Τα κεριά μπορούν να ανάψουν μόνα του
δική του εκδοχή υποστηρίζει τα κάτωθι: «Μέσα στο κουβούκλιο, που δεν ξέρουμε τι είναι, γιατί δεν υπάρχουν περιγραφές, είναι σίγουρο ότι υπάρχει η ακοίμητος καντήλα που είναι αναμμένη. Αυτή είναι αναμμένη και μεταφέρεται μέσα στο κουβούκλιο επισήμως και μπροστά σε όλους μισή ώρα πριν μπει ο πατριάρχης. Υπάρχουν δεκάδες θεολόγοι και άνθρωποι μέσα στο Ναό της Ιερουσαλήμ, που ομολογούν ότι η καντήλα είναι αναμμένη. Το φως δεν πετάγεται από πουθενά. Το ανάβει από εκεί ο πατριάρχης. Πολλές φορές, μάλιστα, τα κεριά έξω ανάβουν πριν βγει ο πατριάρχης. Συνήθως ο πατριάρχης ακούει τις κραυγές έξω και μετά βγαίνει κι ο ίδιος με τις λαμπάδες αναμμένες. Συνεπώς, μέσα στο ιερό υπάρχει η ακοίμητος καντήλα, που είναι αναμμένη, έξω αυτοαναφλέγονται κεριά και τίποτε περισσότερο. Αυτό που συμβαίνει έξω πιστεύω ότι γίνεται με τον φωσφόρο».
«Είναι ένα υλικό που μπορείς να δώσεις όση καθυστέρηση χρόνου θέλεις. Αυτή είναι η δική μου ερμηνεία. Ανάλογα με το πόσο ελαιώδης είναι ο διαλύτης τόσο πιο αργά εξατμίζεται ο διαλύτης αυτός για να εμφανιστεί ο φωσφόρος γυμνός στο οξυγόνο. Τη στιγμή που ο φωσφόρος εμφανιστεί στο οξυγόνο θα αυτοαναφλεγεί και το τελευταίο ψήγμα του. Φαίνεται ένα απλό κερί, αλλά δεν είναι. Απλώς εμβαπτίζεις μέσα στον διαλυμένο φωσφόρο το φιτίλι και ξέρεις ότι αυτό το φιτίλι θα αναφλεγεί σε μία, σε δύο, σε τρεις ώρες ή σε είκοσι λεπτά, αναλόγως με τι διαλύτη έχεις χρησιμοποιήσει. Μάλιστα, αν κάνεις μία δοκιμή όλο το υλικό που έχεις παρασκευάσει θα έχει την ίδια χρονοκαθυστέρηση», εξηγεί.
Ο κ. Καλόπουλος, ακόμη, υποστηρίζει πως «το Οικουμενικό Πατριαρχείο μετά από τη μάχη που δόθηκε για το αν είναι θαύμα ή όχι, έλαβε θέση και είπε ότι δεν πρόκειται για θαύμα, αλλά για θρύλο κι ότι ο πατριάρχης ανάβει το κερί του από την ακοίμητο καντήλα. Οι αρχές της Εκκλησίας χρησιμοποιούν διγλωσσία. Βεβαίως, τους ενδιαφέρει να υπάρχει η φήμη του θαύματος, διότι αυτό εξυπηρετεί τα πνευματικά και υλικά συμφέροντά τους. Ολο αυτό κατασκευάστηκε απλούστατα για εισπρακτικούς λόγους». Όλο το άρθρο
Καταγγελία του Αδαμάντιου Κοραή
«Μην πιστεύετε όσα λέγουν περί του αγίου φωτός. Το Άγιον φως είναι πλάσμα ασεβές και αναίσχυντον… πλάσμα Λατίνων μοναχών και φραγκοπατερικών γέννημα… Μηχανουργήματα λαοπλάνων ιερέων το εξ ουρανού ψευδοκαταίβατα φώτα… όνειδος και αίσχος, στρατηγούμενον από θρασυτάτους θαυματοπλάστας… Μοναχοί, θρασύτατοι γόητες, επενόησαν το θαύμα τού αγίου φωτός, δια να ενισχύσουν τον ηλίθιον ζήλον των προσκυνητών». Αποκαλούσε μάλιστα τούς προσκυνητές «στρατεύματα μεθυσμένων προσκυνητών, που δεν αισχύνονται να ονομάζωνται χατζήδες…και αξιοθρήνητοι οι κατ’ έτος τρέχοντες μωροί και πλανημένοι προσκυνηταί τού θαύματος»
«Ξεκίνησε τον ένατο αιώνα… στα χέρια Δυτικών μοναχών… πέρασε στα χέρια των Ανατολικών την δωδεκάτην εκατονταετηρίδα… και έπραξαν βέβαια (πάλιν το λέγω) κακά υιοθετώντας το θαύμα των Δυτικών… διότι έπραξαν ό,τι θα έπραττε και κάθε άλλος κοσμικός, όστις κληρονομών πλούσιον εργαστήριον, δεν το κλείει αλλά απεναντίας φροντίζει και τις πραμάτειες ν’ αυξήσει και τους αγοραστές να πολλαπλασιάσει». [ΑΤΑΚΤΑ, Περί του εν Ιεροσολύμοις αγίου φωτός.]” η αληθής θρησκεία όχι μόνο δεν διασφαλίζεται με την απάτην αλλά και τρέχει μέγαν κίνδυνον να καταφρονηθεί παντάπασι και να συναριθμηθεί με τας ψευδείς θρησκείας όπότε μεταχειρίζεται αυτά εκείνα μέσα- (δηλαδή όταν χρησιμοποιεί απάτες)…”
«Απ’ τα πολλά ταύτα της αισχροκέρδειας θαύματα, εχρημάτισε και η κατ’ έτος φανέρωση του λεγομένου αγίου φωτός, εις τον τάφον του Χριστού…
Έπρεπε όμως (οι Έλληνες) να αναρωτηθούν, από πότε ήρχισαν να ονομάζουν και να πιστεύουν (σ’ αυτό) το Άγιον φως; (Απαντά ο ίδιος) Από τότε που η παιδεία αφήκε ολόκληρο τον λαόν και ακρωτηριασμένη περιορίσθη στις κεφαλές ολίγων σχολαστικών.
Αυτή (η θρησκειοκεντρική παιδεία) έφερε μεν το άγιον φως, αλλά και τους Μουσουλμάνους, των οποίων η λοιμική πνοή και αν έμειν’ αμυδρόν τι λείψανον παιδείας, το απόσβεσεν ολότελα».
Αδαμάντιος Κοραής , «ΑΤΑΚΤΑ: Περί του εν Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός»
« Στέκομαι στην είσοδο του Άγιου Τάφου με ολανοιγμένα αχόρταγα μάτια: Μεγάλο Σάββατο. Ο ναός της Ανάστασης σα μια τεράστια κυψέλη βουίζει , οι πλάκες κάτω είναι γιομάτες αραβόφωνους χριστιανούς, με τα φέσια, με τις βρωμερές πολύχρωμες τζελεμπίες, με τα φλεγόμενα τσιμπλισμένα μάτια. Κάτω από τις αψίδες του ναού, ξαπλωμένοι σε ψάθες, σε κουρέλια ή σε χαλιά, άντρες και γυναίκες που έχουν κοιμηθεί εδώ τη νύχτα προσμένοντας τη στιγμή τούτη τη φοβερή που θα σφεντονιστεί το άγιο φως από το κουβούκλι του Παναγίου Τάφου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓκρίζα λαγήνια με νερό, με πορτοκαλιά ράπικα ξόμπλια , γκαζόζες, σερμπέτια, λεμόνια, κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι μέσα στο κατασκηνωμένο στην εκκλησία ανθρωπομάζωμα. Τα μπρίκια του καφέ βράζουν σε καμινέτα, κάτω από τα μεγάλα κονίσματα, οι μάνες ανοίγουν τα στήθια τουςμπροστά στον κόσμο και βυζαίνουν τα μωρά τους (…) Γέλια, κλάματα, στριγγλιές. Άλλοι ψέλνουν, άλλοι κάτω από τις λοήσιμες πατανίες παίζουν στις σκοτεινές γωνιές του ναού με τις γυναίκες τους. Κι ακούς ξάφνου, ως περνάς μέσα στο βαριόχνοτο σκοτάδι, γέλια από κοπέλες που γαργαλίζονται …».
«…Ο ναός άδειασε. Σαν όνειρο ξωτικό, απίθανο μου φάνταξε όλη τούτη η φοβερή βουή, το μανιασμένο πλήθος και τα λοήσιμα κουρέλια. Μα σκύβοντας χάμω, έτσι που γύριζα ολομόναχος μέσα στην εκκλησία, ένιωσα πως όλο τούτο το ανατολίτικο όραμα ήταν αλήθεια, γιατί κάτω στις πλάκες είδα τα απομεινάρια της φοβερής οπτασίας: πασατέμπος, πορτοκαλόφλουδες, λιοκούκουτσα και σπασμένες μποτίλιες γκαζόζα»…
(«Ταξιδεύοντας: Ιταλία- Αίγυπτος- Σινά- Ιερουσαλήμ- Κύπρος- Ο Μοριάς», σελ 152- 156).
Αννα Φραγκ