Καρλ Μαρξ: Κριτική του Προγράμματος της Γκότα
Το συγκεκριμένο έργο του Καρλ Μαρξ δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Νόιε Τσάιτ» από τον Φρίντριχ Ενγκελς μετά το θάνατο του Μαρξ. Δημοσιεύτηκε, μάλιστα, παρά τη θέληση της οπορτουνιστικής πτέρυγας του Ενιαίου Εργατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας.
Αυτό το κόμμα προήλθε από την ενοποίηση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Γερμανίας, με ηγέτες τον Μπέμπελ και τον Β. Λίμπκνεχτ, και της Γενικής Γερμανικής Εργατικής Ενωσης (οπορτουνιστικό κόμμα, λασαλικό), με ηγέτες τον Χάζενκλεβερ και τον Τέλκε.
Για να ενωθούν, έπρεπε να επεξεργαστούν κοινό Πρόγραμμα του Κόμματος που εγκρίθηκε τελικά στο Συνέδριο της Γκότα, στις 22-27 Μάη 1875. Προηγουμένως, έδωσαν το Πρόγραμμα στον Μαρξ για παρατηρήσεις.
Το Πρόγραμμα, βεβαίως, ήταν οπορτουνιστικό σε ζητήματα, όπως η εργατική τάξη ως επαναστατική τάξη, τα μεσαία στρώματα και η σχέση τους με τις άλλες τάξεις, οι σκοποί της πάλης του κόμματος και το κράτος, η πρώτη κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, η οικοδόμησή της και η διανομή του κοινωνικού προϊόντος που παράγεται σ' αυτήν τη φάση, ο διεθνισμός, και άλλα ζητήματα, αποκαλύπτοντας πόσο αυστηρά ο Μαρξ αντιμετώπιζε θεωρητικά ζητήματα (ήταν ανυποχώρητος σε ζητήματα αρχών), προκειμένου να είναι αποτελεσματική η δράση του Κόμματος.
Δίνει, ταυτόχρονα, ένα πρώτο δείγμα της αντίληψής του για την πάλη στις συνθήκες καπιταλισμού, αλλά και για την ουσία του κράτους της εργατικής τάξης, και την οικονομία στην πρώτη κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Βεβαίως, υπήρξαν αντιδράσεις από τους ηγέτες του κόμματος για τις παρατηρήσεις του Μαρξ και ο ίδιος, μάλιστα, αρχικά δεν τις δημοσιοποίησε, αφού δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Ηθελε να αντιμετωπίσει τον οπορτουνισμό στο κόμμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μαρξ τελειώνει την κριτική του με τη φράση: «Είπα και ελάλησα, αμαρτίαν ουκ έχω».
Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι όταν ο Ενγκελς αποφάσισε, λόγω της επεξεργασίας νέου Προγράμματος του Κόμματος στα 1890, να δημοσιοποιήσει την κριτική του Μαρξ, βρήκε αντίθετο τον Κάουτσκι. Παρ' όλ' αυτά, το δημοσιοποίησε, ακριβώς για λόγους αρχών, προκειμένου να συμβάλει στη σωστή θεωρητική επεξεργασία του νέου Προγράμματος του κόμματος.
ΑΠΟ ΤΟ «ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»
Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» ο Μαρξ αντικρούει διεξοδικά τη λασαλική ιδέα πως ο εργάτης θα παίρνει στο σοσιαλισμό «ακέραιο» ή «ολόκληρο το προϊόν της εργασίας». Δείχνει πως απ' όλη την κοινωνική εργασία όλης της κοινωνίας είναι ανάγκη ν' αφαιρείται ένα απόθεμα, καθώς και ένα μέρος για τη διεύρυνση της παραγωγής και την αντικατάσταση των μηχανών που «έχουν φθαρεί» κτλ., και έπειτα να αφαιρείται από τα είδη κατανάλωσης ένα μέρος για τα έξοδα της διοίκησης, για τα σχολειά, τα νοσοκομεία, τα γηροκομεία κτλ.
Αντί τη θολή, ασαφή, γενική φράση του Λασάλ («να δίνεται στον εργάτη ολόκληρο το προϊόν της εργασίας») ο Μαρξ κάνει ένα νηφάλιο υπολογισμό για το πώς ακριβώς η σοσιαλιστική κοινωνία θα είναι υποχρεωμένη να ασκεί την οικονομία της. Ο Μαρξ καταπιάνεται με τη συγκεκριμένη ανάλυση των όρων της ζωής αυτής της κοινωνίας, όπου δε θα υπάρχει καπιταλισμός, και λέει πάνω σ' αυτό:
«Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε» (μελετώντας το πρόγραμμα του Εργατικού Κόμματος) «με μια κομμουνιστική κοινωνία, που αναπτύχθηκε πάνω στη δική της βάση, αλλά με μια τέτοια κοινωνία που μόλις τώρα ακριβώς βγαίνει από την καπιταλιστική κοινωνία και που γι' αυτό από κάθε άποψη, οικονομική, ηθική, πνευματική, φέρνει πάνω της ακόμη τη σφραγίδα της παλιάς κοινωνίας, από τα σπλάχνα της οποίας και βγήκε».
Αυτή λοιπόν την κομμουνιστική κοινωνία, η οποία τώρα μόλις έχει βγει στο φως της μέρας από τα σπλάχνα του καπιταλισμού, που από κάθε άποψη φέρνει τη σφραγίδα της παλιάς κοινωνίας, ο Μαρξ την ονομάζει «πρώτη» ή κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Τα μέσα παραγωγής έπαψαν πια να αποτελούν ατομική ιδιοκτησία ορισμένων προσώπων. Τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε ολόκληρη την κοινωνία. Κάθε μέλος της κοινωνίας, εκτελώντας ένα ορισμένο μέρος της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, παίρνει από την κοινωνία απόδειξη ότι πρόσφερε τόση ποσότητα εργασίας. Με την απόδειξη αυτή παίρνει από τις κοινωνικές αποθήκες ειδών κατανάλωσης την ανάλογη ποσότητα προϊόντων. Αν αφαιρέσουμε την ποσότητα εργασίας, που πηγαίνει για τα κοινωνικά κεφάλαια, κάθε εργάτης παίρνει, συνεπώς, από την κοινωνία τόσα, όσα της έδωσε.
Είναι σαν να βασιλεύει η «ισότητα».
«Η ομιλία του Β. Ι. Λένιν στο 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των σοβιέτ» (λεπτομέρεια του πίνακα του Β. Σερόφ)
Οταν όμως ο Λασάλ, έχοντας υπόψη αυτή την κοινωνική τάξη πραγμάτων (που συνήθως ονομάζεται σοσιαλισμός, ενώ ο Μαρξ της δίνει την ονομασία πρώτη φάση του κομμουνισμού), λέει ότι αυτό θα πει «δίκαιη κατανομή», ότι αυτό θα πει «ίσο δίκαιο του καθενός πάνω στο ίδιο προϊόν της εργασίας του», ο Λασάλ κάνει λάθος και ο Μαρξ ξεκαθαρίζει το λάθος του.
Πραγματικά έχουμε εδώ - λέει ο Μαρξ - «ίσο δίκαιο», αλλά αυτό είναι ακόμη «αστικό δίκαιο» που, όπως και κάθε δίκαιο, προϋποθέτει την ανισότητα. Κάθε δικαίωμα αποτελεί εφαρμογή του ίδιου μέτρου για διαφορετικούς ανθρώπους, που στην πραγματικότητα δεν είναι οι ίδιοι, δεν είναι ίσοι μεταξύ τους, και γι' αυτό το «ίσο δίκαιο» αποτελεί παράβαση της ισότητας και αδικία. Και πραγματικά, ο καθένας που δούλεψε ίσο ποσό κοινωνικής εργασίας με έναν άλλο παίρνει ίσο μερίδιο από την κοινωνική παραγωγή (έξω από τις κρατήσεις που αναφέραμε).
Στο μεταξύ ο κάθε άνθρωπος δεν είναι ίσος με τον άλλο: Ο ένας είναι δυνατότερος, ο άλλος πιο αδύνατος, ο ένας είναι παντρεμένος, ο άλλος όχι, ο ένας έχει περισσότερα παιδιά, ο άλλος λιγότερα κτλ.
«...Με ίση απόδοση εργασίας - συμπεραίνει ο Μαρξ - και επομένως με ίση συμμετοχή στο κοινωνικό καταναλωτικό απόθεμα ο ένας παίρνει στην πραγματικότητα περισσότερο από τον άλλο, ο ένας είναι πλουσιότερος από τον άλλο κτλ. Για ν' αποφευχθούν όλα αυτά, θα έπρεπε το δίκαιο, αντί να είναι ίσο, να είναι μάλλον άνισο...».
Επομένως, η πρώτη φάση του κομμουνισμού δεν μπορεί ακόμη να εξασφαλίσει τη δικαιοσύνη και την ισότητα: Θα μείνουν οι διαφορές στον πλούτο και μάλιστα διαφορές άδικες, αλλά δε θα μπορεί να γίνεται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, γιατί θα είναι αδύνατο να γίνουν ατομική ιδιοκτησία τα μέσα παραγωγής, τα εργοστάσια, οι μηχανές, η γη κτλ. Ανατρέποντας τη μικροαστική ασαφή φράση του Λασάλ για «ισότητα» και «δικαιοσύνη» γενικά, ο Μαρξ δείχνει την πορεία εξέλιξης της κομμουνιστικής κοινωνίας, που είναι αναγκασμένη στην αρχή να εκμηδενίσει μόνο τούτη την «αδικία», ότι τα μέσα παραγωγής τα έχουν αρπάξει ξεχωριστά άτομα, ενώ δεν είναι σε θέση να εκμηδενίσει μονομιάς και την παραπέρα αδικία, που συνίσταται στην κατανομή των καταναλωτικών αγαθών «ανάλογα με την εργασία» (και όχι με τις ανάγκες).
Οι χυδαίοι οικονομολόγοι, μαζί και οι αστοί καθηγητές, μαζί και ο «δικός» μας Τουγκάν, κατηγορούν διαρκώς τους σοσιαλιστές ότι τάχα ξεχνούν την ανισότητα των ανθρώπων και «ονειροπολούν» να εκμηδενίσουν αυτή την ανισότητα. Η κατηγορία αυτή, όπως βλέπουμε, αποδείχνει μονάχα την τέλεια αγραμματοσύνη των κ. κ. αστών θεωρητικών.
Ο Μαρξ δεν παίρνει μόνο υπόψη του με τον πιο ακριβολογημένο τρόπο την αναπόφευκτη ανισότητα των ανθρώπων, παίρνει επίσης υπόψη του ότι με μόνο το πέρασμα των μέσων της παραγωγής στην κοινή ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας («σοσιαλισμός», στη συνηθισμένη χρήση της λέξης) δεν εξαλείφονται οι ελλείψεις της κατανομής και της ανισότητας του «αστικού δικαίου», που εξακολουθεί να κυριαρχεί εφόσον τα προϊόντα κατανέμονται «ανάλογα με την εργασία».
«...Μα αυτές οι ελλείψεις - συνεχίζει ο Μαρξ - δεν μπορούν να αποφευχθούν στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όπως αυτή έχει ακριβώς βγει, ύστερα από μακρόχρονα κοιλοπονήματα από την καπιταλιστική κοινωνία. Το δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να είναι ανώτερο από το οικονομικό σύστημα και την καθορισμένη απ' αυτό πολιτιστική ανάπτυξη της κοινωνίας...».
Ετσι, στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας (που συνήθως τη λένε σοσιαλισμό) το «αστικό δίκαιο» δεν καταργείται ολοκληρωτικά, παρά μόνο εν μέρει, μόνο στο βαθμό που έχει επιτευχθεί πια η οικονομική ανατροπή, δηλαδή μόνο απέναντι στα μέσα παραγωγής. Το «αστικό δίκαιο» αναγνωρίζει τα μέσα παραγωγής σαν ατομική ιδιοκτησία ορισμένων προσώπων. Ο σοσιαλισμός τα κάνει κοινή ιδιοκτησία. Στο βαθμό αυτό - και μόνο αυτό - το «αστικό δίκαιο» παύει να ισχύει.
Παρ' όλα αυτά όμως το δίκαιο ισχύει στο άλλο του μέρος, σαν ρυθμιστής (καθοριστής) της κατανομής των προϊόντων και της κατανομής της εργασίας ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας. «Οποιος δεν εργάζεται δεν πρέπει να τρώει» - αυτή η σοσιαλιστική αρχή έχει πια πραγματοποιηθεί. «Για ίση ποσότητα εργασίας, ίση ποσότητα προϊόντων» - και αυτή η σοσιαλιστική αρχή έχει πια πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, αυτό δεν είναι ακόμη κομμουνισμός και δεν καταργεί ακόμη το «αστικό δίκαιο», που δίνει ίση ποσότητα προϊόντων σε άνισα άτομα για άνιση (ουσιαστικά άνιση) ποσότητα εργασίας.
Αυτό είναι «ελάττωμα», λέει ο Μαρξ, αλλά είναι αναπόφευκτο στην πρώτη φάση του κομμουνισμού, γιατί, χωρίς να πέφτουμε στην ουτοπία, δεν πρέπει να νομίζουμε πως, όταν οι άνθρωποι θα έχουν ανατρέψει τον καπιταλισμό, θα μάθουν μονομιάς να εργάζονται για την κοινωνία δίχως κανένα κανόνα δικαίου, άλλωστε η κατάργηση του καπιταλισμού δεν προσφέρει μεμιάς τις οικονομικές προϋποθέσεις για μια τέτοια μεταβολή.
Αλλοι όμως κανόνες, εκτός από το «αστικό δίκαιο», δεν υπάρχουν. Στο βαθμό λοιπόν αυτό εξακολουθεί να είναι αναγκαίο και το κράτος, που, περιφρουρώντας την κοινή ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, θα πρέπει να περιφρουρεί και την ισότητα της εργασίας και την ισότητα της κατανομής των προϊόντων.
Το κράτος απονεκρώνεται, εφόσον δε θα υπάρχουν πια καπιταλιστές, δε θα υπάρχουν πια τάξεις, και γι' αυτό δε θα μπορεί πια να καταπιέζει καμιά τάξη.
Το κράτος όμως δεν έχει ακόμη απονεκρωθεί εντελώς, γιατί παραμένει η περιφρούρηση του «αστικού δικαίου» που καθαγιάζει την πραγματική ανισότητα. Για την ολοκληρωτική απονέκρωση του κράτους χρειάζεται ο ολοκληρωμένος κομμουνισμός.
Η ΑΝΩΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Ο Μαρξ συνεχίζει:
«...Στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της και η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτιστη ανάγκη της ζωής, όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάμεις και θα αναβλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε μόνο θα είναι δυνατό να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και η κοινωνία θα μπορέσει να γράψει στη σημαία της: "Ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του"».
Μόνο τώρα μπορούμε να εκτιμήσουμε όλη την ορθότητα των παρατηρήσεων του Ενγκελς, όταν κορόιδευε αλύπητα την ανοησία που περιέχει ο συνδυασμός των λέξεων «ελευθερία» και «κράτος». Οσο υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει ελευθερία. Οταν θα υπάρχει ελευθερία, δε θα υπάρχει κράτος.
Η οικονομική βάση για την ολοκληρωτική απονέκρωση του κράτους είναι μια τόσο υψηλή ανάπτυξη του κομμουνισμού, που εξαφανίζει την αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία και συνεπώς εξαφανίζει μια από τις σπουδαιότερες πηγές της σύγχρονης κοινωνικής ανισότητας, και μάλιστα μια τέτοια πηγή, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εξαλειφθεί μεμιάς, με μόνο το πέρασμα των μέσων παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία, με μόνη την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών.
Η απαλλοτρίωση αυτή θα δώσει τη δυνατότητα να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις σε τεράστιες διαστάσεις. Κι αν δούμε σε τι απίστευτο βαθμό εμποδίζει ακόμη και σήμερα ο καπιταλισμός αυτή την ανάπτυξη, τι πολλά πράγματα θα μπορούσαμε να κινήσουμε προς τα μπρος με βάση τη σημερινή πια τεχνική που έχουμε κατακτήσει, έχουμε κάθε λόγο να πούμε με απόλυτη πεποίθηση ότι η απαλλοτρίωση των καπιταλιστών θα φέρει αναπόφευκτα μια τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της ανθρώπινης κοινωνίας. Πόσο γρήγορα όμως θα προχωρήσει η ανάπτυξη αυτή, πόσο γρήγορα αυτή θα οδηγήσει στην κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας, στην εκμηδένιση της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία, στη μετατροπή της εργασίας σε «πρώτιστη ανάγκη της ζωής», αυτό δεν το ξέρουμε κι ούτε μπορούμε να το ξέρουμε.
Επομένως, έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε μόνο για την αναπόφευκτη απονέκρωση του κράτους, υπογραμμίζοντας τη διάρκεια αυτού του προτσές, την εξάρτησή του από την ταχύτητα ανάπτυξης της ανώτερης φάσης του κομμουνισμού και αφήνοντας εντελώς ανοιχτό το ζήτημα των χρονικών περιόδων και των συγκεκριμένων μορφών που θα πάρει η απονέκρωση, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για να λύσουμε τα ζητήματα αυτά.
Το κράτος θα μπορέσει ν' απονεκρωθεί ολοκληρωτικά, όταν η κοινωνία θα εφαρμόσει τον κανόνα «Ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», δηλαδή, όταν οι άνθρωποι θα έχουν σε τέτοιο βαθμό συνηθίσει να τηρούν τους βασικούς κανόνες της συμβίωσης και η εργασία τους θα έχει γίνει τόσο παραγωγική, που προαιρετικά θα εργάζονται ανάλογα με τις ικανότητές τους. «Ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου», που αναγκάζει τον άνθρωπο να λογαριάζει, με τη σκληρότητα ενός Σάιλοκ, μη τυχόν και δουλέψει μισή ώρα παραπάνω από το διπλανό του, μη τυχόν και πληρωθεί λιγότερο από τον άλλο - αυτός ο στενός ορίζοντας θα έχει τότε ξεπεραστεί. Η κατανομή των προϊόντων δε θα απαιτεί τότε από την κοινωνία ρύθμιση του ποσού των προϊόντων που θα παίρνει ο καθένας. Το κάθε άτομο θα παίρνει ελεύθερα «ανάλογα με τις ανάγκες» του.
Από την αστική άποψη είναι εύκολο να χαρακτηρίσεις σαν «καθαρή ουτοπία» μια παρόμοια κοινωνική διάρθρωση και να κοροϊδεύεις τους σοσιαλιστές, γιατί υπόσχονται στον καθένα το δικαίωμα να παίρνει από την κοινωνία, δίχως κανένα έλεγχο πάνω στην εργασία του κάθε πολίτη, οποιαδήποτε ποσότητα τρούφες, αυτοκίνητα, πιάνα κτλ. Με τέτοια κοροϊδία και σήμερα ακόμη παρακάμπτουν το ζήτημα οι περισσότεροι αστοί «επιστήμονες», που φανερώνουν έτσι και την αμάθειά τους και τη συμφεροντολογική υπεράσπιση του καπιταλισμού από μέρους τους.
Αμάθεια, γιατί στο νου κανενός σοσιαλιστή δεν πέρασε η ιδέα «να υποσχεθεί» πως θα έλθει η ανώτερη μορφή εξέλιξης του κομμουνισμού. Και η πρόβλεψη των μεγάλων σοσιαλιστών ότι η φάση αυτή θα έλθει, δεν προϋποθέτει ούτε τη σημερινή παραγωγικότητα της εργασίας, ούτε και το σημερινό μικροαστό, που είναι ικανός, σαν τους ιεροσπουδαστές του Πομιαλόβσκι, να χαλάει «άσκοπα» τις παρακαταθήκες του κοινωνικού πλούτου και να ζητάει τα αδύνατα.
Ως την ώρα που θα έλθει η «ανώτερη» φάση του κομμουνισμού, οι σοσιαλιστές απαιτούν αυστηρότατο έλεγχο από την κοινωνία και από το κράτος πάνω στο μέτρο της εργασίας και της κατανάλωσης, μόνο που ο έλεγχος αυτός πρέπει να αρχίσει με την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών, με τον έλεγχο των εργατών πάνω στους καπιταλιστές και να ασκείται όχι από το κράτος των γραφειοκρατών, αλλά από το κράτος των ένοπλων εργατών.
Η ιδιοτελής υπεράσπιση του καπιταλισμού από τους αστούς θεωρητικούς (και από τα τσιράκια τους σαν τους διάφορους κ. κ. Τσερετέλι, Τσερνόφ και Σία) συνίσταται ακριβώς στο ότι υποκαθιστούν με συζητήσεις και φλυαρίες για ένα μακρινό μέλλον το φλέγον και επίκαιρο ζήτημα της σημερινής πολιτικής: Την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών, τη μετατροπή όλων των πολιτών σε εργάτες και υπαλλήλους ενός μεγάλου «συνδικάτου», και συγκεκριμένα όλου του κράτους, και την ολοκληρωτική υπαγωγή ολόκληρου του έργου όλου αυτού του συνδικάτου στο κράτος, το πραγματικά δημοκρατικό, στο κράτος των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών.
Στην ουσία, όταν ο σοφός καθηγητής, και μαζί του ο μικροαστός, και μαζί τους οι διάφοροι κύριοι Τσερετέλι και Τσερνόφ μιλάνε για παράλογες ουτοπίες, για δημαγωγικές υποσχέσεις των μπολσεβίκων, για το ανέφικτο της «καθιέρωσης» του σοσιαλισμού, έχουν υπόψη τους ακριβώς το ανώτερο στάδιο ή φάση του κομμουνισμού, που κανένας όχι μόνο δεν υποσχέθηκε να την «καθιερώσει», μα ούτε και το σκέφτηκε, γιατί γενικά δεν μπορεί κανένας να την «καθιερώσει».
Ετσι λοιπόν φτάσαμε στο ζήτημα της επιστημονικής διαφοράς ανάμεσα στο σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό, ζήτημα που το έχει θίξει ο Ενγκελς στο συλλογισμό του που αναφέραμε πιο πάνω, ότι είναι λαθεμένη η ονομασία «σοσιαλδημοκράτες». Από πολιτική άποψη η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη ή κατώτερη και στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού θα γίνει ίσως με τον καιρό τεράστια, τώρα όμως, στον καπιταλισμό, θα ήταν γελοίο να την τονίζουμε, και μόνο ίσως ορισμένοι αναρχικοί θα μπορούσαν να την προβάλλουν στην πρώτη γραμμή (αν έμειναν ακόμη ανάμεσα στους αναρχικούς άνθρωποι που δε διδάχτηκαν τίποτε ύστερα από την «πλεχανοφική» μεταμόρφωση των Κροπότκιν, Γκραβ, Κορνέλισεν και άλλων «αστέρων» του αναρχισμού σε σοσιαλσοβινιστές ή σε αναρχικούς των χαρακωμάτων, όπως εκφράστηκε ο Γκε, ένας από τους λίγους αναρχικούς που διατήρησαν την τιμή και τη συνείδησή τους).
Ωστόσο, η επιστημονική διαφορά ανάμεσα στο σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό είναι καθαρή. Αυτό που συνήθως λένε σοσιαλισμό, ο Μαρξ το ονόμαζε «πρώτη» ή κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Εφόσον τα μέσα παραγωγής γίνονται κοινή ιδιοκτησία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι εδώ η λέξη «κομμουνισμός», φτάνει να μην ξεχνάμε πως δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο κομμουνισμό. Η μεγάλη σημασία των διασαφήσεων του Μαρξ συνίσταται στο ότι ο Μαρξ εφαρμόζει κι εδώ με συνέπεια την υλιστική διαλεκτική, τη διδασκαλία της εξέλιξης, θεωρώντας τον κομμουνισμό σαν κάτι που αναπτύσσεται από τον καπιταλισμό. Αντί για σχολαστικά επινοημένους, «σκαρωμένους» ορισμούς και άκαρπες συζητήσεις γύρω από λέξεις (τι είναι σοσιαλισμός και τι κομμουνισμός), ο Μαρξ κάνει ανάλυση σ' εκείνο που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε βαθμίδες της οικονομικής ωριμότητας του κομμουνισμού.
Ο κομμουνισμός στην πρώτη του φάση, στην πρώτη του βαθμίδα δεν μπορεί ακόμη να είναι οικονομικά εντελώς ώριμος, εντελώς απαλλαγμένος από τις παραδόσεις ή τα ίχνη του καπιταλισμού. Ετσι εξηγείται ένα τόσο ενδιαφέρον φαινόμενο, όπως είναι η διατήρηση του «στενού ορίζοντα του αστικού δικαίου» στην πρώτη φάση του κομμουνισμού. Βέβαια, το αστικό δίκαιο στο ζήτημα της κατανομής των προϊόντων κατανάλωσης προϋποθέτει αναπόφευκτα και την ύπαρξη του αστικού κράτους, γιατί το δίκαιο δεν είναι τίποτε δίχως το μηχανισμό, που να είναι σε θέση να εξαναγκάζει να τηρούνται οι κανόνες δικαίου.
Συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι στον κομμουνισμό για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα μένει όχι μόνο το αστικό δίκαιο, αλλά ακόμη και το αστικό κράτος - δίχως αστική τάξη!
Αυτό μπορεί να φανεί παραδοξολογία, είτε απλώς διαλεκτικό παιχνίδι της σκέψης, για το οποίο συχνά κατηγορούν το μαρξισμό άνθρωποι που δεν κοπιάσανε καθόλου να μελετήσουν το εξαιρετικά βαθύ περιεχόμενό του.
Στην πραγματικότητα όμως η ζωή μας δείχνει σε κάθε βήμα, τόσο στη φύση, όσο και στην κοινωνία, τα υπολείμματα του παλιού μέσα στο καινούριο. Και δεν έμπασε αυθαίρετα ο Μαρξ ένα κομματάκι «αστικού» δικαίου μέσα στον κομμουνισμό, αλλά πήρε αυτό που οικονομικά και πολιτικά είναι αναπότρεπτο σε μια κοινωνία, που βγαίνει από τα σπλάχνα του καπιταλισμού.
Η δημοκρατία έχει τεράστια σημασία στον αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στους καπιταλιστές για την απελευθέρωσή της. Η δημοκρατία όμως δεν είναι καθόλου το όριο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, αλλά ένας μόνο σταθμός στο δρόμο από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό και από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό.
Δημοκρατία σημαίνει ισότητα. Είναι ευνόητο πόσο μεγάλη σημασία έχει η πάλη του προλεταριάτου για την ισότητα και το σύνθημα της ισότητας, όταν το καταλαβαίνουμε σωστά με την έννοια της εξάλειψης των τάξεων. Δημοκρατία όμως σημαίνει μόνο τυπική ισότητα. Και αμέσως μετά την πραγματοποίηση της ισότητας όλων των μελών της κοινωνίας στο ζήτημα της κατοχής των μέσων παραγωγής, δηλαδή της ισότητας στην εργασία, της ισότητας στο μισθό εργασίας, μπροστά στην ανθρωπότητα θα μπει αναπότρεπτα το ζήτημα να προχωρήσει παραπέρα, από την τυπική ισότητα στην πραγματική, δηλαδή στην εφαρμογή του κανόνα: «Ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Από ποια στάδια θα περάσει, ποια πρακτικά μέτρα θα πάρει η ανθρωπότητα για να φτάσει σ' αυτό τον ανώτερο σκοπό, είναι ζήτημα που δεν το ξέρουμε και ούτε μπορούμε να το ξέρουμε. Εχει όμως σημασία να ξεκαθαρίσουμε για τον εαυτό μας πόσο απροσμέτρητα κίβδηλη είναι η συνηθισμένη αστική αντίληψη ότι τάχα ο σοσιαλισμός είναι κάτι το νεκρό, το αποστεωμένο και μια για πάντα δοσμένο, ενώ στην πραγματικότητα μόνο από το σοσιαλισμό θα αρχίσει η γοργή, η αληθινή, η πραγματικά μαζική κίνηση προς τα μπρος σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και ατομικής ζωής, με τη συμμετοχή της πλειοψηφίας του πληθυσμού και μετά με τη συμμετοχή όλου του πληθυσμού.
Η δημοκρατία είναι μορφή κράτους, μια από τις παραλλαγές του. Επομένως, αποτελεί, όπως και κάθε κράτος, οργανωμένη, συστηματική άσκηση βίας πάνω στα άτομα. Αυτό, από τη μια μεριά. Από την άλλη, όμως, σημαίνει την τυπική αναγνώριση της ισότητας ανάμεσα στους πολίτες, του ίσου δικαιώματος όλων να καθορίζουν τη συγκρότηση του κράτους και να το διοικούν. Αυτό πάλι, με τη σειρά του, συνδέεται με το ζήτημα ότι σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής της η δημοκρατία, πρώτο, συσπειρώνει το προλεταριάτο, την επαναστατική τάξη, ενάντια στον καπιταλισμό και της δίνει τη δυνατότητα να τσακίσει, να κάνει θρύψαλα, να σαρώσει από το πρόσωπο της Γης την αστική, έστω και δημοκρατική-αστική, κρατική μηχανή, το μόνιμο στρατό, την αστυνομία, την υπαλληλοκρατία, να τα αντικαταστήσει με μια πιο δημοκρατική, που παραμένει όμως ακόμη κρατική μηχανή με τη μορφή των ένοπλων εργατικών μαζών, που εξελίσσεται σε μια καθολική συμμετοχή του λαού στην πολιτοφυλακή.
Εδώ η «ποσότητα περνάει στην ποιότητα»: Ο τέτοιος βαθμός δημοκρατισμού συνδέεται με το ξεπέρασμα των πλαισίων της αστικής κοινωνίας, με την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της. Αν πραγματικά όλοι θα συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους, ο καπιταλισμός δε θα μπορεί πια να κρατηθεί. Και η ανάπτυξη του καπιταλισμού με τη σειρά της δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να μπορούν πραγματικά «όλοι» να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους. Σ' αυτές τις προϋποθέσεις ανήκει η καθολική σχολική εκπαίδευση, που την έχουν ήδη εφαρμόσει πολλές από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, μετά «η εκπαίδευση και πειθάρχηση» εκατομμυρίων εργατών από το μεγάλο, πολυσύνθετο, κοινωνικοποιημένο μηχανισμό των ταχυδρομείων, των σιδηροδρόμων, των μεγάλων εργοστασίων, του μεγάλου εμπορίου, των τραπεζών κτλ. κτλ.
Με τέτοιες οικονομικές προϋποθέσεις είναι πέρα για πέρα κατορθωτό να περάσουμε αμέσως, από τη μια μέρα στην άλλη, αφού ανατρέψουμε τους καπιταλιστές και την υπαλληλοκρατία, στην αντικατάστασή τους - στο έργο του ελέγχου της παραγωγής και της κατανομής, στο έργο της καταγραφής της εργασίας και των προϊόντων - από τους ένοπλους εργάτες, από τον ένοπλο λαό στο σύνολό του. (Δεν πρέπει να συγχέουμε τον έλεγχο και την καταγραφή με το επιστημονικά καταρτισμένο προσωπικό από μηχανικούς, γεωπόνους κτλ.: Αυτοί οι κύριοι εργάζονται σήμερα υποταγμένοι στους καπιταλιστές, αύριο θα εργάζονται ακόμη καλύτερα υποταγμένοι στους ένοπλους εργάτες).
Καταγραφή και έλεγχος - να ποιο είναι το κύριο που χρειάζεται για τη «ρύθμιση», για τη σωστή λειτουργία της πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Ολοι οι πολίτες μετατρέπονται εδώ σε μισθωτούς υπαλλήλους του κράτους, που το αποτελούν οι ένοπλοι εργάτες. Ολοι οι πολίτες γίνονται υπάλληλοι και εργάτες ενός παλλαϊκού κρατικού «συνδικάτου». Ολο το ζήτημα είναι να εργάζονται εξίσου, να τηρούν σωστά το μέτρο στη δουλειά και να έχουν ίσες απολαβές. Ο καπιταλισμός έχει απλοποιήσει σ' εξαιρετικό βαθμό αυτή την καταγραφή και τον έλεγχο, τα έχει αναγάγει σε εντελώς απλές πράξεις εποπτείας και καταχώρησης, προσιτές στον κάθε άνθρωπο που ξέρει ανάγνωση και γραφή, φτάνει να ξέρει τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής και να κόβει τις σχετικές αποδείξεις*.
Οταν η πλειοψηφία του λαού θα αρχίσει να κάνει μόνη της και παντού αυτή την καταγραφή, αυτό τον έλεγχο στους καπιταλιστές (που θα έχουν τώρα μεταβληθεί σε υπαλλήλους) και στους κυρίους διανοουμένους, που εξακολουθούν να διατηρούν τις καπιταλιστικές συνήθειες, ο έλεγχος αυτός θα γίνει τότε πραγματικά καθολικός, γενικός, παλλαϊκός, τότε κανείς δε θα μπορεί να ξεφύγει απ' αυτόν, «δε θα έχει πού να κρυφτεί».
Ολη η κοινωνία θα είναι ένα γραφείο και ένα εργοστάσιο με ίση εργασία και ίση πληρωμή.
Αυτή όμως η «εργοστασιακή» πειθαρχία, που το προλεταριάτο, το οποίο νίκησε τους καπιταλιστές και γκρέμισε τους εκμεταλλευτές, θα την επεκτείνει σε ολόκληρη την κοινωνία, σε καμιά περίπτωση δεν είναι ούτε το ιδανικό μας, ούτε ο τελικός μας σκοπός, παρά μόνο μια βαθμίδα, αναγκαία για το ριζικό ξεκαθάρισμα της κοινωνίας από τις προστυχιές και τις ατιμίες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και για την παραπέρα κίνηση προς τα μπρος.
Από τη στιγμή που όλα τα μέλη της κοινωνίας, ή έστω και η τεράστια πλειοψηφία τους, έμαθαν μόνα τους να διοικούν το κράτος, πήραν στα ίδια τους τα χέρια αυτή την υπόθεση, «στρώσανε» τον έλεγχο πάνω στην ασήμαντη μειοψηφία καπιταλιστών, στους κυρίους που θέλουν να διατηρήσουν καπιταλιστικές συνήθειες και στους εργάτες που έχουν διαφθαρεί βαθιά από τον καπιταλισμό - από τη στιγμή αυτή αρχίζει να εξαφανίζεται η ανάγκη κάθε διοίκησης γενικά. Οσο πληρέστερη είναι η δημοκρατία, τόσο πιο κοντά είναι η στιγμή που γίνεται περιττή. Οσο πιο δημοκρατικό είναι το «κράτος» που αποτελείται από ένοπλους εργάτες και που είναι «πια όχι κράτος στην καθαυτό έννοιά του», τόσο πιο γρήγορα θ' αρχίσει να απονεκρώνεται κάθε κράτος.
Γιατί, όταν όλοι μάθουν να διοικούν και πραγματικά θα διοικούν μόνοι τους την κοινωνική παραγωγή, μόνοι τους θα καταγράφουν και θα ελέγχουν τους χαραμοφάηδες, τα αρχοντόπουλα, τους απατεώνες και τους παρόμοιους «θεματοφύλακες των παραδόσεων του καπιταλισμού» - τότε αναπόφευκτα θα γίνει τόσο απίστευτα δύσκολο να ξεφύγει κανείς απ' αυτή την παλλαϊκή καταγραφή και τον παλλαϊκό έλεγχο, θα γίνει τόσο πολύ σπάνια εξαίρεση και θα συνοδεύεται ασφαλώς από μια τόσο γρήγορη και αυστηρή τιμωρία (γιατί οι ένοπλοι εργάτες είναι άνθρωποι πρακτικοί και όχι συναισθηματικοί διανοούμενοι, και είναι ζήτημα αν θα αφήσουν κανένα να αστειεύεται μαζί τους) και η ανάγκη να τηρούνται οι απλοί, βασικοί κανόνες κάθε ανθρώπινης συμβίωσης θα γίνει πολύ γρήγορα συνήθεια.
Και τότε θ' ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες για το πέρασμα από την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ανώτερη φάση της και μαζί της και στην ολοκληρωτική απονέκρωση του κράτους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
*Οταν το κράτος στο κυριότερο μέρος των λειτουργιών του περιοριστεί σε μια τέτοια καταγραφή και σ' έναν τέτοιο έλεγχο από τους ίδιους τους εργάτες, τότε παύει να είναι «πολιτικό κράτος» και «οι δημόσιες λειτουργίες μετατρέπονται από πολιτικές σε απλές διαχειριστικές λειτουργίες» (σύγκρινε πιο πάνω, κεφ. IV, παρ. 2, για την πολεμική του Ενγκελς ενάντια στους αναρχικούς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου