Επιλογή γλώσσας

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

«Τα μάτια μας γεμίσανε αύριο»

Μια μικρή αναφορά στον Μακρονησιώτη Γιάννη Ρίτσο

 «...Μόνες περγαμηνές μας τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.
Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γράφτηκαν
κάτω απ' τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες - πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι -...».
(«Ηρακλής και εμείς», Γιάννης Ρίτσος, 1968)


Ο ποιητής το Μάη του 1949 μεταφέρεται από τη Λήμνο στη Μακρόνησο. Εκεί, όπου και η ίδια η ποίηση μαθαίνει ξανά τα πρώτα της γράμματα («Απ' την αρχή μαθαίνουμε το αλφάβητο»), γράφει τα «Μακρονησιώτικα» («Πέτρινος Χρόνος»), μέρος από τις «Γειτονιές του Κόσμου» και χρόνια αργότερα, μεταφέροντας τα προσωπικά του βιώματα από τη Μακρόνησο, τον «Αποχαιρετισμό - Οι τελευταίες ώρες του Γρηγόρη Αυξεντίου μες στη φλεγόμενη σπηλιά».

«Ηρθα μόνο να σας πω ότι δεν θα υπογράψω»



Πριν κάνουμε μια μικρή αναδρομή στα παραπάνω έργα του, αξίζει να αναφερθούμε στο πρώτο 24ωρο του ποιητή στη Μακρόνησο, όπως καταγράφεται στο βιβλίο «Γιάννης Ρίτσος - Αυτοβιογραφία» του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη. Η συγκεκριμένη μαρτυρία ανήκει στον Μάνθο Κέτση, όπως την κατέγραψε η Τ. Γκρίτση - Μιλλιέξ, μια βδομάδα μετά την επιστροφή του από τη Μακρόνησο.

Οταν έφτασε στη Μακρόνησο ο Ρίτσος, του δόθηκαν 24 ώρες άδεια για να αποφασίσει αν θα υπέγραφε δήλωση. Την πρώτη νύχτα την πέρασε μόνος του σε μια σκηνή, ακούγοντας τα ουρλιαχτά των συντρόφων ενώ τους βασάνιζαν. Το πρωί τον κάλεσαν στο διοικητήριο ζητώντας του ένα βιογραφικό σημείωμα. Το συμπλήρωσε αφήνοντας κενές τις δύο τελευταίες ερωτήσεις. «Είσαι Ελληνας; Τι σκέφτεσαι για τους αντάρτες;». Ανανέωσαν την πρόσκληση για το απόγευμα...

«Το απόγευμα μας μαζέψαν όλους στην προκυμαία. Επρεπε να ακούσουμε τους λόγους των ανανηψάντων. Επρεπε να χειροκροτήσουμε και να ουρλιάξουμε μπράβο... Για μια στιγμή σταμάτησαν οι ανάσες. Ολα τα μάτια καρφώθηκαν μαζί στην ανηφόρα της Διοίκησης. Μέσα σε πρωτοφανή σιωπή στον ολοέρημο δρόμο ανέβαινε ο ποιητής...

Μέσα τον περιμένανε. Τον περίμενε όλη η διοίκηση. Καθισμένη γύρω στο μεγάλο τραπέζι και μια θέση μόνο κενή, η θέση του ποιητή... Το ένα χέρι στο τηλέφωνο. Μόλις εκείνος θα άφηνε την πένα, θα ανοίγανε οι τηλεφωνικές γραμμές, θα το έγραφαν αμέσως οι εφημερίδες, θα το λέγαν στα ραδιόφωνα. 
Ο Ρίτσος υπέγραψε...».

Ο Ρίτσος περιέγραψε εκείνο το βράδυ στους συγκρατούμενούς του τι είχε συμβεί.
«Λίγα βήματα έξω από την πόρτα τους σταμάτησα να ξεκουραστώ. Ηθελα να πάω αντρίκια, να παρουσιαστώ με το κεφάλι μου ψηλά... Σηκώθηκα κι έκανα τα τρία βήματα που απομένανε...
-- Δεν θα σας απασχολήσω πολύ κύριοι - είπα -.
-- Καθίστε.
-- Οχι, σας ευχαριστώ. Ηρθα μόνο να σας πω ότι δεν θα υπογράψω.
-- Πώς; Μα το πρωί...
-- Εχετε δίκιο. Ομως πριν μπω εδώ, σταμάτησα και κουβέντιασα με τη συνείδησή μου.
-- Εκανες σε κανένα κακό; την ρώτησα. Μου είπε όχι. Αγαπάς όλο τον κόσμο; μου απάντησε ναι. Αγαπάς πολύ την Ελλάδα; Μου είπε: Απέραντα. Βλέπετε κύριοι αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τα ζουν. Δεν τα υπογράφουν. Και έφυγα...».

Μακρονησιώτικα



«Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στη Μακρόνησο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949, στο Δ' Τάγμα Πολιτικών Εξορίστων, πριν ακόμα μεταφερθούμε στο Β' Τάγμα, πριν ακόμα ζήσουμε όλη τη φρίκη της Μακρονήσου. Τα χειρόγραφα αυτά έμειναν θαμμένα στο χώμα μέσα σε σφραγισμένα μπουκάλια. Ξεθάφτηκαν τον Ιούλη του 1950». Λόγια του ποιητή, που εισάγουν τον αναγνώστη στην ποιητική συλλογή «Μακρονησιώτικα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».


Εκδόθηκαν από το εκδοτικό του ΚΚΕ, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», τον Ιούλη του 1957 στο Βουκουρέστι, στην πολιτική προσφυγιά. Ο τίτλος που είχε δώσει ο ποιητής στη συλλογή ήταν «Πέτρινος Χρόνος», όμως κατά την αποστολή των δακτυλογραφημένων χειρογράφων παράπεσε το εξώφυλλο κι έτσι πρωτοκυκλοφόρησαν με τον αυτοσχέδιο τίτλο «Μακρονησιώτικα». Ο «Πέτρινος Χρόνος» εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1974, σε αναθεωρημένη από τον ποιητή έκδοση, από τις εκδόσεις «Κέδρος». Η συλλογή περιλήφθηκε τον Οκτώβρη του 1975 στα «Επικαιρικά» (Ε' τόμο των Ποιημάτων).
 
Απ' το πολύ που κοιτάξαμε τη θάλασσα
τους ανθρώπους
και την καρδιά μας,
τα μάτια μας γέμισαν αύριο...
Γι' αυτό μπορούσαμε και κοιμόμαστε
μ' όλο που ο φόβος κουλουριαζόταν
μες στις αρβύλες μας...
Γι' αυτό κοιμόμαστε ήσυχοι-
ένα παράθυρο άνοιγε
πίσω απ' τη λύπη
πίσω απ' το φόβο
ένα κλωνάρι μπρος απ' το παράθυρο
το ψωμί
κι ο όρκος μας.
Ακούμε που μεγαλώνουν τα γένια μας
και τα νύχια μας
κι η ελπίδα.
Δεν μπορεί, θα βγει ο ήλιος...

Οι Γειτονιές του Κόσμου

Η ποιητική συλλογή γράφτηκε από το 1949 έως το 1951. Ο Ρίτσος, από τις «γειτονιές» της Μακρονήσου και του Αη Στράτη, υψώνει τη στεντόρεια φωνή του, υψώνει τη σφιγμένη του γροθιά για το «όνειρο όλων των πεινασμένων και των αδικημένων».

- Τραγούδα, σύντροφε, τραγούδα.
- Δεν μπορώ, σύντροφε, δεν μπορώ.
Εχω πεθάνει μ' όλους τους σκοτωμένους
έχω βασανιστεί μ' όλους τους μάρτυρες
έχω τρελαθεί μ' όλους τους τρελούς μας
έχω πνιγεί μαζί με τον Τατάκη.
Μου 'χουν σπάσει τα κόκκαλα μαζί με του Γέμελου.
- Γράφε σύντροφε το τραγούδι μας.
- Δε μ' άφησαν τίποτα, σύντροφε
δεν έχω χαρτί, δεν έχω μολύβι...
- Κοίτα τον ουρανό και γράφε,
γράφε στ' αστέρια το τραγούδι μας, σύντροφε.
- Δεν έχω μάτια, σύντροφε να δω τον ουρανό -
με τύφλωσαν και μένανε μαζί με τους συντρόφους μας.
- Μελέτα το τραγούδι μας μες στην καρδιά σου, σύντροφε.
Καρδιά μάς μένει μπόλικη.
Μελέτα το τραγούδι σου κρυφά στο συρματόπλεγμα,
μια μέρα θα το γράψεις το τραγούδι μας
μια μέρα θα το τραγουδήσει ο κόσμος το τραγούδι μας...

Αποχαιρετισμός

Στο ποίημα «Αποχαιρετισμός» (1957), εμπνευσμένο από τον ηρωικό θάνατο του Κύπριου αγωνιστή Γρηγόρη Αυξεντίου, ο Ρίτσος μεταφέρει τα μακρονησιώτικα βιώματά του και ουσιαστικά όλο το έργο αποτελεί ποιητική επεξεργασία των εσωτερικών του διεργασιών σε δραματικές στιγμές, όπως περιγράψαμε παραπάνω το πρώτο 24ωρο του ποιητή στη Μακρόνησο.
Για τον Ρίτσο, άλλωστε, η μεγαλοσύνη του ανθρώπου μετριέται στις οριακές καταστάσεις που καλείται να διαλέξει.

Ισως να μπορούσα να γλυτώσω. Ισως μπορούσα
ν' αντέξω την καταφρόνια ή τη συγγνώμη ή και τη λησμονιά των άλλων.
Ομως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί;
Κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας;
Παρά τον φόβο του θανάτου, ο αγωνιστής δεν μπορεί να παραδοθεί:
Ολα είναι τόσο δύσκολα,
κι ίσως για τούτο ν' αξίζουν.
Ομως δε θα μπορούσα να περπατήσω με κομμένα τα γόνατα της ψυχής μου.
Με του κορμιού μου, τα πόδια και τα χέρια κομμένα, θα μπορούσα. Συγχωράτε με.
Γεια σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου