Ο Ντίνος Δημόπουλος γεννήθηκε, στις 22 Αυγούστου 1921, στο Πάλαιρο της Αρτας. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη, από την οποία αποφοίτησε το 1942.
Σπουδαστής της Σχολής εντάσσεται στο ΕΑΜ. Λόγω της κατοχικής πείνας προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται δυο περίπου χρόνια.
Ως ηθοποιός πρωτοεμφανίστηκε το 1946 στο θέατρο «Κοτοπούλη», στο έργο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», και στην ομώνυμη ταινία (1947).
Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος του ΣΕΗ. Στη συνέχεια έπαιξε με πολλούς γνωστούς θιάσους και στο Εθνικό Θέατρο από το 1950 μέχρι το 1958, όπου παράλληλα συνεργάστηκε με τον Αλέξη Μινωτή ως βοηθός σκηνοθέτη. Από τους δύο γάμους του, με τις ηθοποιούς Βεατρίκη Δεληγιάννη και Φλωρέτα Ζάννα, απέκτησε ένα γιο και μια κόρη, αντίστοιχα.
Παράλληλα με τη δουλιά του ως ηθοποιού άρχισε να ασχολείται με τον κινηματογράφο, τον οποίο «κάρπισε», σχεδόν σαράντα χρόνια, με πληθώρα σεναρίων και σκηνοθεσιών. «Κάρπισμα» που συνέβαλε στην ταχύτατη παραγωγική αλλά και καλλιτεχνική ανάπτυξη του Ελληνικού Κινηματογράφου.
«Τα δελφινάκια του Αμβρακικού» (1993) |
Η πλουσιότατη (52 ταινίες) φιλμογραφία του Ντίνου Δημόπουλου αρχίζει με την ταινία «Οι ουρανοί είναι δικοί μας» (1953).
Μεταξύ των ταινιών του είναι και οι εξής: «Το αμαξάκι» (1957), που αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι (1958). «Αστέρω» (1959), η οποία περιλαμβάνεται στις 100 αντιπροσωπευτικές ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου. «Μανταλένα» (1960), η οποία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών (1961) και πήρε πολλά βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1960). «Πυρετός στην άσφαλτο» (1967), η οποία απέσπασε πολλά βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Η Ελλάδα και η θάλασσα» (1976, Α΄ Βραβείο Πανευρωπαϊκού Φεστιβάλ Τορίνο). «Ο ήλιος του θανάτου» (1970, βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης). «Τα δελφινάκια του Αμβρακικού» (1993, βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Κρατικό Βραβείο Ποιότητας, Χρυσό Βραβείο της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Καΐρου. Α΄ Βραβείο Φεστιβάλ Βιέννης, Τζοφόνι, Παιδικού Κινηματογράφου Νέας Αγγλίας, κ.ά.).
Και μόνον η αναφορά των τίτλων της σκηνοθετικής δουλιάς του Ντ. Δημόπουλου, από το 1958 έως το 1992, η οποία αριθμεί μερικές δεκάδες παραστάσεις, της δουλιάς του στο ραδιόφωνο (με θεατρικά έργα) και στην τηλεόραση (στο «Θέατρο της Δευτέρας» και σε σίριαλ), η προσφορά του ως δασκάλου (μέχρι το 2001 δίδασκε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου) θα απαιτούσε πολύ χώρο. Σπάνια υπάρχουν τόσο πολύ παραγωγικοί, τόσο πολύτροποι καλλιτέχνες και, ταυτόχρονα, αληθινά ποιοτικοί.
Ο Ντ. Δημόπουλος, «διχασμένος» ανάμεσα σε τρεις αγάπες, το θέατρο, τον κινηματογράφο και το γράψιμο (από τα νιάτα του είχε έφεση και στη ζωγραφική), εκτός από σενάρια που έγραψε για ταινίες άλλων σκηνοθετών, έγραψε και θέατρο: «Ο επόμενος» (1974, Κρατικό Βραβείο). «Ο εισαγγελέας», «Βασίλειος Πρώτος, ο δούλος» και «Υάκινθος και Ιουλιέτα» (και τα δύο απέσπασαν το Βραβείο Καλοκαιρίνειου Θεατρικού Διαγωνισμού). «Το παιδί που κυνηγούσε τα αγριολούλουδα» (βραβείο Εταιρείας θεατρικών Συγγραφέων).
Η συγγραφική δουλιά του επεκτάθηκε και στην πεζογραφία: «Ο μαστρο-Πολύξερος και η παρέα του» (1985). «Αν όλα τα πιτσιρίκια του κόσμου» (1987, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών). «Η μεσαία όχθη» (1989). «Τα δελφινάκια του Αμβρακικού» (1989, Βραβείο Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής Πανεπιστημίου Πάντοβα). «Οι ερωτύλοι» (1995). «Το γειτονόπουλο του καλοκαιριού» (1996). «Τέσσερα χριστουγεννιάτικα διηγήματα» (1996). «Ενας σκηνοθέτης θυμάται» (1998, αυτοβιογραφία). «Οι εραστές της Μύρινθας», «Ο Βάνκα και τ' αδέσποτα» (2000), «Γράμμα στο θεό» (2001).
Έφυγε από την ζωή, στις 23 Φλεβάρη 2003.
"Ρ"
...Βρέχει στο κατώφλι των καιρών/
το βαρόμετρο λες και θα σπάσει,/
ποιος θα δώσει φίλε το "παρών"/
ποιος θα πει το "ναι", ποιος θα σωπάσει...
Και το ανυπότακτο πνεύμα, στο κάθε απερίσκεπτο πέταγμά του, κινδύνευε να συνθλιβεί από το μόνιμο κίνδυνο που καραδοκούσε σε κάθε βήμα της διαδρομής. Οι πέτρες ήταν αμείλικτες. Μα, η διαδρομή είχε δρομολογηθεί. Με τη σιωπή, τα υπονοούμενα, την παραβολή, τους κωδικούς, τη μεθοδευμένη παραπλάνηση του αντιπάλου, το πολύπλευρο έργο προχωρούσε (...)».
Αυτά, μεταξύ άλλων, έγραφε ο Ντίνος Δημόπουλος, προλογίζοντας - αποστασιοποιητικά, γράφοντας σε τρίτο πρόσωπο - το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Ενας σκηνοθέτης θυμάται...» (1998, εκδόσεις «Προσκήνιο»). Παραθέσαμε αυτό το απόσπασμα, ακριβώς γιατί συνοψίζει τις ιδέες και την πορεία ζωής και δημιουργίας αυτού του πολύπλευρου, σεμνού - όχι σεμνότυφου - δημιουργού, ο οποίος έφυγε «πλήρης έργου», στα ογδόντα δύο του χρόνια.
Ο Ντίνος Δημόπουλος, παιδί φτωχής, αλλά φιλοβασιλικής οικογένειας, είχε φίλο ένα πλούσιο Εβραιόπουλο, τον Ροφέλη, που η τσιγκουνιά του πατέρα του το 'βγαλε στους δρόμους με καροτσάκι, σαν μικροπωλητή. Μια μέρα, το Εβραιόπουλο έβγαλε και δάνεισε στον Ντίνο Δημόπουλο, ένα βιβλίο που έκρυβε στην πραμάτεια του. Ηταν «Το φως που καίει» του Βάρναλη. Ο πολυδιαβασμένος και ιδεολογικά καταρτισμένος Ροφέλης «αφύπνισε» ιδεολογικά, μορφωτικά, λογοτεχνικά τον έφηβο Ντ. Δημόπουλο.
Στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, η οικογένεια του Ντίνου Δημόπουλου εγκαταστάθηκε στη Δραπετσώνα. Το «μικρόβιο» του θεάτρου το «κόλλησε» στο Γυμνάσιο, παίζοντας σε σχολικές παραστάσεις και το «μικρόβιο» του κινηματογράφου, βλέποντας ταινίες με τον συμμαθητή του Βασίλη Διαμαντόπουλο. Το 1939, απέτυχε στις εξετάσεις της Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, αλλά πέτυχε στις εξετάσεις της Δραματικής Σχολής του Γιαννούλη Σαραντίδη, η οποία στα χρόνια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης έγινε το «κρυφό σχολειό» των σπουδαστών της. Ο Ντίνος Δημόπουλος, όπως κι άλλοι σπουδαστές, εντάσσεται στο ΕΑΜ και στην «Πανσπουδαστική». Μια βραδιά, που με την ομάδα του έγραφε συνθήματα στους τοίχους του Μεταξουργείου, συνελήφθη, βασανίστηκε, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος, με τη μεσολάβηση ενός αστυνομικού, τον οποίο είχε βοηθήσει όταν ήταν μαθητής. Λόγω της πείνας, έπαθε φυματίωση, και από το 1942 έως το 1944 νοσηλευόταν σε σανατόριο, όπου με άλλους ΕΑΜίτες φρόντιζε για την τροφοδοσία του ΕΛΑΣ.
Ο Ντίνος Δημόπουλος άρχισε την καλλιτεχνική πορεία του ως ηθοποιός το 1946, στο θέατρο «Κοτοπούλη», στο έργο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», που έγινε και ταινία το 1947. Ο Ντ. Δημόπουλος δουλεύει σαν ηθοποιός στα χρόνια του Εμφυλίου. Του φάνηκαν «χρόνια ατέλειωτα», καθώς «πάνω στα βουνά παίζονταν οι τελευταίες σκηνές από το μεγάλο δράμα», καθώς «κορφολογήθηκε ο ανθός από τα όμορφα, σεμνά νιάτα» της γενιάς του. Ο ίδιος τι ένιωθε; Το εξομολογήθηκε, με ειλικρίνεια, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του: «Με τον εαυτό μου τα είχα, που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, να βοηθήσω. Που διάβαζα για τις δίκες, άκουγα για τις εκτελέσεις, μάθαινα για τις εξορίες κι έσκυβα το κεφάλι. Κι ένιωθα ντροπή. Ωρες - ώρες μου 'ρχόταν να πάω να παρουσιαστώ και να πω: "Είμαι κι εγώ μ' αυτουνούς... Πιάστε με!". Μα, κι η σκέψη μονάχα μιας τέτοιας ανώφελης ομολογίας μ' έκανε να αδρανώ. Κι έτσι έφτιαξα το "άλλοθί" μου. Τη φυγή. Ανάστησα μέσα μου τον παλιό μύθο της παιδικής μου ηλικίας. Την αναπόδραστη ανάγκη των ταξιδιών».
Τη δυνατότητα της φυγής, του έδωσαν οι θεατρικές περιοδείες του Θόδωρου Κρίτα στο εξωτερικό. Ο Εμφύλιος τέλειωσε, αλλά οι θανατικές καταδίκες και οι εκτελέσεις των αγωνιστών - ηρώων του λαού συνεχίζονταν. Στη γειτονιά του έμενε ένας εισαγγελέας, που «του έδωσαν σύνταξη "λόγω ασθενείας". Η ασθένειά του ήταν η τρέλα. Είχε σαλέψει το λογικό του από τις προτάσεις που έκανε από την εισαγγελική έδρα. "Εις θάνατον". Ηταν η στερεότυπη ποινή, που πρότεινε για κάθε πατριώτη που δικαζόταν από τις δεκάδες τα στρατοδικεία. "Εις θάνατον". Και χωρίς άλλες διαδικασίες».
Αυτός ο ζόφος «γέννησε» το θεατρικό του έργο «Ο εισαγγελέας», το οποίο γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50, αλλά παίχτηκε κοντά τρεις δεκαετίες αργότερα.
Τη «γλώσσα» της αλληγορίας, του υπονοηματικού «κώδικα» χρησιμοποίησε, λόγω της λογοκρισίας, ο Ντίνος Δημόπουλος για να διηγηθεί με αρκετές από τις 52 ταινίες, με θεατρικά έργα του και σενάριά του, τους καημούς, τους αγώνες, τις θυσίες της γενιάς του. Της γενιάς των γενναίων, «που τους έλεγαν αλήτες».
Ο Ντίνος Δημόπουλος έγραψε τις αναμνήσεις τις δικές του και της γενιάς του, στα τέλη του 20ού αιώνα. Και πικραινόταν που «ο αιώνας του πολέμου και της ειρήνης, της ελπίδας και της απελπισίας, της αφθονίας, της επανάστασης και της υποταγής, της συντριβής και της έπαρσης», στο τέλος του, «παρακολουθούσε ανυπεράσπιστος» την «επερχόμενη αυθαιρεσία του νικητή, που φθάνει, ανεμπόδιστη τώρα, να καλύψει το κενό της απουσίας του, απρόσμενα χαμένου, σοσιαλισμού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου