Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση της Ν. Πελόζι ισοδυναμεί με περαιτέρω σκόπιμη διάβρωση του δόγματος της «μίας Κίνας», που τυπικά ακολουθεί η Ουάσιγκτον. Πριν από έναν χρόνο οι «New York Times» εκτιμούσαν ότι «η πολιτική του Μπάιντεν για την Ταϊβάν είναι, πραγματικά, βαθιά απερίσκεπτη».
Ο Τζο Μπάιντεν έγινε ο πρώτος Αμερικανός Πρόεδρος από το 1978 που φιλοξένησε τον απεσταλμένο της Ταϊβάν στην ορκωμοσία του.
Τον Απρίλη, η κυβέρνησή του ανακοίνωσε ότι χαλαρώνει τους περιορισμούς δεκαετιών στις επίσημες επαφές των ΗΠΑ με την κυβέρνηση της Ταϊβάν.
«Αυτές οι πολιτικές αυξάνουν τις πιθανότητες για έναν καταστροφικό πόλεμο. Οσο περισσότερο οι ΗΠΑ και η Ταϊβάν κλείνουν επισήμως την πόρτα για την επανένωση, τόσο πιο πιθανό είναι το Πεκίνο να επιδιώξει την επανένωση με τη βία», προειδοποιούσαν οι «New York Times».
Τη σταδιακή αλλαγή της στάσης της Ουάσιγκτον επισήμανε ο υφυπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Σίε Φενγκ, όταν κάλεσε τον πρεσβευτή των ΗΠΑ, Ν. Μπερνς, να διαμαρτυρηθεί:
Στον ιστότοπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ η Ταϊβάν δεν αναφέρεται ως «τμήμα της Κίνας», έχει ενταχθεί στη λεγόμενη «στρατηγική Ινδο-Ειρηνικού». Εχουν αναβαθμιστεί οι δεσμοί της Ουάσιγκτον με την Ταϊπέι, αυξήθηκαν οι πωλήσεις αμερικανικών όπλων και η υποστήριξη σε αυτονομιστικές δραστηριότητες για την «ανεξαρτησία της Ταϊβάν».
Η πολιτική της «μίας Κίνας» αναγνωρίζεται από τις περισσότερες χώρες στον κόσμο, ενώ και οι ΗΠΑ τυπικά αναγνωρίζουν ότι έχουν επίσημες διπλωματικές σχέσεις μόνο με το Πεκίνο. Παρ' όλα αυτά διατηρούν «ισχυρές άτυπες» σχέσεις με την Ταϊβάν, κάτι που εντείνεται όσο οξύνεται ο ανταγωνισμός στην περιοχή, που αποτελεί βασική προτεραιότητα στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Η Ταϊβάν (όπως αυτοαποκαλείται Δημοκρατία της Κίνας), με 23,3 εκατομμύρια κατοίκους, θεωρείται για την Κίνα η 23η επαρχία της, με δική της αυτοδιοίκηση, όπως και το Χονγκ Κονγκ ή το Μακάο - που θεωρούνται ειδικές διοικητικές περιφέρειες που πέρασαν στην Κίνα από τη Βρετανία το 1997 και το 1999, αντίστοιχα - στο πλαίσιο του δόγματος «μία Κίνα, δύο συστήματα, μία χώρα». Αυτές οι περιοχές είχαν από την πρώτη στιγμή τη στήριξη του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, κάτι που συνεχίζεται και σήμερα.
Η αντιπαράθεση Κίνας - Ταϊβάν ξεκινάει από το 1949 (και νωρίτερα από τον εμφύλιο πόλεμο), όταν μετά την επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης με ηγέτη τον Μάο ιδρύθηκε η ΛΔ της Κίνας. Το ηττημένο Εθνικιστικό Κόμμα (Κουομιτάνγκ), με ηγέτη τον εθνικιστή Τσιαν Κάι Σεκ και 2 εκατομμύρια στρατιωτικούς κυρίως, αποσύρθηκε στην Ταϊβάν, την οποία όρισε ως έδρα της κυβέρνησης της «Δημοκρατίας της Κίνας», έχοντας από την αρχή τη στήριξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Και οι δύο πλευρές υποστήριζαν ότι εκπροσωπούν ολόκληρη την Κίνα, και μάλιστα η Ταϊβάν είχε ως το 1987 στρατιωτικό καθεστώς.
Εκτοτε οι σχέσεις κινούνται μεταξύ όξυνσης και προσπαθειών προσέγγισης, με την Ταϊβάν να έχει δική της κυβέρνηση, εισπράττει τους φόρους της και αναπτύσσει στρατό στα σύνορά της, αλλά δεν έχει προχωρήσει επισήμως σε ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της.
Να σημειωθεί ότι ΗΠΑ και Κίνα απέκτησαν επίσημες διπλωματικές σχέσεις το 1979, διέκοψαν τις επίσημες σχέσεις τους με την Ταϊβάν και έκλεισαν την πρεσβεία τους στην Ταϊπέι. Αλλά τον ίδιο χρόνο επίσης ψήφισαν την Πράξη Σχέσεων με την Ταϊβάν, η οποία εγγυάται στήριξη στο νησί. Οι ΗΠΑ παραμένουν ως σήμερα ο σημαντικότερος σύμμαχος ασφαλείας του νησιού.
Οι ΗΠΑ διατηρούν ανεπίσημη παρουσία στην Ταϊπέι μέσω του Αμερικανικού Ινστιτούτου, ενός ιδιωτικού οργανισμού με διπλωματικές δραστηριότητες. Στις ΗΠΑ, το «Γραφείο Οικονομικής και Πολιτιστικής Εκπροσώπησης της Ταϊπέι» εκτελεί επίσης χρέη πρεσβείας.
Οι ΗΠΑ και όλο και περισσότερες χώρες διεξάγουν εκστρατεία για την εισδοχή της Ταϊβάν σε ορισμένους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου