δίνουν διαταγές, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως ειδικοί της τάξης και οι υπηρεσίες τους έγιναν αποδεκτές. Η διαφημισμένη τάξη την οποία κρατούσαν ήταν η τάξη των επιτιθέμενων ταγμάτων. Το πολυσυζητημένο χάος, το οποίο απέφυγαν, ήταν η κατάληψη από το λαό των θέσεων - κλειδιά στην οικονομία. Και μετά από ένα ή δύο χρόνια, στα οποία οι οικονομικές τους θέσεις δεν είχαν καν αμφισβητηθεί, πήραν πίσω και τις πολιτικές τους θέσεις και η προετοιμασία του επόμενου πολέμου ξεκίνησε.

Θα συμβεί όλο αυτό ξανά;

Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε αρνητικά σε αυτή την ερώτηση πρέπει να είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε θετικά το ίδιο το γεγονός, που αρχικά φαίνεται να καθιστά την ερώτηση γελοία, δηλαδή το πολυαναφερόμενο «ακλόνητο ηθικό της χιτλερικής Γερμανίας».

Το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει καμία γρήγορη αντίδραση στις στερήσεις και τις ήττες της ναζιστικής Γερμανίας είναι ομολογουμένως ενοχλητικό. Πρέπει όμως να μπορούμε να δούμε αυτό ακριβώς που δείχνει αυτή η καθυστέρηση, δηλαδή το πόσο βαθιά και πλατιά θα είναι η αντίδραση. Αυτή τη φορά, οι ιμπεριαλιστές δεν έχουν κοινοβούλια για να προσφύγουν, όταν θέλουν κάποιος να βάλει ένα τέλος γι' αυτούς στον πόλεμό τους. Σήμερα δεν υπάρχουν δυναστείες που θα μπορούσαν να θυσιαστούν σαν αποδιοπομπαίοι τράγοι, χωρίς να διακινδυνευτεί στο ελάχιστο η δομή του κράτους. Από την άλλη μεριά, αν οι μάζες προσπαθήσουν να παλέψουν για τη δική τους διέξοδο από τον πόλεμο, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν εκατοντάδες χιλιάδες οπαδών του Χίτλερ, οι οποίοι θα μπορούσαν να ηττηθούν μόνο με έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο, έναν εμφύλιο πόλεμο που θα πρέπει να διεξαχθεί με τα αυτοσχεδιαζόμενα μάχιμα τμήματα μιας λαϊκής κυβέρνησης. Ο λαός πρέπει να εξεγερθεί ενάντια στους βασανιστές του - τους βασανιστές ολόκληρου του κόσμου - και να τους νικήσει.

Ενα πράγμα είναι βέβαιο. Αν ο γερμανικός λαός δεν μπορεί να αποτινάξει τους βασανιστές του, αν αντίθετα αυτοί οι βασανιστές καταφέρουν να παίξουν μία «Φρειδερίκεια παραλλαγή»5, δηλαδή να καταφέρουν να κρατήσουν τον πόλεμο μέχρι η δυσαρέσκεια στις γραμμές των συμμάχων να παρουσιάσει μία ευκαιρία για ειρήνη μέσω διαπραγμάτευσης, ή, εναλλακτικά, αν οι κυβερνώντες της Γερμανίας δεχτούν στρατιωτικό χτύπημα, αλλά αφεθούν στην εξουσία οικονομικά, είναι αδιανόητη η ειρήνευση στην Ευρώπη. Στην τελευταία περίπτωση η στρατιωτική κατάληψη από τους συμμάχους σίγουρα δε θα βοηθούσε. Αυτές τις μέρες είναι αρκετά δύσκολο να ελέγξεις ακόμα και την Ινδία με βίαιο αποικισμό, πόσο μάλλον να ελέγξεις την Κεντρική Ευρώπη. Αν οι σύμμαχοι σήκωναν τα όπλα όχι μόνο ενάντια στο εξαντλημένο καθεστώς, αλλά ενάντια σε όλο το λαό, θα χρειάζονταν τεράστιες δυνάμεις. Οι ναζί χρειάστηκαν περισσότερους από μισό εκατομμύριο άνδρες των SS, της μεγαλύτερης αστυνομικής δύναμης παγκοσμίως και ένα φανατισμένο φύλακα σε κάθε τετράγωνο σε κάθε πόλη. Επρεπε επίσης να προσφέρουν την ελπίδα ενός επιτυχούς κατακτητικού πολέμου, χωρίς τον οποίο θα λιμοκτονούσαν τόσο η αστυνομία όσο και ο πληθυσμός. Ο ξένος στρατιώτης με το όπλο στο ένα χέρι και ένα μπουκάλι γάλα στο άλλο θα θεωρούνταν φίλος, αντάξιος των μεγάλων Δημοκρατιών που τον έστειλαν, μόνο αν το γάλα προοριζόταν για το λαό και το όπλο για αξιοποίηση εναντίον του καθεστώτος.

Η ιδέα της βίαιης διαπαιδαγώγησης ενός ολόκληρου λαού είναι παράλογη. Ο,τι δε θα έχει μάθει ο γερμανικός λαός όταν τελειώσει αυτός ο πόλεμος από τις αιματηρές ήττες, τους βομβαρδισμούς και από όλες τις φρικαλεότητες των κυβερνητών του μέσα και έξω από τη Γερμανία, δε θα το μάθει ποτέ από τα βιβλία της ιστορίας.

Οι άνθρωποι μπορούν μόνο να αυτομορφωθούν, και θα εγκαθιδρύσουν λαϊκή κυβέρνηση όχι όταν τη συλλάβουν με τα μυαλά τους, αλλά όταν την αρπάξουν με τα χέρια τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Το κείμενο με πρωτότυπο τίτλο «The Other Germany: 1943» γράφτηκε στα αγγλικά από το φθινόπωρο του 1943 μέχρι την άνοιξη του 1944. Δημοσιεύτηκε στο «Progressive Labor» της Νέας Υόρκης, Ν. 3, Μάρτης - Απρίλης 1966, σελ. 46-49. Περιλαμβάνεται στη συλλογή έργων του Μπρεχτ: «Bertolt Brecht, Grosse kommentierrte Berliner und Frankfurter Ausgabe», τ. 23, εκδ. «Aufbau-Verlag Suhrkamp Verlag», σελ. 24-30.

1. Σ.μ. Η λέξη Reichswehr παρατίθεται στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο στα γερμανικά. Στα ελληνικά η λέξη μεταφράζεται ως Αυτοκρατορική Αμυνα. Η Reichswehr ήταν η επίσημη ονομασία του γερμανικού στρατού από το 1919 μέχρι το 1935, όταν μετονομάστηκε σε Wehrmacht (Αμυντική Δύναμη).

2. Σ.μ. Γιούνκερς αποκαλούνταν οι ευγενείς με μεγάλη ιδιοκτησία γης στην Πρωσία και την Ανατολική Γερμανία.

3. Emil Ludwig (1881-1948): Γερμανός συγγραφέας, ο οποίος το 1906 μετακόμισε στην Ελβετία και το 1932 πήρε την ελβετική υπηκοότητα. Το 1940 μετανάστευσε στις ΗΠΑ και μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην Ελβετία, όπου και πέθανε.

4. Robert Vansittart (1881-1957): Ανώτατος Βρετανός διπλωμάτης την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Τη δεκαετία του 1930 παρακολουθεί τον εξοπλισμό των Γερμανών και δουλεύει με τον Τσόρτσιλ. Προβάλλει ως πραγματική αιτία του πολέμου τον σταθερά πολεμοχαρή χαρακτήρα των Γερμανών, ο οποίος θεωρεί ότι παραμένει ίδιος από την εποχή του Καρλομάγνου.

5. Σ.μ. Αναφέρεται στον Φρειδερίκο Β΄ της Πρωσίας (1712-1786), ο οποίος φημιζόταν για τη στρατιωτική του τέχνη.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΣΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου