Επιλογή γλώσσας

Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Ντίνος Ηλιόπουλος

Ο γλυκύτερος, ο τρυφερότερος, ο πιο καλοκάγαθος «δράκος» από γεννήσεως κινηματογράφου και μέχρι σήμερα, ο πλέον χαριτωμένος και αισθαντικός, κωμικός και μελαγχολικός μαζί, κλόουν του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, ο μοναδικός στο είδος του κωμικός, ο αξιαγάπητος στους ομοτέχνους του και στο πανελλήνιο κοινό, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, έφυγε από τη ζωή στις 4 Ιουνίου 2001, σε ηλικία 87 χρόνων.

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος «έφυγε», αλλά θα μένει αθάνατος στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου του 20ού αιώνα και αγαπημένος και των πολλών νέων γενεών, χάρη στους πολυάριθμους κινηματογραφικούς ρόλους του. Θα παραμένει πάντα «ένας δικός μας άνθρωπος», καθημερινός, γνήσια λαϊκός, μοναδικά ευφρόσυνος.

Ο λαοφιλής ηθοποιός, από τους τελευταίους εναπομείναντες μεγάλους, μιας θεατρικής γενιάς που γέννησε πολλά και ανεπανάληπτα ταλέντα, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, από τη σκηνή κατέβηκε σε προχωρημένη ήδη ηλικία, γιατί εκεί εξασφάλιζε για τον εαυτό του την αιωνιότητα. Το θέατρο μετουσίωνε για εκείνον το χρόνο σε ψυχή. Ψυχή, που αρνείται να δεχτεί τον αδυσώπητο χρόνο.

«Νομίζω — είχε πει το 1995 σε συνέντευξή του στο “Ρ” — ότι το θέατρο ήταν σαν τις εφευρέσεις της φωτιάς και της ρόδας, αφού την ίδια ηλικία πρέπει να έχουν». Στην ερώτηση αν έχει κουραστεί έλεγε, «από διάθεση όχι, από γεράματα ίσως. Θα ήθελα να κάνω περισσότερα πράγματα απ’ όσα αντέχω να κάνω». Ακόμη και στα γεράματά του έβαζε τη λέξη «ίσως». Η κυρίαρχη διάθεσή του ήταν να βρίσκεται στη σκηνή. «Το δικό μου κέρδος ‑έλεγε — είναι ηθικό και είναι ίσως το πιο σημαντικό, γιατί έχει διάρκεια. Και μου μένει το μεγαλύτερο παράσημο, που είναι η αγάπη του κόσμου».

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ανήκε στους Ελληνες της διασποράς. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1913. Ο πατέρας του, μεγαλέμπορας, έπεσε έξω οικονομικά με το κραχ του 1929. Η οικογένειά του, δύο αγόρια και τρία κορίτσια, φεύγει για τη Μασσαλία, όπου ο Ντίνος Ηλιόπουλος πηγαίνει στο σχολείο. Ερχεται στην Ελλάδα για να υπηρετήσει στο στρατό. Η απόλυσή του από το στρατό συμπίπτει με την έναρξη του πολέμου του 1940 και ξαναντύνεται στο χακί. Αργότερα δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του τότε Βασιλικού Θεάτρου, από όπου απορρίπτεται, για να περάσει τελικά στη Σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη.

Εν μέσω Κατοχής

Πριν την Απελευθέρωση, το 1944, ο Ντίνος Ηλιόπουλος ντεμπουτάρει στο θίασο της Κατερίνας, με τη γαλλική κωμωδία «Κυρία, σας αγαπώ». Ακολουθεί συνεργασία του με το θίασο του αξέχαστου σκηνοθέτη και δασκάλου πολλών σημαντικών ηθοποιών Τάκη Μουζενίδη και ερμηνείες στη σαιξπηρική «Τρικυμία» και στον «Ανθρωπο του διαβόλου» του Μπέρναρ Σο. Αυτές τις ερμηνείες του είδε η Μαρίκα Κοτοπούλη και τον πήρε στο θίασό της, όπου ιδιαιτέρως διακρίθηκε το κωμικό του ταλέντο και άρχισε η πρωταγωνιστική του παρουσία στην ελληνική σκηνή. Στο θέατρο «Κοτοπούλη» εργάστηκε από το 1946 έως το 1953, παίζοντας μεταξύ άλλων τον Τρουφαλδίνο στον «Υπηρέτη δυο αφεντάδων» του Γκολντόνι και στις ελληνικές κωμωδίες «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Ζητείται ψεύτης», «Φωνάζει ο κλέφτης». Ενδιάμεσα (1949-’50) έπαιξε με το θίασο του Κώστα Μουσούρη στο έργο του Φ. Μολνάρ «Λίλιομ». Το 1954 μαζί με τον Μίμη Φωτόπουλο δημιουργούν δικό τους θίασο και παίζουν τους «Μικρούς φαρισαίους», «Το σπίτι των τεσσάρων κοριτσιών», κ.ά. Το 1956 ξανασυνεργάζεται με την Κοτοπούλη στην κωμωδία «Ντούο Σεμπαστιάνι». Τον επόμενο χρόνο με δικό του θίασο ανεβάζει τα «Παλάτια στην άμμο» του Στ. Φωτιάδη. Επονται συνεργασίες με το θίασο Λαμπέτη-Χορν, με το Εθνικό Θέατρο, με τη Μαίρη Αρώνη, ξανά με την Κοτοπούλη. Γίνεται συνθιασάρχης με την Καρέζη και τον Παπαγιαννόπουλο. Από το 1960 και ολόκληρη τη δεκαετία δρέπει δάφνες με ελληνικές κωμωδίες, είτε ως αποκλειστικός θιασάρχης, είτε ως συνθιασάρχης με άλλους δημοφιλείς κωμικούς. Πλήθος οι τίτλοι των κωμωδιών που έπαιξε: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία του κυρίου», «Το έξυπνο πουλί», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Εξοχικόν κέντρον ο “Ερως”», κ.ά. Στη δεκαετία του ’70 τον συναντάμε και σε αρκετές επιθεωρήσεις, σε ελληνικές μουσικές κωμωδίες και σε ανεβάσματα ξένων μιούζικαλ (λ.χ. «Γλυκιά μου Ιρμα», με την Ελλη Λαμπέτη) κ.α. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 περιόδευσε στις ΗΠΑ και στον Καναδά, παίζοντας με το θίασο του Αδαμάντιου Λαιμού στις αριστοφανικές «Θεσμοφοριάζουσες». Το 1977 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο ερμηνεύοντας τον «Αμφιτρύωνα»« του Πλαύτου και ύστερα πρωταγωνιστώντας στις «Θεσμοφοριάζουσες» σε σκηνοθεσία Αλ. Σολωμού. Μεταξύ άλλων θιάσων, στη δεκαετία του ’80, συνεργάζεται και με την «Ελεύθερη Σκηνή» (Φασουλής, Παναγιωτοπούλου, Κιμούλης κ.ά.) πρωταγωνιστώντας στο «Σώσε» του Μάικλ Φρέιν.

H πορεία του Ντίνου Ηλιόπουλου ταυτίζεται με την ανάπτυξη του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και με μια ταινία-σταθμό του ελληνικού προοδευτικού κινηματογράφου, την οποία «σφράγισε» ο Ηλιόπουλος με την εξέχουσα πρωταγωνιστική ερμηνεία του. Αναφερόμαστε στο «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου (1956). Το κινηματογραφικό «ταξίδι» του Ηλιόπουλου άρχισε το 1948, με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες» και περιέλαβε πλήθος ταινίες, μεταξύ των οποίων και οι: «Προ παντός ψυχραιμία» (1951), «Γλέντι, λεφτά και αγάπη», «Ατσίδας», «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Δόλωμα», «Να ζει κανείς ή να μη ζει», «Κοροϊδάρα», «Πονηρό θηλυκό, κατεργάρα γυναίκα», κ.ά. Το 1986 συμμετέχει στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μελισσοκόμος».

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου