Η σύμβαση ιδιωτών γιατρών με δομές του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) δεν είναι κάτι καινούργιο. Εδώ και χρόνια, επί όλων των κυβερνήσεων, υπάρχει η δυνατότητα γιατροί που ασκούν ιδιωτικό έργο να εργάζονται στα νοσοκομεία ως συμβεβλημένοι με δελτίο παροχής υπηρεσιών, το λεγόμενο «μπλοκάκι». Μέσα στην πανδημία και μέχρι πρόσφατα μπορούσαν ιδιώτες γιατροί να συνάψουν με κάποιο νοσοκομείο «σύμβαση COVID», δηλαδή ορισμένου χρόνου, ώστε να καλύψουν τρύπες και κενά, λόγω της μεγάλης υποστελέχωσης των δημόσιων μονάδων Υγείας ως αποτέλεσμα της πολιτικής της ιδιωτικοποίησης, της εμπορευματοποίησης και των πολύ περιορισμένων προσλήψεων.
Ενώ όλες οι κυβερνήσεις, χρόνια τώρα, έχουν κηρύξει «εμπάργκο» στις προσλήψεις, με αποτέλεσμα να υπάρχουν τεράστια κενά σε αριθμό γιατρών και σε ειδικότητες στα δημόσια νοσοκομεία, επικαλούνται αυτήν την άθλια κατάσταση που οι ίδιοι δημιούργησαν για να προβάλουν ως «αναγκαία λύση» την αξιοποίηση των ιδιωτών γιατρών, μέτρο που υπηρετεί πολλαπλούς στόχους: Από τη μια να προσαρμόζεται η λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων στις «αρχές» της επιχειρηματικής δράσης, με αποσπασματική και περιορισμένη κάλυψη σοβαρών πάγιων αναγκών σε γιατρούς, και από την άλλη να προβάλλεται στον λαό ως «σύγχρονη» λύση για τις ανάγκες του. Αυτό που επιδιώκει η κυβέρνηση αντιστοιχεί στη λαϊκή ρήση «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο».
Το πρόσφατο νομοσχέδιο που κατέθεσε προς ψήφιση η κυβέρνηση της ΝΔ, καθώς ολοκληρώθηκε η διαβούλευση, κάνει το επόμενο βήμα, νομοθετώντας ακόμα και την υποχρεωτική είσοδο ιδιωτών γιατρών. Συγκεκριμένα, το άρθρο 47 του τελικού νομοσχεδίου αναφέρει ότι όσοι γιατροί έχουν κάνει σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ ή έχουν τη δυνατότητα συνταγογράφησης παραπεμπτικών που αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ, θα «αναλαμβάνουν μέσω των ως άνω συμβάσεων την υποχρέωση να προσφέρουν υπηρεσίες Υγείας σε περιοχές και σε ειδικότητες όπου υπάρχουν διαπιστωμένες ελλείψεις του ΕΣΥ, εφόσον τους ζητηθεί και μόνο για τον απολύτως απαραίτητο χρόνο».
Η νομοθέτηση της υποχρεωτικής εισόδου ιδιωτών γιατρών στο ΕΣΥ, καλύπτοντας κενά και τρύπες, αποτελεί θρασύτατη ομολογία της κυβέρνησης ότι δεν έχει καμία πρόθεση να στελεχώσει τα δημόσια νοσοκομεία με το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό. Αλλωστε, με αυτήν τη διάταξη δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν τα χιλιάδες κενά σε μόνιμους ειδικευμένους γιατρούς, και κυρίως να καλύπτονται έγκαιρα και αποτελεσματικά όλες οι λαϊκές ανάγκες, όλες τις ώρες της μέρας, όλες τις μέρες του χρόνου. Η επιδίωξη είναι η «όπως να 'ναι» αντιμετώπιση ορισμένων μόνο ακραίων προβλημάτων, διότι αυτό είναι το όριο που αντιστοιχεί σε αυτήν την πολιτική ανάπτυξης υπέρ των επιχειρηματικών ομίλων, στην οποία οι συνεχώς διευρυμένες λαϊκές ανάγκες σε υπηρεσίες Υγείας και η ικανοποίησή τους αποτελούν εμπόδιο.
Την ίδια ώρα λήγουν και δεν επαναπροκηρύσσονται συμβάσεις επικουρικών, ενώ οι εκατοντάδες γιατροί που είναι υποψήφιοι για τις λιγοστές θέσεις μόνιμων επιμελητών που έχουν προκηρυχθεί, ακόμα περιμένουν στην ουρά.
Βέβαια, το νομοσχέδιο αναφέρει ότι οι ιδιώτες γιατροί θα έχουν την υποχρέωση να προσφέρουν υπηρεσίες Υγείας «σε περιοχές και σε ειδικότητες όπου υπάρχουν διαπιστωμένες ελλείψεις του ΕΣΥ». Είναι σαν οι κύριοι της κυβέρνησης να μη γνωρίζουν ότι:
- Δεν υπάρχει ούτε ένα νοσοκομείο στη χώρα που να μην έχει τμήματα και κλινικές στα όρια της κατάρρευσης, ακόμα και του οριστικού κλεισίματος, λόγω έλλειψης προσωπικού.
- Στα περισσότερα τμήματα δεν αντικαταστάθηκαν όσοι πήραν σύνταξη τα τελευταία χρόνια.
- Αναστέλλονται χειρουργεία λόγω έλλειψης αναισθησιολόγων.
- Στα μεγάλα νοσοκομεία της χώρας πολλές κλινικές λειτουργούν με έναν - δύο μόνιμους γιατρούς (λίγο πριν τη σύνταξη και στον βαθμό του διευθυντή), και όλοι οι υπόλοιποι είναι νέοι επικουρικοί γιατροί (με επικείμενη ημερομηνία λήξης της σύμβασής τους).
- Στα νοσοκομεία της επαρχίας, ζήτημα είναι να υπάρχει ένας (και συχνά δεν υπάρχει κανένας) γιατρός σε βασικές ειδικότητες.
Αυτά είναι αποτελέσματα της δικής τους πολιτικής. Αφού λοιπόν εφάρμοσαν στο ακέραιο την πολιτική περικοπών, υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης και εμπορευματοποίησης, έρχονται να εμφανίσουν ως λύση στο πρόβλημα την ίδια συνταγή που το δημιούργησε.
Οι ιδιώτες αυτοαπασχολούμενοι συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ στη συντριπτική τους πλειοψηφία ασκούν υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Το περιεχόμενο της δουλειάς τους διαφέρει από αυτή του νοσοκομειακού γιατρού στις αντίστοιχες ειδικότητες. Κανένα συμφέρον δεν έχουν, αντίθετα αυτή η εξέλιξη αποτελεί ομηρία για την πλειοψηφία τους, αφού για όσο διάστημα απαιτηθεί να «προσφέρουν τις υπηρεσίες τους», αναστέλλεται η λειτουργία του ιατρείου τους, πάνε πίσω τα ραντεβού ασθενών, δέχονται χτύπημα στο εισόδημά τους, που τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί σημαντικά.
Αρκεί να θυμηθούμε το φιάσκο της περίφημης επιστράτευσης των ιδιωτών γιατρών που έκανε η κυβέρνηση κατά την πανδημία. Οι συνάδελφοι που επιστρατεύτηκαν ήταν κυριολεκτικά οι γιατροί της γειτονιάς, στην πλειοψηφία τους είχαν πολλά χρόνια να εργαστούν σε νοσοκομείο, πόσο μάλλον να αναλάβουν δεκάδες ασθενείς COVID, με βαριά λοίμωξη, ακόμα και διασωληνωμένους. Ταυτόχρονα, αυτή η απόφαση στέρησε τις υπηρεσίες τους σε δεκάδες ασθενείς που παρακολουθούσαν μέχρι τότε στα ιατρεία τους.
Η κυβέρνηση έδειξε την ...πυγμή της σε αυτούς, αλλά δεν είχε τον ίδιο ζήλο για τα ιδιωτικά μεγαθήρια της Υγείας, που κράτησαν ερμητικά κλειστές τις πόρτες τους στη νοσηλεία των ασθενών με κορονοϊό, ενώ αποζημιώθηκαν αδρά για τους σχεδόν αναρρώσαντες ασθενείς που δέχτηκαν να νοσηλεύσουν.
Στην ερώτηση πότε και για πόσο καιρό θα μπορεί ο ιδιώτης να εργάζεται σε δημόσια δομή, αναφέρεται ότι «η παροχή των υπηρεσιών αυτών γίνεται με μερική απασχόληση», ενώ σε πρόσφατες δηλώσεις του ο υπουργός Υγείας είπε: «Να μπορούν οι ιδιώτες γιατροί να απασχολούνται part time και στο ΕΣΥ (...) θα ήθελα κάποια στιγμή να λειτουργούσαμε στα πρότυπα της Αγγλίας, όπου ο κάθε γιατρός με την ίδια άνεση είναι και σε ιδιωτική κλινική και στο δημόσιο σύστημα Υγείας».
Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι το συγκεκριμένο άρθρο του νομοσχεδίου δεν θα αφορά μόνο μια έκτακτη κατάσταση, αλλά είναι το πρώτο βήμα για να γίνει πράξη η πολιτική στο πλαίσιο της οποίας θα εδραιώνεται η δυνατότητα να συνάπτει σύμβαση το δημόσιο νοσοκομείο με έναν γιατρό για όσο διάστημα χρειάζεται τις υπηρεσίες του. Πρόκειται για μέτρο που αντιστοιχεί στο «αυτοχρηματοδοτούμενο» δημόσιο νοσοκομείο, όπου το «κόστος» εργασίας και η διεύρυνση των εσόδων από την πώληση των εργασιών του στους ασθενείς μπαίνουν στη ζυγαριά της «βιωσιμότητας» και της «αξιολόγησης». Αποτελούν κριτήρια ανάπτυξης των δημόσιων μονάδων Υγείας τα οποία με διάφορες παραλλαγές διαχείρισης εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις, με σχετική καθυστέρηση στην Ελλάδα σε σχέση με άλλα καπιταλιστικά κράτη, που ήδη διαθέτουν πολύχρονη εμπειρία στην εφαρμογή τους. Το γεγονός της κατάρρευσης αυτών των «σύγχρονων» συστημάτων Υγείας κατά την περίοδο της πανδημίας δείχνει και την αντιλαϊκή κατεύθυνση όλων αυτών των μέτρων, διότι το κοινωνικά αναγκαίο μπαίνει στις συμπληγάδες της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο το σύστημα αυτό είναι γνωστό ως «locum» και είναι αποκαλυπτικές οι αγγελίες για την απασχόληση γιατρών: «Ζητούνται γενικοί γιατροί, χειρουργοί κ.λπ. για εργασία σε νοσοκομεία της Αγγλίας για τρεις μήνες με δυνατότητα παράτασης, καλές αμοιβές», αναφέρει μία εξ αυτών. Σε άλλη γράφεται: «Το νοσοκομείο βρίσκεται σε μια πολύ ελκυστική τοποθεσία πάνω στην ακτογραμμή της Ουαλίας», ενώ άξιο αναφοράς είναι ότι η υπενοικίαση γίνεται και μέσω εταιρειών σε ρόλο μεσιτικού γραφείου. Ενδεικτικά: «Η "RIG Locums" αναζητεί επειγόντως ακτινολόγους - consultants με εμπειρία στη Γενική Ακτινολογία. Πρόκειται για θέσεις εργασίας διάρκειας 2 - 6 μηνών. Τα νοσοκομεία με τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας βρίσκονται στη νότια πλευρά της Αγγλίας».
Κάθε γιατρός από τα φοιτητικά του χρόνια διδάσκεται και διαβάζει για τη σχέση γιατρού - ασθενούς, πώς να αντιμετωπίζεται ο ασθενής στα επείγοντα, στην πορεία της νοσηλείας του, στο τακτικό ιατρείο. Πώς να προσεγγίζει με βάση το σύμπτωμα, το ιστορικό, την κλινική εξέταση. Είναι επίσης γνωστό ότι ανάμεσα στις διάφορες ειδικότητες χρειάζεται συνεργασία, συζήτηση, συμβούλια, πόσο μάλλον με τη συνεχή εξέλιξη της επιστήμης, την ατέλειωτη παραγόμενη γνώση και το διαρκώς αυξανόμενο εύρος του κάθε αντικειμένου.
Η σταδιακή επικράτηση του γιατρού - εφημερεύοντα, αυτού που θα καλύψει για ένα χρονικό διάστημα μια τρύπα και που θα αλλάζει περιβάλλον και συνεργάτες κάθε τόσο, είναι η πλήρης υποτίμηση της ιατρικής επιστήμης, με τραγικές συνέπειες και για τον ασθενή.
Το «νέο» λοιπόν του νομοσχεδίου δεν είναι σε ποιες έκτακτες ή μη συνθήκες θα δοθεί η δυνατότητα να κάνουν οι ιδιώτες συμβάσεις με το δημόσιο σύστημα Υγείας (αφού αυτό υπάρχει ήδη), ούτε αν θα καλυφθούν κάποιες εφημερίες σε ένα τμήμα που αυτήν τη στιγμή είναι υποστελεχωμένο, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
Το κύριο είναι ότι προχωρά σταθερά και βήμα - βήμα η αντιστοίχιση του ιατρικού προσωπικού με το νοσοκομείο - επιχείρηση, με σύμβαση που θα καθορίζει συγκεκριμένη τιμή - ταρίφα για κάθε ιατρική πράξη, για κάθε αμοιβή. Η σχέση ανάμεσα στον γιατρό και τον ασθενή εξελίσσεται στην ουσία σε μια διαδικασία ανάμεσα στον «πάροχο» Υγείας και στις ασφαλιστικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένου του ΕΟΠΥΥ. Μοιραία οι ασθενείς θα αντιμετωπίζονται ως κοστολογημένα οικονομικά πακέτα, οπότε και ο «επαγγελματίας Υγείας», όπως τον ονομάζουν, αρκεί να ξέρει τι περιλαμβάνει το πακέτο του κάθε ασθενούς.
Οι ρεαλιστικές και αναγκαίες προτάσεις του ΚΚΕ για μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης όλων των κλάδων και ειδικοτήτων στις δημόσιες δομές Υγείας, για μονιμοποίηση όλων των ελαστικά εργαζόμενων (επικουρικοί, μπλοκάκι, εργολαβικοί, ατομικές συμβάσεις), για αύξηση του αριθμού εισαγωγής στις Ιατρικές Σχολές ώστε να εξασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα η αυξημένη ανάγκη στελέχωσης των δημόσιων μονάδων Υγείας, με ανάλογο σχεδιασμό στην κατανομή των ειδικοτήτων, έχουν απορριφθεί από όλες τις αστικές κυβερνήσεις. Ο αγώνας για αυτά και άλλα αιτήματα πρέπει να δυναμώσει.
Μέσα σε αυτόν τον αγώνα θα δυναμώνει η αναγκαιότητα για ένα ενιαίο, σύγχρονο, αποκλειστικά κρατικό και δωρεάν σύστημα Υγείας, πανελλαδικά ανεπτυγμένο, με κεντρικό σχεδιασμό, πλήρως και επαρκώς χρηματοδοτούμενο από τον κρατικό προϋπολογισμό, με κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας, ώστε να αξιοποιούνται προς όφελος του λαού όλες οι διαθέσιμες δυνατότητες - και άλλες που μπορούν να αναπτυχθούν - της επιστήμης, της τεχνολογίας και του εξειδικευμένου υγειονομικού προσωπικού.
Αυτός είναι ο μονόδρομος που συμφέρει ασθενείς και υγειονομικούς, και γι' αυτό είναι ρεαλιστικός και αναγκαίος.
Μέλος του Τομεακού Γραφείου Υγείας - Πρόνοιας της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕΜέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της ΟΕΝΓΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Tα σχόλια στο μπλοκ πρέπει να συνοδεύονται από ένα ψευδώνυμο, ενσωματωμένο στην αρχή ή το τέλος του κειμένου