Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο 2015 είχε ως βασικό πρωταγωνιστή, μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα, τον «διαπραγματευτή» Υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη. Ο Βαρουφάκης έχει επιλεγεί στη θέση αυτή από την ηγετική ομάδα Τσίπρα-Δραγασάκη-Φλαμπουράρη ήδη από το 2013, διότι μπορούσε να εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο τη διολίσθηση της στρατηγικής του κόμματος από την «αναδιανομή» και την αμφισβήτηση του συστήματος στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» του ελληνικού καπιταλισμού. Πέρα από τα προσωπικά του επικοινωνιακά χαρίσματα, δεν ήταν τυπικά μέλος του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ και μπορούσε να εκφράσει τη μετάλλαξη της πολιτικής, κρύβοντάς την ταυτόχρονα. Είχε την άνεση να δηλώσει λίγες μέρες μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ότι «συμφωνούμε» με το 70% «των μεταρρυθμίσεων ή δεσμεύσεων» του Μνημονίου, κάτι, που στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δεν θα τολμούσε να δηλώσει ούτε ο Γιάννης Δραγασάκης.
Επιπλέον, σε μια ιστορική συγκυρία που η συμπίεση του εργασιακού κόστους (μείωση μισθού και «κοινωνικού μισθού») ήταν ζωτικής σημασίας πολιτική για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, ο Βαρουφάκης προετοίμαζε τον επικείμενο συμβιβασμό διακηρύσσοντας το τέλος της πάλης των τάξεων, την κοινότητα συμφερόντων κεφαλαίου-εργασίας: Στις 22/4/2015, προσφωνώντας το 20th Banking Forum, της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, εξηγούσε: «Εν έτει 2015, μετά από πέντε χρόνια καταστροφικής ύφεσης όπου όλοι είναι θύματα, σε τελική ανάλυση, ελάχιστοι είναι οι επιτήδειοι που έχουν κερδίσει απ’ αυτή την κρίση. Η εποχή στην οποία μια κυβέρνηση της αριστεράς ήταν εξ ορισμού αντίθετη με τον χώρο της επιχειρηματικότητας έχει παρέλθει. Αν φτάσουμε σε ένα σημείο όπου θα αναπτυσσόμαστε, τότε μπορεί να ξαναρχίσουμε να μιλάμε για συγκρουόμενα συμφέροντα εργασίας και κεφαλαίου. Σήμερα είμαστε μαζί».
Αλλά και το Υπουργείο Οικονομικών, επί των ημερών του, εκθείαζε τις «επιτυχίες» των προηγούμενων Μνημονίων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας: Τον Απρίλιο 2015 δημοσιεύθηκε από το Υπουργείο το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων 2015, όπου υποστηρίζεται: «Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα προχώρησε σε πρωτοφανή οικονομική προσαρμογή με στόχο αφενός την βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, αφετέρου την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας […] Οι διαρθρωτικές αλλαγές στοχεύουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους και στην αποτελεσματική λειτουργία των αγορών […] όπως η συγκράτηση του κόστους της συνταξιοδοτικής ασφάλισης και ο εξορθολογισμός του συστήματος υγείας, η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας, η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος […] Η στροφή προς ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα με εξωστρεφή προσανατολισμό, φαίνεται να επιτυγχάνεται το 2013 και το 2014, όπου το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών κατέγραψε πλεονάσματα ύψους 0,6% και 0,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα».
Όλα τα παραπάνω δεν θα έπρεπε να εκπλήσσουν, αφού ο Βαρουφάκης, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση, είχε ήδη υπογράψει τη Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου 2015, «η οποία θεμελιώνεται σε ένα σύνολο δεσμεύσεων», που περιελάμβαναν (α) αξιολογήσεις από την τρόικα (που στο κείμενο εμφανίζεται ως «οι θεσμοί»), (β) συνέχιση της χρηματοδότησης με βάση το πλάνο των δόσεων του υφιστάμενου ήδη Προγράμματος (Μνημονίου), εφόσον υπάρξει θετική αξιολόγηση από τους «θεσμούς».
Ο τελικός συμβιβασμός με τις επιλογές του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου ήταν, λοιπόν, ήδη από τότε, λίγες μόλις βδομάδες μετά την εκλογική νίκη του Ιανουαρίου 2015, προδιαγεγραμμένος και ο Βαρουφάκης ήταν ο κατάλληλος σόουμαν, για να συντηρείται το αφήγημα περί «σκληρής διαπραγμάτευσης» που συνεχιζόταν.
Κείμενο του Ιούνη του 2019, από τον Γιάννη Μηλιό, καθηγητή πολιτικής οικονομίας, στο ΕΜΠ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι τον Μάρτη του '15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου